Της Παρασκευής Θεοδωρίδου,
Στο προηγούμενο άρθρο αναφερθήκαμε για την επιχείρηση αναγνώρισης που πραγματοποίησε ο ελληνικός στρατός κοντά στο Εσκί Σεχίρ, η οποία εξελίχθηκε σε σύγκρουση με τις τουρκικές δυνάμεις (πρώτη μάχη του Ινονού), με αποτέλεσμα την ήττα των πρώτων. Κεντρικό θέμα του παρόντος άρθρου είναι οι στρατιωτικές επιχειρήσεις που έλαβαν χώρα τον κρίσιμο Μάρτιο του 1921. Πριν προχωρήσουμε στην ανάλυση των συμβάντων, θα δοθεί μια συνοπτική περιγραφή των γεονότων που έλαβαν χώρα μακριά από τα πεδία των μαχών λίγες εβδομάδες πριν την έναρξη των εξεταζόμενων επιχειρήσεων.
Είναι σημαντικό να υπενθυμίσουμε τη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου (8 Φεβρουαρίου-5 Μαρτίου 1921), στην οποία συμμετείχαν οι δυνάμεις της Entente, η Ελλάδα και η Τουρκία. Σκοπός της συνδιάσκεψης ήταν πρώτον, να αναγνωριστεί de facto η νέα κυβέρνηση της Ελλάδας σε συνδυασμό με την επιστροφή του βασιλιά Κωνσταντίνου. Δεύτερον, διαμόρφωσαν το καθεστώς δύο σημαντικών πόλεων-κλειδιών της Μικράς Ασίας. Πιο συγκεκριμένα, η Σμύρνη θα ήταν υπό σουλτανική διακυβέρνηση με ταυτόχρονο περιορισμό της ελληνικής παρουσίας, ενώ η Κωνσταντινούπολη δεν θα ήταν πλέον υπό την εποπτεία των συμμαχικών δυνάμεων. Η Ελλάδα με πολλές επιφυλάξεις αποδέχθηκε τις προτάσεις στη Συνδιάσκεψη, όπως και η Τουρκία.
Στις 10 Μαρτίου, οι ελληνικές δυνάμεις από τρία διαφορετικά σημεία κίνησαν για το Αφιόν Καραχισάρ. Πρώτα έφτασε το Α’ Σώμα Στρατού από το Ουσάκ στις 15 Μαρτίου, ενώ η 11η Μεραρχία στον δρόμο της κατέλαβε το Αντά Παζάρ και τη Σαπάντζα. Το Γ’ Σώμα Στρατού κατευθύνθηκε προς το Εσκί Σεχίρ, όπως είχε κάνει και στην επιχείρηση αναγνώρισης του Δεκεμβρίου. Με ευκολία πήρε το Σιογκιούτ, αφού πρώτα αντιμετώπισε μια ολιγάριθμη μονάδα του τουρκικού στρατού. Ωστόσο, στη διαδρομή για το Εσκί Σεχίρ ανακαλύφθηκε ότι στις περιοχές που είχε καταλάβει ο ελληνικός στρατός στην πρώτη μάχη του Ινονού, είχαν εγκατασταθεί και οχυρωθεί τουρκικές μονάδες. Παρά το γεγονός αυτό, η 7η και 3η Μεραρχία του Σώματος φρόντισε να εξασφαλίσει τα υψώματα της Κοβαλίτσας μαζί με το Αβγκίν. Για ακόμη μία φορά, οι τουρκικές δυνάμεις άσκησαν μεγάλου εύρους πίεση στο Ινονού, εξαναγκάζοντας το Γ΄ Σώμα να υποχωρήσει στην αφετηρία του, ανατολικά της Προύσας στις 20 Μαρτίου.
Θα περίμενε κανείς, όπως θα ήταν εύλογη ως σκέψη, πως την υποχώρηση του Σώματος θα την ανέτρεπε ο τουρκικός στρατός. Όπως αποδείχθηκε, η προσοχή του ήταν στραμμένη προς το Α΄ Σώμα Στρατού. Έχοντας εγκαταστήσει στρατεύματα στο βόρειο και νότιο μέτωπο καθώς και ανατολικά της Κιουτάχειας, σχεδίαζαν να αποκόψουν την επιστροφή του Α’ Σώματος στη βάση του στο Ουσάκ. Οι ελληνικές δυνάμεις αυτή τη φορά ήταν καλύτερα προετοιμασμένες, όπως θα γίνει αντιληπτό στη συνέχεια. Πρώτη ένδειξη αποτελεί το γεγονός ότι το Α΄ Σώμα πριν θέσει σε κίνηση την επιστροφή του, εγκατέστησε το 34ο Σύνταγμα Πεζικού στην περιοχή του Τομλού-Μπουνάρ, όπου αργότερα θα εξελιχθεί η δεύτερη αναμέτρηση των δύο αντίπαλων στρατών μετά την αποτυχία του χειμώνα. Τμήματα του κεμαλικού στρατού είχαν εγκατασταθεί στις περιοχές από τις οποίες νωρίτερα είχε αποχωρήσει το Γ΄ Σώμα Στρατού και σταδιακά κατευθύνονταν στο Τομλού-Μπουνάρ. Παρόλο που είχαν στην κατοχή τους τη σιδηροδρομική γραμμή του Εσκί Σεχίρ για τη μεταφορά των στρατευμάτων τους, εξαιτίας του μικρού μεγέθους της γραμμής η μεταφορά γινόταν με αργούς ρυθμούς. Η συνθήκη αυτή αποτελεί σαφές πλεονέκτημα των ελληνικών στρατευμάτων, καθώς τους δίνεται περισσότερος χρόνος για επανεξοπλισμό/ ανεφοδιασμό.
Η μάχη ξεκίνησε στις 24 Μαρτίου, με μικρές επιθέσεις και με το 34ο Σύνταγμα ήδη να επιδεικνύει πολεμική γενναιότητα και ετοιμότητα. Η κατάσταση άρχισε να κλιμακώνεται, όταν ο Πρίγκιπας Ανδρέας, ο οποίος ήταν επικεφαλής της επιχείρησης, έστειλε αίτημα στον Νικόλαο Πλαστήρα και τον Συνταγματάρχη Διαλέτη να σπεύσουν για στήριξη των στρατευμάτων. Τα δύο νέα αυτά Αποσπάσματα, μαζί με το Α΄ Σώμα Στρατού και άλλες μονάδες που θα αναφερθούν εν συνεχεία, θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στο ρου της μάχης της 26ης–31ης Μαρτίου.
Κρισιμότερες κρίνονται οι συνθήκες στις 26 και 27 Μαρτίου, όταν ο τουρκικός στρατός ξεκινάει την επίθεση. Στην αρχή, το 34ο Σύνταγμα προέβαλε σθεναρή αντίσταση, αποκρούοντας μέρος του τουρκικού ζυγού. Τις πρώτες πρωινές ώρες, η 4η τουρκική Μεραρχία με απότομο τρόπο εξαπέλυσε διαδοχικές επιθέσεις εις βάρος του Αποσπάσματος του Διαλέτη. Στόχος τους ήταν να επιτεθούν στο κέντρο του ελληνικού στρατεύματος για την άμεση διάλυσή του, χωρίς όμως επιτυχία. Ο τουρκικός στρατός επιστρέφει στο μέτωπο όντας εξοπλιστικά ανεφοδιασμένος, έχοντας μαζί του αυτή τη φορά πυρομαχικά και μια Πυροβολαρχία. Τότε ο Διαλέτης, έχοντας μείνει με μόνο μία Διμοιρία, φοβούμενος την ήττα του στα μετόπισθεν και την ενδεχόμενη επανάληψη των γεγονότων του χειμώνα, ζήτησε βοήθεια από άλλους Λόχους και Συντάγματα για περαιτέρω ενίσχυση. Μαζί με τη βοήθεια ενός Πεδινού Πυροβολικού, κατάφερε να αντισταθεί στην ανανεωμένη ισχύ και ηθικό του αντίπαλου στρατού.
Τη ζυγαριά θα «γείρει» το Απόσπασμα του Πλαστήρα υπέρ του ελληνικού στρατού, το οποίο προηγουμένως βρισκόταν σε θέση εφεδρείας, μεταφέρθηκε στην πρώτη γραμμή και σε συνδυασμό με το Απόσπασμα του Διαλέτη, προχώρησε σε αντεπίθεση. Συγκεκριμένα, ύστερα από ορισμένες περιπολίες και εποπτείες του μετώπου, έγινε αντιληπτό ότι παρά την παρουσία τουρκικών Συνταγμάτων και μονάδων του Ιππικού, η οργάνωση και η εγκατάστασή τους ήταν τέτοια που δεν τους προσέφερε ιδιαίτερη ασφάλεια. Αυτό αμέσως θα αποτελούσε μεγάλο πλεονέκτημα και τη χρυσή ευκαιρία για μια πλήρως οργανωμένη αντεπίθεση. Έχοντας συγκεντρώσει τα παραπάνω δεδομένα, οι αξιωματικοί προχώρησαν σε ενδελεχή σχεδιασμό της επίθεσης. Συγκεκριμένα τμήματα του στρατού αιφνιδίασαν τα εχθρικά Συντάγματα και το Ιππικό. Καίριο ρόλο στην εξέλιξη της καλά οργανωμένης επίθεσης έπαιξαν το 3ο Τάγμα Ευζώνων μαζί με τις δύο Υπομονάδες του, τον 9ο και 10ο Λόχο, καθώς και το Πυροβολικό.
Στα μάτια των Τούρκων, η επίθεση του ελληνικού στρατού φάνταζε σαν τυφώνας που έπαιρνε μαζί του και το τελευταίο τμήμα της δύναμής του, σε μια αποτυχημένη προσπάθεια για απόκρουση. Το μόνο που κατόρθωσαν για σύντομο χρονικό διάστημα ήταν να υπερισχύσουν εναντίον του 11ου Λόχου Ευζώνων, ο οποίος γρήγορα ενισχύεται από τον 10ο Λόχο, ανατρέποντας την υπεροχή των Τούρκων. Ο Πλαστήρας μαζί με τον 1ο Λόχο Ευζώνων καταφθάνει στο πεδίο για να προσφέρει στήριξη. Χάρη, λοιπόν, στην ετοιμότητα, την πλήρη οργάνωση και τη διπλάσια ισχύ, οι Λόχοι έδωσαν μια σκληρή μετωπική μάχη από την οποία βγήκαν κερδισμένοι στις 31 Μαρτίου, με τον Κεμαλικό στρατό να υποχωρεί ατάκτως προς τη Κιουτάχεια.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Αλλαμάνη, Έφη, Βεργόπουλος Κωνσταντίνος, κ.ά. (1978), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους: Νεώτερος Ελληνισμός από το 1913 ως το 1941, τόμος ΙΕ’, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών
- Γονατάς, Στυλιανός, (1958), Απομνημονεύματα Στυλιανού Γονατά 1897-1957, Αθήνα: Εκδόσεις Αθήναι
- Η μάχη στο Τομλού-Μπουνάρ, η πρώτη μεγάλη νίκη του ελληνικού στρατού στο Μικρασιατικό μέτωπο ένα χρόνο πριν τη τραγωδία. Ο ρόλος του Μαύρου Καβαλάρη. Διαθέσιμο εδώ
- Στρατηγός Κωσταράκος, Μιχάλης, (2014), Ηρώων Μνήμες, Αθήνα: ΓΕΕΘΑ