Του Γιώργου Σαλπιγγίδη,
Οι διωγμοί, οι εκτοπισμοί και τα τάγματα εργασίας, που έλαβαν χώρα στη Μικρά Ασία κατά το διάστημα του Α´ Παγκοσμίου Πολέμου και εξής, οδήγησαν μεγάλο μέρος του πληθυσμού στην αντίσταση κατά αυτών των βάρβαρων τακτικών. Έτσι, δημιουργήθηκαν από νωρίς αρκετές αντιστασιακές οργανώσεις και αντάρτικες ομάδας, που ξεχύθηκαν στα τραχιά και ψηλά βουνά του Πόντου, για να πολεμήσουν από το δικό τους μέρος τον νεοτουρκικό δεσποτισμό και μεγαλοϊδεατισμό που είχε αρχίσει να κυριαρχεί. Αξίζει σε αυτό το σημείο να μνημονεύσουμε ορισμένους αντάρτες που οργάνωσαν την αντίσταση των Ποντίων και συνέβαλαν στο να μην σβήσει η φλόγα της ελευθερίας και της ανάγκης για ίση μεταχείριση.
Από τους πρώτους που βγήκαν στον αγώνα ήταν ο Βασίλειος Ανθόπουλος ήδη από τον Ιούλιο του 1916, στην περιοχή της Σεβάστειας. Ήταν υποστηρικτής μιας γενικής επανάστασης στον Πόντο που θα οδηγούσε, με τη συμβολή της Ρωσίας, σε ένα ανεξάρτητο κράτος. Σε ημερολόγια που κρατούσε μαθαίνουμε πως ο πληθυσμός της Σεβάστειας και της Αμισού ήταν έτοιμος να πραγματοποιήσει την επανάσταση και περίμενε την κατάλληλη ώρα. Ένας ακόμα σημαντικός επαναστάτης ήταν ο Αντών Πασάς, μια μορφή γενικά αποδεκτή και αναγνωρισμένη στους κύκλους των αντιστασιακών, κάτι που τον έκανε πρώτο και κυρίαρχο εχθρό των Οθωμανών, αφού τον είχαν επικηρύξει για 5.000 λίρες. Δυστυχώς, όμως, δολοφονήθηκε από έναν συμπατριώτη του, το 1917, αλλά η γυναίκα του, Πελαγία, δεν άφησε τους αγώνες του να χαθούν, καθώς ανέλαβε εκείνη τον συντονισμό των επαναστατικών ομάδων που είχε, κάτι που κράτησε μέχρι τον Αύγουστο του 1923.
Οι αντάρτες του Πόντου είχαν καταφέρει να συγκεντρώσουν μεγάλη δύναμη, η οποία έφτασε μέχρι και τους 18.000 ένοπλους, αλλά όλοι αυτοί δεν είχαν καταφέρει να συνεργαστούν και να ενταχθούν κάτω από μια ενιαία οργάνωση, με αποτέλεσμα να επικρατεί πολυδιάσπαση. Ωστόσο, ακόμα και έτσι κατάφεραν σοβαρά πλήγματα στους Οθωμανούς, οι οποίοι τους υπολόγιζαν σε 25.000 και μπόρεσαν να γίνουν «ο φόβος και ο τρόμος» της περιοχής. Οι ομάδες που δρούσαν στα απάτητα βουνά υπολογίζονται σε 300, με την κάθε μια να έχει τον δικό της επικεφαλής. Σε όλη αυτή την προσπάθεια υπήρχε και η συμπαράσταση της Ρωσίας, η οποία βρισκόταν σε ανοιχτή σύγκρουση με τους Οθωμανούς και παρείχε ένα μέρος του εξοπλισμού των Ποντίων επαναστατών.
Η ανάμιξη των Ρώσων στα τεκταινόμενα της παρευξείνιας περιοχής θα γίνει ακόμα εντονότερη, όταν τα στρατεύματά τους θα συγκρουστούν με τα αντίστοιχα οθωμανικά και, τελικά, θα καταφέρουν να κατακτήσουν την Τραπεζούντα το 1916. Οι Ρώσοι θα μείνουν στην περιοχή για περίπου 2 χρόνια και μέσα σε αυτό το διάστημα θα δημιουργηθεί η Προσωρινή Κυβέρνηση Τραπεζούντας, η οποία έχαιρε της αναγνώρισης των μελών της Αντάντ.
Η εξουσία το πρώτο διάστημα βρισκόταν στα χέρια μιας τριμελούς επιτροπής και του Μητροπολίτη Χρύσανθου, για τον οποίο αξίζει να δούμε σύντομα κάποια πράγματα. Ο κατά κόσμον Χαρίλαος Φιλιππίδης γεννήθηκε τον Μάρτιο του 1881 στην Κομοτηνή, όπου ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του και αργότερα μετέβη στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης και αρχίζει, έτσι, σταδιακά η ενασχόλησή του με τα εκκλησιαστικά ζητήματα. Το 1904 φτάνει στην Τραπεζούντα ως Γενικός Επίτροπος του τότε μητροπολίτη και τα επόμενα χρόνια θα τα περάσει, κατά βάση, στη βορειοανατολική Μικρά Ασία. Τελικά, θα ανέλθει στον μητροπολιτικό θρόνο τον Μάιο του 1913 και μέσα από αυτήν τη θέση θα καταφέρει να προστατέψει, ως ένα σημείο, το ελληνικό στοιχείο της πόλης, διατηρώντας καλές σχέσεις με Οθωμανούς διοικητές, με πιο χαρακτηριστική στιγμή να αποτελεί τη ματαίωση της μεταφοράς Χριστιανών πολιτών στα βάθη της Μεσοποταμίας. Η ευρεία αποδοχή που λάμβανε από όλους του κατοίκους –χριστιανούς και μη– και από όλους όσοι διοικούσαν την περιοχή, του επέφερε έναν ηγετικό χαρακτήρα.
Ο μητροπολίτης Χρύσανθος, απαλλαγμένος από φανατικά αισθήματα, μερίμνησε για την προστασία όλων των κατοίκων της πόλης, προστατεύοντας τους μουσουλμάνους κατοίκους από τις άγριες διαθέσεις των Ρώσων, κάτι που γίνεται εμφανές μέσα από την αναφορά του γενικού πρόξενου της Αυστροουγγαρίας, στην οποία διαβάζουμε: «Όταν τον χειμώνα του 1916 ήρχισεν η ρωσική κατοχή να γίνεται απειλητική προέτρεψεν το ποίμνιόν του να υποστηρίξει τον τουρκικόν που έμεινεν πίσω, εμποδίσας μάλιστα μετά την κατάληψιν της πόλεως επανειλημένας παρεκτροπάς των αρμενικών τμημάτων του στρατού κατά των Τούρκων κατοίκων. Ο Έλλην μητροπολίτης έθεσε μάλιστα υπό την προστασίαν του τους Τούρκους πρόσφυγας, ίδρυσε σχολείον με άνω των 200 Τούρκων μαθητών κ.λπ.».
Οι ήρεμοι καιροί, όμως, δεν θα κρατήσουν για πολύ, καθώς η αστική επανάσταση που ξεκίνησε στη Ρωσία τον Φεβρουάριο του 1917 θα αλλάξει το σκηνικό. Οι μπολσεβίκοι κατακτούν όλο και περισσότερα αξιώματα και εξαπλώνονται στη διοίκηση του κράτους, με κύρια επιθυμία τους να είναι το τέλος του πολέμου. Έτσι, τα ρωσικά στρατεύματα, που βρίσκονταν διασκορπισμένα σε Ευρώπη και Ασία, έχαναν σταδιακά τη δύναμή τους και τη δυνατότητα ανεφοδιασμού. Τα πράγματα φαίνεται πως χειροτέρεψαν με την εμφάνιση και εδραίωση της Οκτωβριανής Επανάστασης, αφού στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα οι ρωσικές δυνάμεις εγκατέλειψαν τα εδάφη του Πόντου, μέσα στον Δεκέμβριο του 1917.
Η φυγή των Ρώσων στρατιωτών θορύβησε τους κατοίκους της Τραπεζούντας και των περιχώρων της, για αυτό αποφάσισαν να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους και τις οικογένειές τους παίρνοντας τα όπλα και οργανώνοντας την άμυνα του τόπου. Για τον σκοπό αυτόν σχηματίστηκε η Ελληνική Εθνική Ένωση Τραπεζούντας. Οι αμυνόμενοι ήρθαν αντιμέτωποι με τα άγρια στίφη των τσετών που λεηλατούσαν και επιτίθεντο σε χωριά και πόλεις, εξαναγκάζοντας τον πληθυσμό να τα εγκαταλείψει. Όσες περιοχές έπεφταν στα χέρια των Οθωμανών γνώριζαν σκληρά αντίποινα. Βλέποντας τα έκτροπα αυτά, ο Μητροπολίτης Χρύσανθος βρέθηκε με τον Οθωμανό διοικητή Βεχήπ Πασά και συμφώνησαν την αναίμακτη παράδοση της πόλης, με τους Έλληνες να παραδίδουν τα όπλα και να διαλύουν τις αμυντικές οργανώσεις τους, ενώ όσοι δεν συμφωνούσαν με αυτά μπορούσαν να φύγουν για τη Ρωσία και σε άλλες γειτονικές περιοχές, όπως τη Γεωργία, την Κριμαία και την Αρμενία.
Ο αριθμός των προσφύγων αυτών ανέρχεται σε 80.000-100.000, με πολλούς από αυτούς να πεθαίνουν, τελικά, από τις κακουχίες, τις στερήσεις και τις ταλαιπωρίες. Την ίδια τύχη, όμως, αν όχι και χειρότερη, είχαν και όσοι έμειναν πίσω, αφού οι εύποροι έχασαν όλη τους την περιουσία και στάλθηκαν στο εσωτερικό της Ανατολής, ενώ ο υπόλοιπος πληθυσμός στάλθηκε στα τάγματα εργασίας, με τραγικά αποτελέσματα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Αγτζίδης, Β. (2005), Έλληνες του Πόντου. Η γενοκτονία από τον τουρκικό εθνικισμό, Εκδόσεις Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ανατολικής Αττικής
- Γιαννακόπουλος, Γ. Α. (2003), Ο Πόντος των Ελλήνων, Εκδόσεις Έφεσος