Του Ιωάννη Περγαντή,
Καθ΄ όλη τη διάρκεια της ύπαρξης της, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε να αντιμετωπίσει μια πληθώρα αντιπάλων, οι οποίοι απειλούσαν συνεχώς τα σύνορά της. Οι συνεχώς αναπτυσσόμενοι Πάρθοι στην ανατολή, οι σκληροτράχηλες γερμανικές φυλές του βορρά και οι επιδρομές των Δάκων κατά μήκος του Δούναβη έθεταν τον ρωμαϊκό στρατό σε μια κατάσταση συνεχούς ετοιμότητας και επιστράτευσης. Εξαιτίας ενός τέτοιου εξωτερικού ζητήματος σημειώθηκε στο εσωτερικό του κράτους μια από τις πιο αιματηρές εξεγέρσεις στην ιστορία της Ρώμης.
Αυτή η σημαντική εξέγερση, της οποίας το αντίκτυπο συγκρίνεται με αυτό των Καρχηδονιακών πολέμων, έλαβε μέρος στην περιφέρεια της Ιλλυρίας, στα εδάφη της σημερινής βορείου Αλβανίας, Βοσνίας και Κροατίας. Αν και το γεγονός είναι γνωστό στην ιστοριογραφία ως Ιλλυρική Εξέγερση, μια άλλη γνωστή ονομασία είναι Πόλεμος του Βάτου (Bellum Batonianum) λόγω των ηγετικών μορφών της εξέγερσης. Οι φυλές οι οποίες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη σύγκρουση ήταν αυτές των Δεσιτιάτων, των Παννονιάνων, των Δαλματών και των Βρεοκιανών. Τα αίτια για το έναυσμα αυτής της πολεμικής σύρραξης συναντάται στα βόρεια σύνορα της αυτοκρατορίας.
Τον 6ο αιώνα μ.Χ., οι σχέσεις μεταξύ Ρωμαίων και Γερμανικών φυλών βρίσκονταν σε μια τεταμένη κατάσταση. Από τη μια οι Ρωμαίοι ήθελαν να εδραιώσουν τη θέση τους πέρα από το Έλβα και τον Δούναβη, ενώ οι Γερμανοί αντιστέκονταν στις συνεχείς επελάσεις των λεγεώνων. Ο στρατηγός Τιβέριος, με εντολές του Οκταβιανού Αυγούστου, θέλησε να καθυποτάξει τη φυλή των Μαρκομάννων στη σημερινή Βοημία. Για να το καταφέρει αυτό, ζήτησε τη στήριξη του επάρχου της Ιλλυρίας Μάρκο Βαλέριο Μεσσάλλα Μεσσαλλινό με αρκετό στρατό. Ο Βαλέριος τότε έστειλε εντολή στις ντόπιες ιλλυρικές φυλές να στείλουν στρατιώτες ώστε να επανδρώσει μια εκστρατευτική δύναμη. Παρά την αρχική τήρηση της εντολής, οι φυλές εξεγερθήκαν και οργάνωσαν ένα δικό τους στρατιωτικό σώμα, απωθώντας μάλιστα και μια λεγεώνα η οποία είχε σταλθεί να τους υποτάξει. Οι επαναστάτες συσπειρώθηκαν κάτω από δύο συνονόματους αρχηγούς, τον Βάτο των Δεσιτιάτων και αυτόν των Βρεοκιανών, με απώτερο σκοπό την απαλλαγή του ρωμαϊκού ζυγού.
Σύμφωνα με αρχαίες πηγές, οι Ιλλυριοί απαριθμούσαν περίπου 250.000 στρατιώτες, αριθμός πιθανότατα πολύ υψηλότερος από την πραγματικότητα. Με την απώθηση της ρωμαϊκής δύναμης που είχε σταλθεί εναντίον τους, ο στρατός των εξεγερμένων διαιρέθηκε σε 3 μέρη: το πρώτο θα είχε ως στόχο την ιταλική χερσόνησο, το δεύτερο την επαρχία της Μακεδονίας και το τρίτο θα παρέμενε στην Ιλλυρία για αμυντικές ενέργειες. Αυτή η εγρήγορση των Ιλλυριών έφερε σε αμηχανία τον Οκταβιανό, ο οποίος κήρυξε «επιστράτευση» με την επάνδρωση του στρατού ακόμη και με βετεράνους και απελευθερωμένους δούλους, βλέποντας πως η δύναμη η οποία ερχόταν προς τη Ρώμη ήταν ικανή να προκαλέσει πολλά δεινά. Η πρώτη σύγκρουση Ρωμαίων-Ιλλυρίων στο πεδίο της μάχης έλαβε μέρος κατά μήκος του ποταμού Δράβα, όταν ο έπαρχος της Μοισίας Άολος Κεκίνας Σέβερος κατάφερε να τους νικήσει, αλλά με μεγάλο κόστος όσον αφορά τις απώλειες. Εν το μεταξύ, ο Τιβέριος είχε γυρίσει από το μέτωπο με τους Μαρκομάννους, θέλοντας να βοηθήσει στην προσπάθεια αντιμετώπισης της ιλλυρικής απειλής.
Για το υπόλοιπο έτος ελάμβαναν μέρος σποραδικές συγκρούσεις μεταξύ των δύο πλευρών, καθώς οι Ιλλυριοί απέφευγαν την κατά μέτωπο αντιμετώπιση και είχαν αρκεστεί σε ένα είδος ανταρτοπόλεμου, ενώ στον πόλεμο εντάχθηκε το Οδρυσιακό βασίλειο της Θράκης, ως σύμμαχοι των Ρωμαίων. Το 7 μ.Χ., για την ενίσχυση του Τιβέριου και του Κεκίνα, ο Οκταβιανός έστειλε με στρατό στην Ιλλυρία τον ανιψιό του Τιβέριου, Γερμανικό. Οι τρεις άνδρες από κοινού ανέλαβαν το δύσκολο έργο της καθυπόταξης των Ιλλυρίων, σε ένα είδος πολέμου το οποίο δε λειτουργούσε προς όφελος της ρωμαϊκής πολεμική μηχανής. Μέχρι το τέλος του έτους έλαβαν μέρος κατά τόπους μικρές συγκρούσεις στις οποίες κυριάρχησαν οι λεγεώνες, παρόλο που σε μια ενέδρα παραλίγο να περικυκλωθεί ολόκληρη η ρωμαϊκή δύναμη της επαρχίας. Σε αυτή την προσπάθεια συνέβαλε αργότερα και ο στρατηγός Μάρκος Πλάτιος Σιλβάνος, καθώς καταλυτικό ρόλο διαδραμάτισε και το θρακικό ιππικό των Οδρυσίων. Η τακτική την οποία ακολούθησαν οι Ρωμαίοι στρατηγοί ήταν κυρίως αυτή της καμένης γης, προκαλώντας καταστροφές στις καλλιεργήσιμες εκτάσεις και τις κύριες πηγές ανεφοδιασμού των Ιλλυριών. Αυτός το τεχνητός λιμός, καθώς και οι κατά μέρος επικρατήσεις σε δυσπρόσιτα μέρη της διαιρεμένης ρωμαϊκής δύναμης, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στο ηθικό των Ιλλυριών και η θέληση για περαιτέρω συγκρούσεις με τους Ρωμαίους μειώνονταν μέρα με τη μέρα.
Ήδη απο το 8 μ.Χ., ορισμένες φυλές όπως οι Δαλμάτιοι και οι Παννονιάνιοι επεδίωκαν τη σύναψη ειρήνης με τους Ρωμαίους. Ήρθαν, όμως, σε σύγκρουση με τις υπόλοιπες φυλές οι οποίες ήθελαν να συνεχίσουν στον πόλεμο, χωρίς ωστόσο αυτός να διαρκέσει για πολύ ακόμη. Η πρώτη φυλή η οποία παραδόθηκε ήταν αυτή των Βρεοκιανών, η οποία δέχθηκε τον Πλάτιο Σιλβάνο χωρίς αντίσταση. Μετά ήρθε η σειρά των Παννονιανών, οι οποίοι και αυτοί παραδόθηκαν στη Ρώμη μαζί και με τον βασιλιά τους Πίννο. Οι συγκρούσεις κατά τον 9 μ.Χ. περιορίστηκαν στην περιοχή της Δαλματίας, όπου τη ρωμαϊκή δύναμη την ανέλαβε ο Μάρκος Αιμίλιος Λέπιδος. Ακολουθώντας την τακτική των Τιβέριου Γερμανικού Κεκίνα και Σιλβάνου, προέβη σε καταστροφή καλλιεργήσιμων εκτάσεων και την πολιορκία μέχρι εσχάτων των φυλών που είχαν απομονωθεί στις ορεινές περιοχές. Αυτές οι πρακτικές τελικά απέδωσαν πάλι καρπούς, καθώς οι δύο τελευταίες φυλές των Δαλματών, οι Πιρουσταίοι και οι Δεσιτιάτοι παραδόθηκαν μη αντέχοντας άλλο τον λιμό και τις κακουχίες.
Από αυτό τον πόλεμο, αν και βγήκε νικήτρια η Ρώμη, είχε να επουλώσει μια μεγάλη πληγή όσον αφορά τις απώλειες στον στρατό αλλά στο σιτάρι, λόγω της καταστροφής εκτάσεων γης. Οι ιλλυρικές φυλές μετά από αυτό υποχρεώθηκαν να διασπαστούν και να χωριστούν σε περαιτέρω μικρότερες φυλές, οδηγώντας σταδιακά στην οριστική αποδυνάμωσή τους.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Military History Fandom, Great Illyrian Revolt, Διαθέσιμο εδώ
- Life of Ceasar, The Great Illyrian Revolt, Διαθέσιμο εδώ
- The Cambridge Ancient History, Volume 10, The Augustan Empire, 43 BC-AD 69