Της Βικτώριας Βενιού,
Το εκλογικό σώμα αποτελεί συλλογικό όργανο του κράτους, το οποίο έχει ως αρμοδιότητες την εκλογή τη Βουλής, των αντιπροσώπων της Ελλάδας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, των αρχών της τοπικής αυτοδιοίκησης και τη συμμετοχή με την ψήφο του σε τυχόν διενεργηθέντα δημοψηφίσματα. Καθίσταται, λοιπόν, αναμφίβολα ξεκάθαρο πως το εκλογικό σώμα είναι επιφορτισμένο με σημαντικές αρμοδιότητες και για τον λόγο αυτό κρίνεται αναγκαία η πληροφόρησή μας σχετικά με τη νομική του φύση του δικαιώματος του εκλέγειν, με το οποίο είναι επιφορτισμένο –ως δικαιώματος ή υποχρέωσης–, καθώς και τη σύνθεση του εκλογικού σώματος.
Στη θεωρία επικρατεί διχογνωμία ως προς το εάν η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαιούχου του ή εάν πρόκειται, παρά την ονομασία του ως «δικαιώματος» για υποχρέωση, αρμοδιότητα του κατόχου του εν λόγω δικαιώματος. Το ελληνικό Σύνταγμα, όπως μαρτυρείται, άλλωστε, και από το άρθρο 51 παρ.5, αναφέρει: «5. Η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος είναι υποχρεωτική.» Προσδίδει, δηλαδή, κατά αυτόν τον τρόπο, στο εκλογικό δικαίωμα την έννοια της δημόσιας λειτουργίας. Προφανώς, ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της άσκησης του εκλογικού δικαιώματος δεν σχετίζεται με το περιεχόμενο της ψήφου του εκλογέα, ο οποίος είναι ελεύθερος να το διαμορφώσει είτε υποστηρίζοντας ένα συγκεκριμένο κόμμα ή έναν υποψήφιο, είτε κάνοντας χρήση του λεγόμενου λευκού ψηφοδελτίου και εκφράζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την έλλειψη προτίμησής του ως προς τις προτεινόμενες επιλογές.
Στο Σύνταγμα και, συγκεκριμένα, στο άρθρο 51 παρ3 αναφέρονται περιεκτικά οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται προκειμένου ένας πολίτης να συμμετάσχει στην ανάδειξη της Βουλής: «O νόμος δεν μπορεί να περιορίσει το εκλογικό δικαίωμα παρά μόνο αν δεν έχει συμπληρωθεί κατώτατο όριο ηλικίας ή για ανικανότητα δικαιοπραξίας ή ως συνέπεια αμετάκλητης ποινικής καταδίκης για ορισμένα εγκλήματα.» Έτσι, κατανοεί κανείς πως τα προσόντα του εκλογέα απαρτίζονται από θετικά και αρνητικά.
Ειδικότερα, τα θετικά προσόντα συνίστανται στη συνδρομή στο πρόσωπο του εκλογέα της ιδιότητας του Έλληνα πολίτη και στη συμπλήρωση της εκλογικής ηλικίας. Στα αρνητικά προσόντα συγκαταλέγονται η έλλειψη της ανικανότητας για δικαιοπραξία, καθώς και η έλλειψη προηγούμενης καταδίκης του σε συγκεκριμένα εγκλήματα. Η έννοια του Έλληνα πολίτη συνυφαίνεται άρρηκτα με την ελληνική ιθαγένεια, η οποία είναι αδιάφορο εάν αποκτήθηκε πρωτογενώς ή μεταγενέστερα με πολιτογράφηση. Επομένως, καθίσταται πρόδηλο πως η για οποιονδήποτε λόγο στέρηση της ελληνικής ιθαγένειας έχει ως επακόλουθο την αποστέρηση της ιδιότητας του Έλληνα πολίτη και του εκλογικού του δικαιώματος. Ως προς την εκλογική ηλικία, πρέπει να διευκρινιστεί ότι ο νομοθέτης θέτει ως κατώτατο όριο της πολιτικής ενηλικιότητας το 17ο έτος. Ο καθορισμός του εν λόγω κατώτατου ηλικιακού ορίου είχε ως συνέπεια τη διεύρυνση του εκλογικού σώματος και εφεξής δεν είναι δυνατόν να αυξήσει το ηλικιακό όριο, καθώς κάτι τέτοιο θα συνεπάγετο τη συρρίκνωση της καθολικότητας της ψήφου. Επιπρόσθετα, πέραν της ελληνικής ιθαγένειας και της εκλογικής ηλικίας, δεν μπορεί να απαιτηθεί κάποια άλλη πρόσθετη προϋπόθεση. Χωρίς να παραλείπεται, βέβαια, η «τυπική» προϋπόθεση της εγγραφής του πολίτη σε εκλογικό κατάλογο.
Ως προς τα αρνητικά προσόντα του εκλογέα πρέπει να ειπωθούν τα εξής: η προϋπόθεση της έλλειψης δικαιοπρακτικής ικανότητας σημαίνει ότι το δικαίωμα του εκλέγειν το στερούνται μόνον όσοι διατελούν σε πλήρη δικαστική συμπαράσταση, σύμφωνα με τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα. Σχετικά με το αρνητικό προσόν της αποστέρησης του δικαιώματος του εκλέγειν, λόγω ποινικής καταδίκης σε ορισμένα κακουργήματα, οφείλει κανείς να εξετάσει το παρόν νομοθετικό πλαίσιο. Σύμφωνα με τον νέο Ποινικό Κώδικα δεν συγκαταλέγεται καμία ποινή που να αποστερεί τα πολιτικά δικαιώματα του καταδικασθέντος. Για τον λόγο αυτό, όποιος πολίτης καταδικασθεί για οποιοδήποτε αδίκημα και σε οποιαδήποτε ποινή, αυτό δεν θα συνεπάγεται τη στέρηση του δικαιώματος του εκλέγειν του, αλλά ούτε και του εκλέγεσθαι. Η εν λόγω πρόβλεψη, ωστόσο, του ποινικού κώδικα ή, ακριβέστερα, η έλλειψη πρόβλεψης είναι φανερό πως θα ήταν προτιμότερο να τροποποιηθεί, δεδομένου ότι θα μπορούσε κάποιος που έχει καταδικασθεί για κακούργημα να εκλεχθεί βουλευτής, ακόμα και αν είχε διαπράξει κακούργημα κατά του πολιτεύματος.
Σε σχέση με τη σύνθεση του εκλογικού σώματος για την περίπτωση του δημοψηφίσματος ισχύουν τα ίδια με όσα εκτέθηκαν παραπάνω σχετικά με τη σύνθεση του σώματος για την ανάδειξη της Βουλής. Αντίθετα, το εκλογικό σώμα, όσον αφορά τις αρμοδιότητες του για την εκλογή των αντιπροσώπων της Ελλάδας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και για την ανάδειξη των αρχών των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, παρουσιάζεται διευρυμένο. Αυτό σημαίνει ότι το δικαίωμα του εκλέγειν αλλά και του εκλέγεσθαι κατέχουν και πολίτες των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Άρα, κρίνεται μείζον να σημειώσουμε ότι αιρετό όργανο ΟΤΑ ή αντιπρόσωπος της χώρας μας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να εκλεχθεί και πολίτης της Ένωσης που δεν διαθέτει ελληνική ιθαγένεια.
Συνεπώς, το εκλογικό σώμα, όπως έχει διαμορφωθεί, αποτελεί, κατά κάποιον τρόπο, τον πυρήνα της δημοκρατικής διακυβέρνησης και για αυτόν τον λόγο κρίνεται αναγκαία η διευκρίνιση τόσο της σύνθεσής του όσο και της φύσης του ως μείζονος σημασίας συλλογικού οργάνου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Σπυρόπουλος Κ. Φίλιππος, Συνταγματικό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα ΑΕ, Αθήνα, 2020