Της Άννας Καλαγιά,
Όταν ακούμε τον όρο «συνάντηση» αυθόρμητα πηγαίνει ο νους μας σε κάποιο πρόσωπο. Η δική μου προσωπική συνάντηση όμως αφορά τη θέαση μιας τοιχογραφίας. Ήταν απόγευμα Σαββάτου και η επιθυμία μου για έναν ελληνικό καφέ με οδήγησε σε ένα μικρό καφενείο στην καρδιά της Μακρινίτσας Πηλίου. Με την είσοδό μου στον γραφικό αυτόν καφενέ, ο χρόνος σταμάτησε, ή μάλλον μεταφέρθηκα σε μια εποχή άλλη. Βρέθηκα στο 1900 και ξαφνικά μπροστά μου, καμαρωτός πάνω στη σκάλα του στεκόταν ο Θεόφιλος, που με τα πινέλα του έδινε πνοή στον τοίχο.
Αναφέροντας το όνομα Θεόφιλος, ο νους μας αυτομάτως σκέφτεται τον Θεόφιλο Χατζημιχαήλ ή Κεφαλά. Γιατί όμως αυτός ο καλλιτέχνης έχει χαραχθεί στις ψυχές μας; Η απάντηση είναι άλλοτε απλή και άλλοτε περίπλοκη και μπορούμε να την εντοπίσουμε μονάχα μέσα από τη ανάλυση της ζωής του. Γεννημένος στη Βαρεία της Λέσβου, ο Θεόφιλος ήταν ένα από τα οχτώ παιδιά της οικογένειας του Γαβριήλ Κεφαλά και της Πηνελόπης Χατζημιχαήλ. Έμπνευση για εκείνον αποτέλεσε ο παππούς του που εργαζόταν ως αγιογράφος. Δίπλα του ο Θεόφιλος γνώρισε τη μαγεία της ζωγραφικής και ξεκίνησε το δικό του εικαστικό ταξίδι. Το υπόγειο του πατρικού του αποτέλεσε το πρώτο του καλλιτεχνικό εργαστήριο.
Η διαμονή του, όμως, στη γενέτειρά του ήταν σύντομη. Αγαπώντας την πατρίδα του και θαυμάζοντας τα ελληνικά επιτεύγματα κατά την Ελληνική Επανάσταση, ο ιδιαίτερος αυτός ζωγράφος έστρεψε την προσοχή του στην Ελλάδα. Περνούσε τις μέρες του φορώντας φουστανέλα, τραγουδώντας κλέφτικα τραγούδια και ζωγραφίζοντας μεγάλες φιγούρες της ελληνικής ιστορίας. Αυτές του οι συνήθειες, σε συνδυασμό με την αριστεροχειρία του και τον τραυλισμό του, τον ξεχώρισαν από τα παιδιά της ηλικίας του με αποτέλεσμα να βρεθεί θύμα των χλευασμών τους. Το γεγονός αυτό τον απομόνωσε και του προκάλεσε την ανάγκη για φυγή προς τη Σμύρνη. Εκεί υπηρέτησε ως θυροφύλακας στο Ελληνικό Προξενείο.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Σμύρνη, ο Θεόφιλος ολοκληρώνεται σαν καλλιτέχνης. Επικεντρώνεται σε θέματα που αφορούν την Αρχαία Ελλάδα, το Βυζάντιο και τη Νεότερη Ελλάδα. Κάνει τη ζωγραφική επάγγελμα και αφοσιώνεται σε αυτή. Το 1897 αποχωρεί από τη Σμύρνη και επιστρέφει στην Ελλάδα για να καταταγεί ως εθελοντής στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο. Σύντομα ο πόλεμος λήγει και ο Θεόφιλος αποφασίζει να εγκατασταθεί στον Βόλο για βιοποριστικούς κυρίως λόγους. Εκεί λόγω της ιδιαίτερης ιδιοσυγκρασίας του έρχεται στο επίκεντρο των συζητήσεων δεχόμενος αστεϊσμούς και προσβολές. Παράλληλα, χρησιμοποιεί την τέχνη του για να επιβιώσει. Διακοσμεί με ζωγραφιές πανδοχεία, σπίτια, καφενεία και καταστήματα. Κομβικό σημείο στην πορεία του αποτελεί η αναγνώρισή του από τον Ιωάννη Κοντό, ο οποίος του αναθέτει τη ζωγραφική διακόσμηση του σπιτιού του στην Ανακασιά. Το εν λόγω αρχοντικό αποτελεί σήμερα το Μουσείο Θεόφιλου με πλήθος έργων του λαϊκού καλλιτέχνη.
Η συνεχής, όμως, κατακραυγή του από τους κατοίκους του Πήλιου που αφορούσε κυρίως την εμφάνιση και τη συμπεριφορά του τον ώθησαν να επιστρέψει στη Μυτιλήνη. Κατά αυτόν τον τρόπο, ο Θεόφιλος φιλοτεχνεί από το 1926 έως και τον θάνατό του στη γενέτειρά του. Η επιστροφή του αυτή πρόκειται να αποτελέσει την έναρξη της αναγνώρισης του μεγαλείου του. Στη Μυτιλήνη ο Θεόφιλος έρχεται σε επαφή με τον Στρατή Ελευθεριάδη έπειτα από σύσταση του Φώτη Κόντογλου και του Γιώργου Γουναρόπουλου. Ο Στρατής Ελευθεριάδης εκδότης και κριτής τέχνης, γνωστός στο Παρίσι ως Tériade, ενθουσιάζεται με τα έργα του και αποφασίζει να τα εκθέσει στο Παρίσι. Για τον Ελευθεριάδη ο Θεόφιλος αποτελεί θαύμα. Σε δήλωσή του αναφέρει πως «Όταν ο Θεόφιλος ζωγραφίζει ήρωες του ’21, οι φουστανέλες γίνονται λουλούδια στους αγρούς. Όταν ζωγραφίζει δάση πολύφυλλα, εκφράζει με την πράσινη ποικιλία των όλη τη λαχτάρα ενός αγρότη για το νερό. Όταν ζωγραφίζει σκηνές από την καθημερινή ζωή, φτάνει στη συνθετική και χρωματική ενότητα των πιο σοφών ζωγράφων».
Το 1934 ξημερώνει με τον θάνατο του μεγάλου αυτού καλλιτέχνη. Η έκθεση στο Παρίσι πραγματοποιείται δυστυχώς μετά τον θάνατό του και ο κόσμος της ζωγραφικής την αγκαλιάζει με μεγάλη θέρμη. Μεγάλες προσωπικότητες της εποχής εκφράζονται εγκωμιαστικά για τον Θεόφιλο όπως ο Γιώργος Σεφέρης και ο Γιάννης Τσαρούχης. Το 1961, διενεργείται μεγάλη αναδρομική έκθεση στο Παρίσι με τα έργα του και το 1965 ο Στρατής Ελευθεριάδης ιδρύει και εγκαινιάζει με δωρεά του το Μουσείο Θεόφιλου στη Βαρειά Λέσβου.
Ο Θεόφιλος συγκεντρώνει στα έργα του την παράδοση και την ιστορία μιας χώρας και ενός λαού. Στη συλλογή του ανακαλύπτει κανείς θέματα που συνδέουν την ανθρώπινη καθημερινότητα με την θεϊκή ύπαρξη. Αξιοσημείωτοι πίνακές του είναι Ο Καπετάν Ανδρούτσος, ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Ερωτόκριτος και η Αρετούσα, το Αρτοποιείο, ο θάνατος του Μπότσαρη, καθώς και πληθώρα άλλων γνωστών και διακεκριμένων. Αναλύοντας κανείς του πίνακες αυτούς θα παρασυρθεί σε ένα ταξίδι ανάμεσα σε μεγάλες στιγμές της ελληνικής ιστορίας που μας διδάσκουν τη σημασία και τη σημαντικότητα του έθνους μας. Ο Θεόφιλος κατάφερε χρησιμοποιώντας μόλις λίγα χειροποίητα χρώματα να αποτυπώσει σε τοίχους, καμβάδες και άλλες επιφάνειες αριστουργήματα που τιμούν τον θεό και τον άνθρωπο.
Όπως αναφέρει ο Ελύτης, «ο Θεόφιλος πέραν από την ενοχή και την αμαρτία κατευθύνεται ολόισα στον Παράδεισο». Αυτή η τοποθέτηση ομολογώ πως μπορεί να αγκαλιάσει το μεγαλείο της τέχνης του μέσω της οποίας έχουμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε και να συμμετέχουμε σε διάφορες πτυχές της ιστορίας μας τυλιγμένες στα χρώματα του μεγάλου ζωγράφου. Ο Θεόφιλος μας δίδαξε με τη ζωή του πως εάν έχεις πάθος για κάτι, τότε αυτό κάποια μέρα θα θαυμαστεί και θα λατρευτεί. Όπως το ταλέντο εκείνου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Θεόφιλος Κεφαλάς-Χατζημιχαήλ, wikipedia.org, διαθέσιμο εδώ
- Θεόφιλος 96 πολύτιμα έργα σε μια μεγάλη έκθεση στο Ίδρυμα Θεοχαράκη, lifo.gr, διαθέσιμο εδώ
- Θεόφιλος, sansimera.gr, διαθέσιμο εδώ
- Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, nationalgallery.gr, διαθέσιμο εδώ
- Θεόφιλος: Ο τσολιάς της ζωγραφικής, thf.gr, διαθέσιμο εδώ