Του Χρήστου Παπαγεωργίου,
Η πρόσφατη ανακοίνωση αναφορικά με την αποστολή στρατιωτικού εξοπλισμού από το βουλγαρικό κράτος στην Ουκρανία φαίνεται να δικαιώνει από τη μία τους υποστηρικτές της «υιοθέτησης» μιας κοινής στρατηγικής, προσανατολισμένης στην αρωγή της πληγείσας χώρας και στην άμυνα απέναντι σε έναν και μοναδικό κοινό εχθρό, και να προκαλεί το ενδιαφέρον και συνάμα τον φόβο, από την άλλη, σχετικά με το κατά πόσο μια χώρα θα πρέπει να εμπλακεί στη δίνη ενός πολέμου που φαινομενικά μόνο αρνητικά αποτελέσματα θα μπορούσε να έχει.
Ενδεικτικά, θα αναφερθούμε στο γεγονός ότι τις περασμένες ημέρες, 175 βουλευτές που πρόσκεινται προς το κέντρο και τη δεξιά ψήφισαν υπέρ της εν λόγω απόφασης, ενώ 49 βουλευτές καταψήφισαν και ένας απείχε. Σοσιαλιστές και υπερεθνικιστές αναφέρθηκαν στους κινδύνους περαιτέρω εμπλοκής του κράτους που για εκείνους ενείχε η αποστολή στρατιωτικής βοήθειας, υποστηρίζοντας επίσης πως μια τέτοια απόφαση θα είχε αρνητικές μονάχα συνέπειες για την ίδια την αμυντική δύναμη της Βουλγαρίας. Από τους πολέμιους της συγκεκριμένης πρότασης δεν εξαιρέθηκε και ο Πρόεδρος της χώρας, Rumen Radev, ο οποίος φαίνεται να συμμερίζεται την άποψη περί κινδύνου της εμπλοκής στη σύγκρουση.
Αξίζει στο σημείο αυτό να υπογραμμιστεί πως η Βουλγαρία είχε εξαρχής συναινέσει στην επισκευή ουκρανικού εξοπλισμού στα εργοστάσιά της, όμως είχε αρνηθεί να αποστείλει οποιαδήποτε στρατιωτική βοήθεια, λόγω της ανοιχτής αντίθεσης του Προέδρου αλλά και φιλορωσικών κομμάτων του βουλγαρικού Κοινοβουλίου. Η Βουλγαρία, λοιπόν, μαζί με την Ουγγαρία, παρά την καταδίκη της ρωσικής εισβολής και την αποστολή φαρμακευτικής ενίσχυσης, αποτελούσαν τις μοναδικές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που δεν είχαν βοηθήσει στρατιωτικά την Ουκρανία. Τον Μάιο, μάλιστα, είχε ληφθεί η απόφαση πως η αρωγή δε θα ξεπερνούσε τα «σύνορα» της εξοπλιστικής επιδιόρθωσης.
Η νέα πρόταση που υιοθετήθηκε ζητά από το Υπουργικό Συμβούλιο να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με το ΝΑΤΟ που στοχεύουν στην αντικατάσταση ή στην επισκευή της ήδη υπάρχουσας βουλγαρικής άμυνας. Επρόκειτο για μια συνετή και σοβαρή απόφαση, η οποία έχει διπλό στόχο. Αφενός τον εκμοντερνισμό και την περαιτέρω ενίσχυση της βουλγαρικής στρατιωτικής δύναμης με ισχυρότερο εξοπλισμό, και αφετέρου την αποστολή παλαιότερου εξοπλισμού στην Ουκρανία.
Αναμφίβολα, δε θα μπορούσαμε να μη δανειστούμε ένα παράδειγμα από την εγχώρια αμυντική πραγματικότητα και να μην αναφερθούμε στη συζητημένη συμφωνία κυκλικής ανταλλαγής οπλικών συστημάτων, στην οποία κύριο ρόλο διαδραματίζει η Γερμανία. Επεξηγώντας, η Γερμανία επρόκειτο να παραδώσει στον ελληνικό στρατό 40 εκσυγχρονισμένα τεθωρακισμένα άρματα μάχης τύπου Marder, ορισμένα εκ των οποίων τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές έχουν ήδη καταφθάσει. Η Ελλάδα με τη σειρά της θα αποστείλει 40 παλιά σοβιετικά BMP άρματα στην Ουκρανία ως υποστήριξη στις μάχες.
Το προηγούμενο παράδειγμα χρησιμοποιήθηκε για να τονίσει την αξία πάνω από όλα του αμοιβαίου συμφέροντος. Αδιαμφισβήτητα, μια χώρα έχει οφέλη από τον εκσυγχρονισμό της στρατιωτικής της δύναμης, ιδιαίτερα στη σημερινή εποχή όπου οι κρίσεις ανακύπτουν δίχως προηγούμενο και δίχως να φαίνεται, δυστυχώς, κάποια συνετή λύση στο προσεχές μέλλον.
Μάλιστα, δε μπορεί κανένας να αμφιβάλλει πως οι στρατιωτικές συμφωνίες (και οι κάθε είδους συμφωνίες) συντελούν στη σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ χωρών. Αυτά τα δύο έχουν μια σχέση λογικής ακολουθίας, απορρέουν η μία από την άλλη, και πολύ σπάνια υπάρχουν η μία χωρίς την άλλη. Ένα κράτος πρέπει να υπολογίζει σωστά τα συμφέροντά του ανάλογα με την εποχή και να αποφασίζει πότε θα πρέπει να αποκόπτει τον ομφάλιο λώρο μιας οικονομικής, στρατιωτικής και γενικότερα διπλωματικής σχέσης. Είναι, λοιπόν, στην κρίση της Βουλγαρίας να απομακρυνθεί σταδιακά από τη Ρωσία, με ό,τι όμως αυτό θα συνεπάγεται για τους τομείς συνεργασίας των δυο χωρών.
Με μια μικρή αναδρομή στην 28η Ιουνίου του ιδίου έτους, παρατηρούμε τον πιο σοβαρό διπλωματικό κλυδωνισμό των ρωσο-βουλγαρικών σχέσεων, με την κήρυξη 70 αντιπροσώπων της Ρωσικής Ομοσπονδίας στη Βουλγαρία ως persona non grata (ανεπιθύμητα πρόσωπα) και την επακόλουθη απέλασή τους. Ο τότε Πρωθυπουργός Kiril Petkov είχε δηλώσει χαρακτηριστικά πως «όλοι όσοι εργάζονται ενάντια στα συμφέροντα της Βουλγαρίας θα ανακληθούν και θα επιστρέψουν πίσω στις χώρες τους», χωρίς να αφήσει κανένα περιθώριο παρερμηνείας.
Η Πρεσβευτής της Ρωσίας στη Βουλγαρία, Eleonora Mitrofanova, έσπευσε με τη σειρά της να καταδικάσει την ενέργεια αυτή, υποστηρίζοντας πως «η Μόσχα θα πάρει πολύ δραστικά μέτρα» και πως μια τέτοια πράξη «δε θα παραμείνει χωρίς συνέπειες». Η απέλαση των Ρώσων διπλωματών αντιμετώπισε έντονη κριτική και πολεμήθηκε από τους προσκείμενους στη Μόσχα, όπως την Kornelia Ninova, αρχηγό του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Βουλγαρίας, η οποία ζήτησε από το κοινοβούλιο να υιοθετήσει μια απόφαση που ουσιαστικά θα την ακύρωνε. Άλλα πολιτικά κόμματα παρόλα αυτά, όπως το GERB (αγγλικά: Citizens for European Development of Bulgaria) και η Ένωση Δημοκρατικών Δυνάμεων, υποστήριξαν τις κυβερνητικές ενέργειες.
Έχοντας φτάσει στο σημείο αυτό, θα πρέπει να αναρωτηθούμε κατά πόσον έχουν σημασία εντέλει οι ιστορικές και θρησκευτικές σχέσεις μεταξύ χωρών, όταν προστίθενται στην εξίσωση και τα συμφέροντα. Είναι πιο σωστό μια χώρα να ακολουθήσει την «πεπατημένη» και να βαδίσει στα χνάρια του ιστορικού παρελθόντος μαζί με έναν πρώην σύμμαχο, ή να σταθμίσει τις συνέπειες και να κινηθεί ανάλογα, ακόμη και εάν επρόκειτο για την αντίθετη κατεύθυνση; Άραγε, έχει σημασία λοιπόν η θρησκευτική πίστη, όταν μια Ορθόδοξη χώρα εισβάλλει σε μια άλλη Ορθόδοξη χώρα και αποφασίζει πως η χριστιανική ηθική πρέπει να παραμεριστεί προσωρινά –ή και μόνιμα;
Πλησιάζοντας στο τέλος, θα ήταν συνετό να υπογραμμιστεί πως η Ευρώπη είναι μια ήπειρος με σκοτεινό παρελθόν, όπως οι δυο παγκόσμιοι πόλεμοι που αιματοκύλησαν ολόκληρο τον πλανήτη και ξεκίνησαν ως ευρωπαϊκοί, στα εδάφη της γηραιάς ηπείρου. Θα πρέπει, όμως, στην περίπτωση αυτή να υπογραμμιστεί πως στα ίδια εδάφη συντελέστηκαν αλλαγές οι οποίες διαμόρφωσαν τον κόσμο όπως τον γνωρίζουμε σήμερα. Από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου συναντάμε μια Ευρώπη πρόθυμη να δημιουργήσει τους σωστούς θεσμούς και οργανισμούς, προκειμένου να διασφαλίσει την ειρήνη, τον περιορισμό των βλαβερών στοιχείων που απειλούν την ένωση αυτή των κρατών και την επιβεβαίωση πως οι μελανές σελίδες δε θα ξαναγραφτούν.
Δυστυχώς, μετά από 70 χρόνια ειρήνης, ο πόλεμος επιστρέφει και τα κράτη δοκιμάζονται. Αναδύονται για ακόμη μια φορά κυβερνήσεις οι οποίες θέτουν σε αμφισβήτηση το ευρωπαϊκό όραμα και σε πολλές περιπτώσεις συντάσσονται με τη γραμμή του αναθεωρητισμού και της «αλλαγής», χωρίς βέβαια να προσκομίζουν «στο τραπέζι» σχέδια βιώσιμα και με πιθανότητες εξέλιξης. Προφανώς οι εξελίξεις ανατρέπουν τα όσα ήδη γνωρίζουμε και συνεπώς θα πρέπει να βρεθούμε θεατές σε ένα έργο ίσως διαφορετικό από όσα έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε. Άλλωστε, πρέπει πάντοτε να σκέφτεσαι πόσα είσαι πρόθυμος να θυσιάσεις προκειμένου να κερδίσεις. Και σε αυτόν τον αγώνα ο δεύτερος δε θα πάρει ασημένιο μετάλλιο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Βουλγαρία: Απόφαση για αποστολή όπλων στην Ουκρανία, το Βήμα, διαθέσιμο εδώ
- In U-turn, Bulgarian parliament tells Sofia to send weapons to Ukraine, Politico, διαθέσιμο εδώ
- Bulgaria Breaks With Pro-Russia Past, Backs Ukraine Military Aid, Bloomberg, διαθέσιμο εδώ