Του Κωνσταντίνου Γκότση,
Απότοκο των διαστρεβλώσεων της απότομης ανόδου της ζήτησης για αγαθά και υπηρεσίες, η οποία προκλήθηκε από την άρση των περιοριστικών μέτρων και το άνοιγμα των αγορών, σε συνδυασμό με το μίγμα επεκτατικών μακροοικονομικών πολιτικών που ασκήθηκαν από Κυβερνήσεις και Κεντρικές Τράπεζες, ήταν η ραγδαία αύξηση του γενικού επιπέδου των τιμών. Τα πρώτα δείγματα του πληθωριστικού ξεσπάσματος στις τιμές φάνηκε από νωρίς στην πλειοψηφία τροφίμων και στην αγορά ενέργειας, όντας τα αγαθά με την πιο ευαίσθητη μεταβλητότητα σε αλλαγές των οικονομικών συνθηκών.
Το γεγονός, όμως, που αποτέλεσε το αποκορύφωμα για τις πληθωριστικές πιέσεις στο γενικό επίπεδο τιμών, κυρίως στα αγαθά ενέργειας, ήταν οι επεκτατικές ενέργειες της Ρωσίας απέναντι στην Ουκρανία, οι οποίες ενίσχυσαν την πόλωση μεταξύ Ρωσίας και Δύσης. Οι ελλείψεις που προκάλεσε η μείωση της προσφοράς φυσικού αερίου, αλλά και πετρελαίου, τόνωσε υπερβολικά τις τιμές στον κλάδο της ενέργειας, που, εν συνεχεία, συμπαρέσυραν και τις τιμές στους υπόλοιπους τομείς.
Σε κάθε κρίση, σαν αυτή που βιώνουμε, ανάμεσα στους πολλούς χαμένους πάντα υπάρχουν και μερικοί κερδισμένοι (άτομα, επιχειρήσεις, κλάδοι). Συγκεκριμένα, οι επιχειρήσεις του ενεργειακού κλάδου, που κατά κύριο λόγο δραστηριοποιούνται με την εξόρυξη και διύλιση καυσίμων και την παραγωγή ηλεκτρισμού, έχουν καταγράψει ασυνήθιστα υψηλή κερδοφορία. Καθώς μειώνεται ραγδαία με το πέρασμα των ημερών η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, οι παραγωγοί καυσίμων με του ιδιοκτήτες των εταιρειών πετρελαίου και φυσικού αερίου πλουτίζουν εκμεταλλευόμενοι την κατάσταση.
Ενδεικτικά, τα κέρδη της ExxonMobil, της μεγαλύτερης αμερικανικής πετρελαϊκής εταιρείας, τριπλασιάστηκαν το τελευταίο διάστημα, με αποτέλεσμα τα ετήσια κέρδη να ξεπεράσουν τα $43 δις. Η Shell και η BP, δύο από τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές πετρελαϊκές εταιρείες, παρουσιάζουν φέτος τη μεγαλύτερη κερδοφορία που έχουν σημειώσει στην ιστορία τους, με την πρώτη, μάλιστα, να έχει κέρδη περίπου $30 δις.
Με σκοπό, λοιπόν, οι Κυβερνήσεις της Δύσης να πραγματοποιήσουν δίκαια και αποτελεσματικά τις μεταβιβαστικές πληρωμές για την ανακατανομή του εισοδήματος στην κοινωνία, έχουν ανακοινώσει πρόσθετη φορολογία στα υπερκέρδη των εταιρειών αυτών. Για παράδειγμα, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει εισάγει εισφορά αλληλεγγύης τουλάχιστον 33% για υπερκέρδη εταιρειών του ενεργειακού κλάδου. Επίσης, προς την ίδια δημοσιονομική πολιτική κατεύθυνση κινούνται η Ιταλία, η Ισπανία, το Ηνωμένο Βασίλεια και αναμένεται να ακολουθήσουν και άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Αποτελεί σημαντική ευκαιρία για τις Κυβερνήσεις των δυτικών κρατών να αυξήσουν τα δημόσια έσοδα, ώστε να τα διοχετεύσουν στα πληγέντα νοικοκυριά και επιχειρήσεις μέσω επιδομάτων.
Αναφερόμενοι στα «υπερκέρδη» εννοούμε τις αποδόσεις των επενδύσεων που βρίσκονται σε υψηλότερα επίπεδα από τις προσαρμοσμένες στον κίνδυνο «κανονικές» αποδόσεις. Επιπλέον, συχνά οι αναλυτές τα υπερκέρδη τα ονομάζουν είτε “economic rents” είτε “windfall profits”. Ο πρώτος όρος περιγράφει τα κέρδη που υπερβαίνουν το χρηματικό ποσό που είναι οικονομικά ή κοινωνικά απαραίτητο και οφείλονται στην αναποτελεσματικότητα των αγορών, την ασυμμετρία πληροφόρησης μεταξύ των συμμετεχόντων της και τη μονοπωλιακή ισχύ των επιχειρήσεων ενός κλάδου. Με τον δεύτερο όρο προσδιορίζονται τα απροσδόκητα κέρδη, που δημιουργήθηκαν λόγω ενός μεμονωμένου και απρόβλεπτου γεγονότος, όπως η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Και οι δύο έννοιες μπορούν να περιγράψουν τη συγκεκριμένη εξεταζόμενη περίπτωση.
Οι περισσότερες επιχειρήσεις που ξεχωρίζουν για τη μονοπωλιακή τους δύναμη και παρουσιάζουν συχνότερα υπερκέρδη είναι πολυεθνικές εταιρείες. Επιπλέον, και μερικές εταιρείες με αποκλειστικά εγχώρια εμπορική δραστηριότητα μπορούν να εμφανίσουν ευμεγέθη απροσδόκητα κέρδη. Μάλιστα, μερικές μελέτες αναφέρουν ότι η συγκέντρωση της μονοπωλιακής ισχύος αρκετών επιχειρήσεων έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. Αυτό το φαινόμενο παρατηρείται πιο συχνά σε κλάδους, όπως αυτόν της ενέργειας λόγω της ολιγοπωλιακής του μορφής, ενώ πριν την πανδημία υπήρχαν αναφορές και για τον τομέα των τηλεπικοινωνιών.
Οι φόροι στα υπερκέρδη (Excess Profit Taxes) συγκεκριμένων κλάδων δεν αποτελεί πρόσφατη δημοσιονομική τακτική των Κυβερνήσεων σε περιόδους αύξησης του επιπέδου των τιμών, κατά την οποία ευνοείται μια μερίδα επενδυτών και παραγωγών. Ήδη από τη χρονική περίοδο μετά το πέρας του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου επιβλήθηκαν τέτοιου είδους φόροι στον Καναδά, στις Η.Π.Α. και σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. To “Trading on the world’s misery” ήταν το γεγονός που πυροδότησε τις συζητήσεις σχετικά με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα τέτοιων δημοσιονομικών μέτρων σε έκτακτες καταστάσεις.
Τα πλεονεκτήματα της εφαρμογής μόνιμων ή προσωρινών E.P.Ts, είτε αυτά αφορούν συγκεκριμένους κλάδους είτε ευρύτερα μια οικονομία, είναι προφανή. Η αύξηση των κρατικών εσόδων θα επιτρέψει την προσφορά επιπλέον επιδομάτων από τις Κυβερνήσεις, με σκοπό τη στήριξη των οικονομικών μονάδων που έχουν ζημιωθεί από το αυξημένο κόστος. Ωστόσο, παρουσιάζονται και αρκετά προβλήματα, τα οποία, όπως είναι λογικό, παραβλέπονται από τους κυβερνώντες λόγω του πολιτικού κόστους που ενέχει η απόρριψη τέτοιων μέτρων.
Βασικό πρόβλημα που δημιουργείται στις ίδιες τις επιχειρήσεις, το οποίο διαστρεβλώνει την εύρυθμη λειτουργία τους, είναι ότι ωθούνται να χρηματοδοτήσουν έργα και επενδύσεις τους μέσω χρέους και όχι από ιδία κεφάλαια. Ένα φορολογικό σύστημα για να λειτουργεί σωστά, πρέπει να είναι είναι αποτελεσματικό. Πέραν κάποιων βασικών αρχών φορολογικής ισότητας που παραβιάζονται με την εφαρμογή τέτοιων πολιτικών, καθοδηγεί τις επιχειρήσεις προς υψηλότερη μόχλευση. Ως γνωστόν, τα έξοδα από τόκους εκπίπτουν από το φορολογητέο εισόδημα και λειτουργούν ως φοροελάφρυνση για τις επιχειρήσεις. Συνεπώς, η συγκέντρωση κεφαλαίων μέσω δανείων και ομολόγων γίνεται πιο ελκυστική.
Το παραπάνω σενάριο δεν αποτελεί το χειρότερο που μπορεί να συμβεί. Η επιβολή φόρων σε απρόσμενα κέρδη, σε συνδυασμό με τη νομισματική «σύσφιξη» από τις Κεντρικές Τράπεζες που θέτει αυστηρά όρια και υψηλό κόστος πιστώσεων στο χρηματοοικονομικό περιβάλλον, θα μεταβάλει τη συμπεριφορά των εταιρειών. Ειδικότερα, οι ενεργειακές επιχειρήσεις θα μειώσουν τις (πράσινες) επενδύσεις τους, με σκοπό τον περιορισμό των φορολογικών επιβαρύνσεων στο μέλλον. Αυτό μπορεί να μεταφραστεί και ως μείωση του Α.Ε.Π. των οικονομιών, ενώ όλοι οι άλλοι παράγοντες παραμένουν σταθεροί. Επίσης, ακόμα ένα πρόβλημα που παρουσιάζεται είναι η συχνή χρήση μακροπρόθεσμων συμβολαίων για αγοροπωλησίες ενεργειακών προϊόντων, η οποία εμποδίζει τη σωστή αντιστοίχιση μεταξύ των τρεχουσών τιμών και των μελλοντικών κερδών.
Συνοψίζοντας, οι E.T.Ps στον ενεργειακό κλάδο βραχυπρόθεσμα αποτελούν ένα δημοφιλές μέτρο που θα τονώσει την «αξιοπιστία» και την «αποτελεσματικότητα» των κυβερνώντων πολιτικών. Ουσιαστικά, θα αυξηθούν (προσωρινά) τα δημόσια έσοδα, ώστε να χρηματοδοτηθούν προγράμματα στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν μία τεράστια άνοδο στα λειτουργικά τους κόστη. Ωστόσο, μακροπρόθεσμα υπάρχουν ανησυχίες ότι μπορεί γίνουν «οικονομικά επικίνδυνες» για την ισορροπία στον κλάδο και την ομαλή ανάπτυξη των οικονομιών. Τα μέτρα που πρέπει να παρθούν ναι μεν πρέπει να είναι στοχευμένα και δίκαια απέναντι στην κοινωνία, λόγω της δυσμενής κατάστασης που βιώνει ο κόσμος παγκοσμίως, αλλά θα πρέπει να είναι και ιδιαιτέρως προσεκτικά, ώστε να μην παραβιάζουν τις φορολογικές αρχές αποτελεσματικότητας ενός οικονομικού συστήματος, πάντα, βέβαια, με το κόστος της καθυστέρησης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Windfall taxes: good politics, tricky policy, ft.com, διαθέσιμο εδώ
- Excess Profit Taxes: Historical Perspective and Contemporary Relevance, imf.org, διαθέσιμο εδώ
- Economist: Ποιες είναι οι παρενέργειες από τους φόρους στα υπερκέρδη, businessdaily.gr, διαθέσιμο εδώ