Της Μαρίας Ιορδανίδου,
Όπως ανέφερα σε προηγούμενο άρθρο με θέμα τη διάλυση του σώματος των Γενίτσαρων (διαθέσιμο εδώ), η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήδη από τα τέλη του 17ου αιώνα είχε αρχίσει να παρουσιάζει στο εσωτερικό της κάποιες δυσλειτουργίες που απειλούσαν τη διατήρησή της ως σημαντική υπερδύναμη. Τα χρόνια της δόξας άρχιζαν να εκλείπουν και στις αρχές του 18ου αιώνα η επικράτεια εισήλθε στην αργή και σταδιακή καθοδική της πορεία, που θα διαρκέσει μέχρι την τελική της πτώση, το 1922. Η περίοδος της προσπάθειας ανασυγκρότησης του οθωμανικού διοικητικού συστήματος ονομάζεται επίσημα «Τανζιμάτ», που στα τουρκικά σημαίνει «αναδιοργάνωση», και στόχευε στην εφαρμογή ορισμένων μεταρρυθμίσεων που θα «δυτικοποιούσαν» ουσιαστικά την αυτοκρατορία.
Η προσφυγή αυτή προς τα ευρωπαϊκά πρότυπα ήταν αποτέλεσμα διάφορων παραγόντων που ταλαιπωρούσαν την οθωμανική διοίκηση. Η νέα τάξη του Τανζιμάτ ξεκινάει με τον σουλτάνο Σελίμ Γ’ «τον μεταρρυθμιστή», του οποίου η ενθρόνιση (1789) συμπίπτει με τη στρατιωτική κρίση που περνούσε η αυτοκρατορία τον 18ο αιώνα. Έλαβε μια αυτοκρατορία που είχε ήδη ανοιχτό νέο μέτωπο πολέμου με τη Ρωσία και την Αυστρία. Ηττημένη από τις προηγούμενες ρώσο-οθωμανικές διενέξεις και απασχολημένη με την κατάληψη της Αιγύπτου υπό των γαλλικών στρατευμάτων του Μεγάλου Ναπολέοντα, χρειαζόταν επειγόντως εξωτερική βοήθεια. Ο οθωμανικός στρατός, που κάποτε ήταν αρκετά προηγμένος έναντι των ευρωπαϊκών, ήταν στα πρόθυρα τις αυτοδιάλυσης, ενώ η αυτοκρατορία βρισκόταν σε μια καθαρά μειονεκτική θέση, υποχρεούμενη να αποδεχτεί αυτή τη «νέα τάξη πραγμάτων».
Ο Σελίμ θεωρούσε σωτήρια λύση μόνο τον εκσυγχρονισμό του διοικητικού και του μιλιταριστικού συστήματος μέσω συγκεκριμένων μεταρρυθμίσεων. Στηριζόταν στην ανάπτυξη ισχυρών διπλωματικών σχέσεων με τη Δύση, μέσω συμφωνιών ειρήνης και δημιουργίας πρεσβειών στην Ευρώπη. Ειδικότερα, με τη συνθήκη του Ιασίου το 1792, η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατάφερε να μειώσει τις εδαφικές της απώλειες σε μεγάλο βαθμό. Ήταν υποχρεωμένη, όμως, να αποδεχτεί την προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσία, αλλά και να προσαρμοστεί στις πιέσεις που δεχόταν συνεχώς από τις μεγάλες δυτικές δυνάμεις. Ταυτόχρονα, είχε να αντιμετωπίσει διάφορες εξεγέρσεις στο εσωτερικό, όπως αυτή των Ουαχαμπιστών-Σαλαφιστών, αλλά και της Αιγύπτου υπό τον Μεχμέτ-Αλή Πασά (1831-1833). Εκεί έγκειται η ανάγκη του Σελίμ και αργότερα του Μαχμούτ Β’ να δημιουργήσουν ένα εκσυγχρονισμένο και οργανωμένο στρατιωτικό σώμα που θα διατηρούσε την τάξη, καταργώντας αυτό των Γενίτσαρων. Ο «Μεγάλος ασθενής», όπως αποκαλούσαν οι δυτικοί την αυτοκρατορία, έψαχνε απεγνωσμένα τη θεραπεία που θα τον γλύτωνε από τον αργό «θάνατο».
Σε όλη τη διάρκεια του Τανζιμάτ, πολλοί ικανοί σουλτάνοι μετά την εκτέλεση του Σελίμ Γ’ θα προσπαθήσουν να ακολουθήσουν το έργο του και να τροποποιήσουν την αυτοκρατορία στα μέτρα που ζητούσε η Δύση. Ένας από αυτούς είναι ο διάδοχος του επίσης μεγάλου μεταρρυθμιστή Μαχμούτ Β’, ο σουλτάνος Αμπντούλ Μετζίτ Α’. Με τον Αμπντούλ ουσιαστικά ξεκινάει επισήμως η περίοδος του Τανζιμάτ. Στα χρόνια της εξουσίας του Αμπντούλ, εκδόθηκαν δύο σημαντικά διατάγματα: Tο διάταγμα του Γκιουλχανέ και, αργότερα, το Χάτι Χουμαγιούν (Ηatt-i Ηumayun). Είναι από τα πιο γνωστά διατάγματα του Τανζιμάτ, καθώς όριζαν την απόλυτη αποδοχή της ανεξιθρησκίας στο εσωτερικό της επικράτειας και τη νόμιμη ισότητα όλων των υπηκόων της.
Χρονικά προηγείται το διάταγμα του Γκιουλχανέ (Hatt-i Serif), το οποίο εκδόθηκε το 1839 στην Κωνσταντινούπολη. Γενικότερα, το σκεπτικό του συγκεκριμένου διατάγματος ήταν η προστασία των κατοίκων της αυτοκρατορίας και των περιουσιών τους ανεξαρτήτως θρησκεύματος μέσω φορολογικών και νομικών τροποποιήσεων, όπως η κατάργηση του φορολογικού συστήματος ιλτιζάμ (iltizam), ενός αρκετά καταπιεστικού συστήματος για τους αγρότες. Η επιβολή φορολογίας πλέον θα οριζόταν θεωρητικά ανάλογα με τον βαθμό εισοδήματος του φορολογουμένου και θα ήταν άμεση. Αποτελούσε ένα πρώτο βήμα στο οποίο κατοπτριζόταν η ισότητα των Οθωμανών πολιτών, ασχέτως πίστης ή κοινωνικής τάξης, απέναντι στον νόμο. Βέβαια, το φορολογικό βάρος στις περισσότερες αυτοκρατορίες/βασίλεια/εθνικά κράτη κατά κύριο λόγο έπεφτε και πέφτει στα μεσαία/χαμηλότερα στρώματα. Ανάλογες μεταρρυθμίσεις πραγματοποιήθηκαν και στον χώρο της εκπαίδευσης με την ίδρυση σύγχρονων στρατιωτικών σχολών.
Η εφαρμογή, βέβαια, ορισμένων μεταρρυθμίσεων δεν πραγματοποιήθηκε εξ’ ολοκλήρου. Πολλά μεταρρυθμιστικά σχέδια δεν υλοποιήθηκαν σωστά ή εγκαταλείφθηκαν τελείως, πράγμα που έθεσε την ανάγκη έκδοσης νέου διατάγματος. Το Χάτι Χουμαγιούν (Ηatt-i Ηumayun) ανακοινώθηκε σε μια ταραγμένη περίοδο της οθωμανικής Ιστορίας, το 1856, χρονιά που τερματίστηκε ο Κριμαϊκός Πόλεμος. Η αυτοκρατορία συνέχισε να καθοδηγείται από την Αγγλία και τη Γαλλία, τις νέες πλέον «συμμάχους» από την κριμαϊκή ένοπλη σύγκρουση, ώστε να εξασφαλιστεί η πραγματοποίηση του μεταρρυθμιστικού έργου του Τανζιμάτ, χωρίς να προκύψουν προβλήματα.
Τα συγκεκριμένα διατάγματα αποτελούσαν και μια προσπάθεια της επικράτειας να αποφύγει περεταίρω επιτυχημένες εξεγέρσεις των αλλόθρησκων λαών, βελτιώνοντας ακόμα περισσότερο τη θέση τους. Επετράπη η πρόσβαση σε διοικητικά και υπαλληλικά αξιώματα χωρίς να είναι απαραίτητος ο εξισλαμισμός. Επιπλέον, έχουμε την ίδρυση της Οθωμανικής Τράπεζας το 1856 στην Κωνσταντινούπολη, με το μεγαλύτερο ποσοστό του αρχικού κεφαλαίου να ανήκει σε Άγγλους και Γάλλους μετόχους. Αυτό διευκόλυνε την ελεύθερη κυκλοφορία ευρωπαϊκού κεφαλαίου, αλλά, ταυτόχρονα, ενίσχυε τα αγγλογαλλικά συμφέροντα στο εσωτερικό της επικράτειας. Επιπροσθέτως, ιδρύονται μικτά δικαστήρια, όπου θα συμπεριλάμβαναν τη διεξαγωγή δικών αναμεσά σε μουσουλμάνους και μη, κάτι που πριν δεν υφίστατο τόσο.
Όπως ήταν αναμενόμενο, οι μεταρρυθμίσεις αυτές προκάλεσαν αρκετές εντάσεις σε μουσουλμανικούς πληθυσμούς, καθώς θεωρούσαν πως, μέσω του Τανζιμάτ, η αυτοκρατορία έμμεσα θα δινόταν απλόχερα στα χέρια των δυτικών. Φυσικά η Γαλλία και η Αγγλία είχαν πρόθεση να εκμεταλλευτούν την κατάσταση μιας καταρρέουσας αυτοκρατορίας. Λόγω της εξασθενημένης οικονομικής της κατάστασης, η οθωμανική διοίκηση δεν ήταν σε θέση να υλοποιήσει τον εκσυγχρονισμό των αυτοκρατορικών δομών χωρίς να συντρέξει σε εξωτερικό δανεισμό. Θα χρειαζόταν να ξοδέψει πολλά, ώστε να πετύχει τη στρατιωτική, οικονομική, τεχνολογική και αγροτική της ανάπτυξη. Ο δανεισμός αυτός, όμως, αποδείχθηκε περισσότερο θανάσιμος παρά σωτήριος, καθώς οι τόκοι ήταν αρκετά υψηλοί και οι εγγυήσεις εξόφλησης τους ήταν οι ίδιοι οι παραγωγικοί συντελεστές της αυτοκρατορίας. Οι εξωτερικοί αυτοί δανεισμοί ενέτειναν το κλίμα αντιδράσεων και διαμαρτυριών.
Το σύστημα του Τανζιμάτ αποτελεί υψίστης σημασίας στην Οθωμανική Ιστορία, καθώς στόχευε στην ανανέωση των οθωμανικών δομών που αποδείχτηκε συμφέρουσα για τους αλλόθρησκους πληθυσμούς της αυτοκρατορίας. Ταυτόχρονα, συνέστησε μια πρώιμη φάση ανάδειξης της νέας πλέον και προηγμένης καπιταλιστικής Δύσης να εμπλέκεται έμμεσα στα πολιτικά δρώμενα, όπως αυτά μιας ασθμαίνουσας οικονομικά αυτοκρατορίας. Ίσως ήταν και η τελευταία προσπάθεια της οθωμανικής διοίκησης να σώσει την επικράτειά της στη διάρκεια του 19ου αιώνα, του αιώνα ίδρυσης των εθνικών κρατών, όπου κανένα αυτοκρατορικό σύστημα δεν είχε θέση. Πολλοί ιστορικοί πιστεύουν πως, παρόλο που η αυτοκρατορία δεν μπόρεσε ποτέ να ορθοποδήσει, μέσω του Τανζιμάτ κατάφερε να θέσει τις βάσεις για τη συγκρότηση των νεωτερικών κρατών που προέκυψαν από αυτή. Το ερώτημα, πάντως, για το αν ήταν επιτυχημένο το μεταρρυθμιστικό σύστημα του Τανζιμάτ παραμένει ανοιχτό και οι απαντήσεις σε αυτό ποικίλουν.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Νικόλαος Στέλγιας (2006), Η δύσκολη μετάβαση της αυτοκρατορίας από την παραδοσιακή εποχή στις μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ, 1789‐1853, ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ.
- ime.gr, Η Οθωμανική Αυτοκρατορία και οι μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ, Διαθέσιμο εδώ.
- dailyhistory.org, What was the Impact of the Tanzimat Reforms on the Ottoman Empire in the Nineteenth Century, Διαθέσιμο εδώ