Της Κωνσταντίνας Λάμπου,
Το πράγμα στο Δίκαιο αναφέρεται σε κάθε απρόσωπο αντικείμενο που μπορεί ένας άνθρωπος να εξουσιάσει. Αυτό χωρίζεται σε δύο κατηγορίες: ενσώματο και φυσικές δυνάμεις ή ενέργειες. Με τον όρο εμπράγματα δικαιώματα εννοούμε αυτά που σύμφωνα με το ΑΚ 973 παρέχουν «εξουσία άμεση και εναντίον όλων πάνω στο πράγμα». Τα στοιχεία, άρα, του δικαιώματος αυτού είναι: εξουσία πάνω σε πράγμα, εξουσία έννομη, εξουσία άμεση και εξουσία απόλυτη.
Όταν μιλάμε για εμπράγματα δικαιώματα πάνω σε ενσώματο αντικείμενο, εννοούμε την κυριότητα (ΑΚ 999-1000), τις πραγματικές δουλείες (ΑΚ 1118), τις περιορισμένες προσωπικές δουλείες (ΑΚ 1188), την επικαρπία πράγματος (ΑΚ 1142) και την οίκηση (ΑΚ 1183). Πέρα, όμως, από αυτά, ο ΑΚ γνωρίζει και εμπράγματα δικαιώματα πάνω σε ξένο δικαίωμα, ενοχικό ή εμπράγματο. Μέσα σε αυτά, είναι η «επικαρπία δικαιώματος» (ΑΚ 1178-1182), το «ενέχυρο σε δικαίωμα» (ΑΚ 1247-1256) και η «υποθήκη σε επικαρπία ακινήτου» (ΑΚ 1259).
Και στο ξένο δικαίωμα τα εμπράγματα δικαιώματα παρέχουν άμεση εξουσία άσκησης ή διάθεσης του βεβαρημένου αυτού δικαιώματος. Μάλιστα, είναι αδιάφορο αν το δικαίωμα αυτό παρέχει άμεση εξουσία σε ενσώματο αντικείμενο ή όχι. Η εξουσία αυτή, συγκεκριμένα, γίνεται με την προϋπόθεση ότι η διάθεσή του βρίσκεται μόνο στη βούληση του «εμπράγματου» δικαιούχου. Αποτέλεσμα της αμεσότητας αυτής είναι η απολυτότητα, που αφορά την ενέργεια του «εμπραγμάτου» δικαιώματος απέναντι σε κάθε τρίτον που παρεμποδίζει ή δεν επιδεικνύει σεβασμό στη συγκεκριμένη εξουσία.
Όπως είναι αυτονόητο, το εμπράγματο δικαίωμα πάνω στο πράγμα, αποτελεί έννομη εξουσία, καθώς αναγνωρίζεται από το νόμο, ότι το πράγμα ανήκει ως προς όλες ή ορισμένες χρησιμότητές του σε ορισμένο πρόσωπο. Ο νόμος είναι αυτός που καθορίζει τις προϋποθέσεις για την ύπαρξη εμπράγματου δικαιώματος. Η απλή φυσική εξουσίαση του πράγματος, η υλική ή σωματική κατοχή του πράγματος που δεν βασίζεται πάντα σε δικαίωμα, έρχεται σε αντίθεση με αυτή την έννομη εξουσία. Αυτή η διαφοροποίηση, βέβαια, είναι αυτή που διασαφηνίζει τη διάκριση ανάμεσα στα εμπράγματα δικαιώματα και στη νομή. Για την ακρίβεια, αυτός που κλέβει κινητό, έχει νομή και όχι κυριότητα που αποτελεί εμπράγματο δικαίωμα, γιατί τη φυσική εξουσία που ασκεί πάνω στο πράγμα δεν την απέκτησε με τον νόμο.
Δεν σταματάνε, όμως, εδώ οι εξουσίες του εμπράγματου δικαιώματος. Συνεχίζοντας, λοιπόν, σύμφωνα με το άρθρο ΑΚ 973, παρέχουν άμεση εξουσία πάνω στο πράγμα. Άρα, δεν υπάρχει άλλη βούληση ανάμεσα στον δικαιούχο και το πράγμα. Σε αντίθεση με την περίπτωση του ενοχικού δικαιώματος που αναφέρεται σε πράγμα, η εξουσία του δικαιούχου του παραπάνω δικαιώματος εκπηγάζει αμέσως από την έννομη σχέση του με το πράγμα. Η άμεση αυτή εξουσία έχει ειδικό περιεχόμενο που διαφοροποιείται με βάση το είδος των εμπράγματων δικαιωμάτων. Πάντα, όμως, ασκείται είτε με φυσικές ενέργειες πάνω στο πράγμα (π.χ. ο κύριος ή ο επικαρπωτής αγρού μαζεύει τους καρπούς) είτε με νομικές πράξεις (π.χ. ο κύριος εκποιεί ή επιβαρύνει το δικαίωμά του με υποθήκη). Μέσα σε όλα αυτά, καθοριστικό ρόλο παίζει η μέσα στα όρια του νόμου αποκλειστική βούληση του δικαιούχου.
Τελευταίο στοιχείο του εμπράγματου δικαιώματος είναι η απόλυτη εξουσία που αναφέρεται στην ενέργεια που έχει το δικαίωμα αυτό απέναντι σε κάθε τρίτο που παρεμποδίζει ή δε μπορεί να ανεχτεί την εξουσία πάνω στο πράγμα. Η άμεση εξουσία που υπάρχει πάνω στο πράγμα, δε δύναται να ολοκληρωθεί χωρίς ο τρίτος να αξιώσει από τρίτους την προσήκουσα στο δικαίωμά του συμπεριφορά. Πιο συγκεκριμένα, με την έννοια απολυτότητα εννοείται το δικαίωμα του δικαιούχου να μπορεί να αποκλείσει οποιαδήποτε επέμβαση τρίτου πάνω στο πράγμα. Για να γίνει πιο κατανοητό, θέτουμε σε σύγκριση την εξουσία που έχει ο κύριος με την εξουσία εκείνου που έχει απλώς ενοχικό δικαίωμα σχετικά με το πράγμα.
Παρατηρώντας, από την άλλη, την αξίωση του τελευταίου, θα συνειδητοποιήσουμε πως στρέφεται μόνο κατά του πωλητή. Αν, τώρα, κάποιος τρίτος προκαλέσει ζημιά στο πράγμα πριν πραγματοποιηθεί η μεταβίβαση της κυριότητάς του στον αγοραστή, ο τελευταίος δεν έχει κατ’ αρχήν αξίωση εναντίον του τρίτου. Αντιθέτως, εάν κάποιος παρακρατεί το πράγμα, ο κύριος έχει εναντίον του διεκδικητική αγωγή (ΑΚ 1094), αρνητική αγωγή (ΑΚ 1108), εάν κάποιος προσβάλλει με άλλον τρόπο την κυριότητα και αξίωση αποζημίωσης (ΑΚ 914), εναντίον οποιουδήποτε καταστρέφει ή βλάπτει το πράγμα. Ακολουθώντας το πρότυπο κυριότητας, βλέπουμε πως ρυθμίζεται από τον νόμο και η προστασία των άλλων εμπράγματων δικαιωμάτων και για τα οποία, μάλιστα, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων παραπέμπει άμεσα στις διατάξεις για την προστασία της κυριότητας.
Καταληκτικά, τα εμπράγματα δικαιώματα, αν και είναι η σπουδαιότερη κατηγορία απόλυτων δικαιωμάτων, εντούτοις δεν είναι η μοναδική. Υπό την έννοια αυτή, υπάρχουν και άλλα απόλυτα δικαιώματα με αντικείμενο όχι το πράγμα, όπως είναι το δικαίωμα της προσωπικότητας (ΑΚ 57) ή το δικαίωμα πάνω στα προϊόντα της διάνοιας (ΑΚ 60). Όλα αυτά συνηγορούν στο ότι τα εμπράγματα δικαιώματα είναι απόλυτα δικαιώματα, τα τελευταία, όμως, δεν είναι πάντα και εμπράγματα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Γεωργιάδης Σ. Απόστολος, Εγχειρίδιο Εμπράγματου Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2012
- Βασικές έννοιες εμπράγματου δικαίου, διαθέσιμο εδώ