Της Γεωργίας Σκαμπελτζή,
Εάν ρωτήσουμε μια ομάδα ανθρώπων πώς αξιοποιεί τον ελεύθερό της χρόνο, θα δοθούν ποικίλες απαντήσεις: ενασχόληση με τον αθλητισμό, τη μουσική, το θέατρο, τον εθελοντισμό κ.ά. Ένα ποσοστό θα απαντήσει ότι ασχολείται με την ανάγνωση βιβλίων. Η ανάγνωση βιβλίων πράγματι προσφέρει πολλαπλά οφέλη σε διάφορες πτυχές της ζωής μας. Για αρκετούς ανθρώπους, μάλιστα, αποτελεί την πρώτη επιλογή αναφορικά με τις μορφές ψυχαγωγίας, τουλάχιστον εάν πρόκειται για ασχολίες εντός του σπιτιού. Όμως, ποια είναι η πραγματικότητα;
Κατά την περίοδο των lockdown λόγω της πανδημίας Covid 19, παρατηρήθηκε αύξηση στην ανάγνωση βιβλίων. Οι πολίτες, εκμεταλλευόμενοι τον ελεύθερο χρόνο και κουρασμένοι ίσως από την προσήλωση σε κάποια οθόνη, στράφηκαν στα βιβλία, λογοτεχνικά, επιστημονικά, αλλά και πιο δημιουργικά, ώστε να ασχοληθούν με κάποιο νέο χόμπι. Προχώρησαν στην αγορά νέων, όταν ήταν δυνατό –λόγω της αναστολής λειτουργίας των βιβλιοπωλείων– είτε στράφηκαν σε αυτά που βρίσκονταν ήδη στην κατοχή τους, αλλά δεν είχαν χρόνο να τα διαβάσουν. Άλλωστε, η έλλειψη χρόνου είναι ο λόγος που αναφέρουν πολλοί άνθρωποι, όταν θέλουν να αιτιολογήσουν την αποχή τους από το διάβασμα.
Διαβάζουμε ή τελικά, υπερισχύουν άλλες δραστηριότητες; Ή μήπως καταλήγουμε στην τηλεόραση και τη χρήση του διαδικτύου; Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα δεν είχε διεξαχθεί κάποια έρευνα σχετικά με την ανάγνωση βιβλίων και συγκεκριμένα από το 2010 και μετά, καθώς μεσολάβησε και η λήξη της λειτουργίας του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου. Στο πλαίσιο αυτό, ο Οργανισμός Συλλογικής Διαχείρισης Έργων του Λόγου (ΟΣΔΕΛ) πραγματοποίησε έρευνα με τίτλο «ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ, ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ και ΑΝΑΓΝΩΣΤΡΙΕΣ: Το βιβλίο και το κοινό του στην Ελλάδα», την επιστημονική διεύθυνση της οποίας ανέλαβε ο Νίκος Παναγιωτόπουλος. Πρόκειται για μια μέτρηση ιδιαίτερα χρήσιμη για τον χώρο του βιβλίου και του πολιτισμού εν γένει.
Ας δούμε, όμως, συνοπτικά τα αποτελέσματα για τις συνήθειες του αναγνωστικού κοινού στη χώρα, τα οποία παρουσιάστηκαν την Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2022. Αρχικά, όπως επισημαίνεται, το κοινό στην Ελλάδα τριχοτομείται: 35% δεν διαβάζει, το 34% –«οι μη εντατικοί αναγνώστες»– διαβάζει περιστασιακά (1-4 βιβλία τον χρόνο), ενώ οι εντατικοί αναγνώστες που διαβάζουν 5 έως 10 βιβλία αποτελούν το 31%.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ποιοτικά στοιχεία της έρευνας, καθώς είναι αυτά που αναδεικνύουν τα χαρακτηριστικά της αναγνωστικής συμπεριφοράς (μορφή βιβλίου, ηλικία, φύλο, μορφωτικό επίπεδο, σύνδεση με κοινωνικές προεκτάσεις). Παράγοντες που επηρεάζουν είναι η καταγωγή, το πλαίσιο και τα ερεθίσματα που λαμβάνει κανείς από τη μικρή ηλικία, και η ύπαρξη ή όχι σπουδών και, κατ’ επέκταση, η απόκτηση τίτλων σπουδών.
Ψηλά στις προτιμήσεις του αναγνωστικού κοινού βρίσκονται σταθερά η ρομαντική και η αστυνομική λογοτεχνία, ενώ παρατηρείται και μια τάση προς το ιστορικό μυθιστόρημα. Μία λύση για την αγορά βιβλίου που προτιμάται από αρκετούς, είναι πάντα η κλασική λογοτεχνία.
Για να γίνει κάποιος βιβλιόφιλος, δεν αρκεί μόνο να έχει μια τάση προς την αναγνωστική διαδικασία. Μελέτες έχουν δείξει πως τα ερεθίσματα που λαμβάνει ένα παιδί, για παράδειγμα, από το οικογενειακό περιβάλλον, παίζουν καθοριστικό ρόλο στην εξοικείωσή του με το βιβλίο. Φυσικά, δεν υπάρχει πάντα αυτή η δυνατότητα, ενώ για κάποιους θεωρείται, μάλιστα, πολυτέλεια, για λόγους κοινωνικούς ή οικονομικούς. Το κενό αυτό θα μπορούσε να καλυφθεί από το εκπαιδευτικό σύστημα. Πιο συγκεκριμένα, να παρέχει, ίσες ευκαιρίες προκειμένου να αποκτήσουν όλοι μία θέση στον «κόσμο» του βιβλίου. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με τη λειτουργία δανειστικών βιβλιοθηκών, οι οποίες ακόμη κι αν υφίστανται στις σχολικές μονάδες, ενδέχεται να μην λειτουργούν, αν δεν υπάρχουν εκπαιδευτικοί με μεράκι, αλλά και την παροχή κινήτρων και ανάδειξη του οφέλους που μπορεί να αποκομίσει ο μικρός αναγνώστης.
Στο ίδιο πλαίσιο, καλό θα ήταν η διδασκαλία του μαθήματος της Λογοτεχνίας να γίνει πιο δημιουργική, να μην αποτελεί ένα ακόμη μάθημα στο οποίο προκρίνεται η αποστήθιση χάριν ενός καλού βαθμού –που σε αρκετές περιπτώσεις δεν είναι ενδεικτικός, ακριβώς λόγω του τρόπου με τον οποίο διδάσκεται– αλλά να προάγει τη σκέψη και να διευρύνει τους ορίζοντες των αναγνωστών, ώστε να τους ωφελήσει ουσιαστικά. Τέλος, οι δημοτικές ή δημόσιες βιβλιοθήκες, γνωρίζοντας τις ιδιαιτερότητες και τις προτιμήσεις του πληθυσμού στον οποίο απευθύνονται, θα μπορούσαν να προωθήσουν με κατάλληλες δράσεις τη φιλαναγνωσία και να προσφέρουν τα μέσα, αλλά και τον χώρο σε όλους ανεξαιρέτως.
Συνοψίζοντας, η ανάγνωση βιβλίων δεν έχει να κάνει μόνο με την απόκτηση γνώσεων, όπως θεωρεί μεγάλο μέρος του κοινού, με αποτέλεσμα να έχει εντυπωθεί στη συνείδησή του ως μια διαδικασία επίπονη και ενταγμένη στο στενό πλαίσιο της εκπαίδευσης. Δεν αρκεί να «χρησιμοποιούμε» ένα βιβλίο για ποστ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπως συμβαίνει συχνά. Είναι ένα μέσο που μας βοηθά στη γλωσσική καλλιέργεια, στη συγκέντρωση, ασφαλώς στην απόκτηση γνώσεων, αλλά κυρίως μας επιτρέπει να συζητάμε, να ανταλλάσσουμε απόψεις, να συμφωνούμε ή να διαφωνούμε.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Δημοσιεύθηκαν τα αποτελέσματα της έρευνας του ΟΣΔΕΛ για το βιβλίο και το κοινό του στην Ελλάδα, osdel.gr, διαθέσιμο εδώ
- Όταν έχω…διάβασμα, βαριέμαι!, kathimerini.gr, διαθέσιμο εδώ
- Παρουσίαση των αποτελεσμάτων της έρευνας του ΟΣΔΕΛ, youtube.com, διαθέσιμο εδώ