Του Κώστα Νωτούδα,
Ως γνωστόν, η εικόνα έχει μπει για τα καλά στη ζωή μας μέσω των social media και η δύναμή της ανακλάται σε όλες τις πτυχές της καθημερινότητας. Έτσι και στην πολιτική, με την είσοδο της τηλεόρασης, η εικόνα άρχισε να επηρεάζει πάρα πολύ την κοινή γνώμη. Στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, η είσοδος της ιδιωτικής τηλεόρασης, το 1989, έδωσε έναν διαφορετικό χαρακτήρα στην πολιτική ζωή του τόπου, καθώς τα κόμματα άρχισαν να ενδιαφέρονται περισσότερο για την εικόνα των πολιτευτών τους παρά για την ουσία και το περιεχόμενο των θέσεων τους. Όλα αυτά τα χρόνια βγαίνουν καθημερινά δεκάδες πολιτικοί στους τηλεοπτικούς σταθμούς προκειμένου να πείσουν τους ψηφοφόρους πως είναι οι καταλληλότεροι για την διακυβέρνηση της χώρας.
Ανέκαθεν, οι πολιτικές διαβουλεύσεις στην τηλεόραση είναι μια συνηθισμένη επικοινωνιακή μέθοδος, οι ραδιοφωνικοί σταθμοί οργανώνουν συνεχώς πολιτικά πάνελ ιδίως όσο πλησιάζουν οι κάλπες και οι πολιτικές διαφημίσεις επικεντρώνονται στην εικόνα. Από τις εκλογές του 2000 και έπειτα, εισάγεται και η περίφημη αρνητική ή «γκρίζα» διαφήμιση, καθώς οι πολιτικές παρατάξεις και οι σύμβουλοι επικοινωνίας τους αποφασίζουν ότι εκτός από το να προβάλλουν τους υποψηφίους τους, πρέπει να αναδείξουν τα ψεύδη και τις ανεπάρκειες των αντιπάλων τους. Την τελευταία δεκαετία, στο παιχνίδι του πολιτικού μάρκετινγκ μπαίνει αρχικά το διαδίκτυο με την εξειδίκευση να αφορά στα social media. Όλοι οι υποψήφιοι έχουν πλέον ιστοσελίδες και προφίλ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στις οποίες ανεβάζουν φωτογραφίες, ανακοινώσεις και σχολιάζουν τα κοινωνικά δρώμενα.
Όσο όμως τα social media εξελίσσονται και το κοινό που συμμετέχει σε αυτά μεγαλώνει, μπαίνουν στο παιχνίδι οι εταιρείες πολιτικού μάρκετινγκ που χρησιμοποιούν νέα μέσα για τη διαφήμιση των υποψηφίων-πελατών τους και μετρώντας την επίδραση που έχουν. Οι Έλληνες πολιτικοί μπήκαν στο παιχνίδι, καθώς διαπίστωσαν ότι με τα σωστά εργαλεία μπορούν να «στοχεύσουν» σε συγκεκριμένο κοινό, να κατηγοριοποιήσουν τα μηνύματα που στέλνουν, αλλά και να μετρήσουν σε πραγματικό χρόνο τις θετικές ή αρνητικές αντιδράσεις που προκαλούν οι δηλώσεις τους και αυτό γιατί έχει μπει στην πολιτική το στοιχείο της διαδραστικότητας.
Για έναν μέσο ψηφοφόρο είναι εύκολο να σχολιάσει ένα πολιτικό πρόσωπο. Αυτό, δίνει το απαραίτητο «feedback» στους επικοινωνιολόγους του πολιτικού να ανασκευάσουν το μήνυμα τους. Πλέον, μία ατάκα και ένα hashtag μπορεί να επαρκούν για έναν πολιτικό φορέα. Σημαντικό είναι να υφίσταται η επικοινωνιακή στρατηγική, ώστε να διαμορφώνεται ένα ενιαίο μήνυμα, στο οποίο πρέπει να επικοινωνούν όλοι δίχως την παραμικρή μεταβολή, διότι η εκάστοτε παράταξη πρέπει να φαίνεται σίγουρη για αυτό που επικοινωνεί. Η προσπάθεια για την συνοχή στην επικοινωνία γίνεται ακόμα δυσκολότερη έχοντας μπει στην ψηφιακή πολιτική επικοινωνία. Τα προηγούμενα χρόνια, το γραφείο τύπου διαχειριζόταν δηλώσεις και την καθημερινή επαφή με τους δημοσιογράφους. Αυτό όμως δεν επαρκεί, καθώς φράσεις όπως ο «στρατηγικός σχεδιασμός» ή «στρατηγική επικοινωνία» έχουν μπει για τα καλά στο λεξιλόγιο των πολιτικών στελεχών. Η νέα κατάσταση που δημιουργήθηκε είναι περίπλοκη, καθώς οι επικοινωνιολόγοι πρέπει να «ελέγξουν» τα κομματικά στελέχη ως προς το περιεχόμενο των αναρτήσεων τους σε όλα τα social media. Κάτι τέτοιο ασφαλώς εμποδίζει το έργο του επικοινωνιολόγου, ο οποίος επικεντρώνεται σε κάποια βασικά μηνύματα τα οποία πρέπει να δημοσιοποιηθούν μέσω λέξεων, διότι σπάνια επιχειρείται η επικοινωνία μίας ολόκληρης φράσης, καθώς είναι αρκετά δύσκολο το κοινό να την απομνημονεύσει.
Τέλος, το πολιτικό σύστημα στο σύνολο του οφείλει να μην εστιάζει μόνο στη διαχείριση της εικόνας του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και να κραυγάζει άναρθρα στα μέσα μαζικής ενημέρωσης προσφέροντας τηλεθέαση, αλλά οι πολιτικοί να έχουν άμεση επαφή με τους πολίτες και να ακούσουν με ενδιαφέρον τα προβλήματα τους, τα οποία είναι πάρα πολλά.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Νέα Πολιτική Επικοινωνία, kathimerini.gr, διαθέσιμο εδώ
- Η πολιτική επικοινωνία στη νέα εποχή. «Στοχεύοντας» το κοινό στα social media, tanea.gr, διαθέσιμο εδώ