Του Παντελή Κοτζάμπαση,
Στις 9 Σεπτεμβρίου 1935 ο Πρωθυπουργός Παναγής Τσαλδάρης επέστρεψε στην Ελλάδα από το ταξίδι του στη Γερμανία. Όμως, αποβιβάστηκε στα Ίσθμια, όπου τον υποδέχθηκαν ο Υπουργός Εσωτερικών Περικλής Ράλλης, ο Υπουργός Κρατικής Υγιεινής και Αντιλήψεως Βασίλειος Σαγιάς και ο διοικητής του Α΄ Σώματος Στρατού Χρήστος Παναγιωτάκος, οι οποίοι ανακοίνωσαν ότι είχαν πληροφορίες για ξέσπασμα στρατιωτικού κινήματος από βασιλόφρονες αξιωματικούς υπό την καθοδήγηση του Υπουργού Στρατιωτικών Γεωργίου Κονδύλη, με σκοπό την πραξικοπηματική επαναφορά του θεσμού της βασιλείας στην Ελλάδα. Μάλιστα, υπήρχαν και πληροφορίες ότι βασιλόφρονες θα έκαναν απόπειρα να δολοφονήσουν τον Πρωθυπουργό κατά την άφιξή του στα Ίσθμια, με αποτέλεσμα ο διοικητής της Γενικής Ασφάλειας Άγγελος Έβερτ να πάρει δρακόντεια μέτρα.
Ο διοικητής του Α΄ Σώματος Στρατού Παναγιωτάκος, προκειμένου να αναβάλει τα σχέδια των βασιλοφρόνων αξιωματικών περί στρατιωτικού κινήματος, είχε διατάξει τη λήψη ορισμένων μέτρων. Είχε μεταβεί στα τάγματα της Φρουράς Αθηνών και είχε κάνει συστάσεις προς τους αξιωματικούς περί νομιμοφροσύνης, είχε διατάξει την απαγόρευση της κυκλοφορίας οχημάτων στη λεωφόρο «Κηφισίας», αντικατέστησε ορισμένους διοικητές μονάδων που ευνοούσαν τη συνωμοσία των αδιάλλακτων βασιλοφρόνων αξιωματικών, διέταξε τη συγκέντρωση αποσπάσματος αποτελούμενου από δέκα περίπου διμοιρίες το οποίο θα κατευθυνόταν προς τη Σχολή Εφαρμογής Πεζικού, ενώ παράλληλα, το II Ορειβατικό Σύνταγμα Πυροβολικού υπό τον ταγματάρχη Ταβουλάρη έλαβε εντολή να συγκεντρωθεί και να παραταχθεί στα Παλαιά Ανάκτορα και να έχει στραμμένα τα στόμια των πυροβόλων του προς το Υπουργείο Στρατιωτικών. Ο Παναγιωτάκος έλαβε αυτά τα μέτρα χωρίς να ενημερώσει τον Υπουργό Στρατιωτικών Κονδύλη, με τη δικαιολογία ότι ήταν στις Σπέτσες, αλλά ούτε και τον Υφυπουργό Στρατιωτικών Κωνσταντίνο Ροδόπουλο. Παρόλα αυτά, ο Τσαλδάρης ενέκρινε αυτά τα μέτρα.
Όταν ο Κονδύλης επέστεψε από τις Σπέτσες πληροφορήθηκε από τους συνεργάτες του για τις ενέργειες του Παναγιωτάκου. Συγκλήθηκε σύσκεψη στο Υπουργείο Στρατιωτικών, όπου έλαβαν μέρος ανώτεροι και κατώτεροι αξιωματικοί που ήταν προσκείμενοι στον Υπουργό Στρατιωτικών. Ο Κονδύλης, αφού πρώτα διέταξε τους πιστούς σε αυτόν αξιωματικούς να μετάβουν στις θέσεις τους αναμένοντας τις εντολές του, κάλεσε τον διοικητή του Α΄ Σώματος Στρατού και τον διέταξε να παραδώσει τη διοίκηση του Σώματος στον υποστράτηγο Κωνσταντίνο Δεμέστιχα. Ο Παναγιωτάκος του απάντησε ότι θα παρέδιδε την εξουσία κατόπιν συνεννοήσεως με τον Πρωθυπουργό.
Ο Τσαλδάρης δεν ενέκρινε την απόφαση του Κονδύλη ο οποίος απειλούσε ότι θα παραιτηθεί και συνέστησε στον Παναγιωτάκο να παραμείνει στη θέση του μέχρι να παρθεί σχετική απόφαση από το Υπουργικό Συμβούλιο. Πλέον, η ρήξη μεταξύ Κονδύλη, ο οποίος είχε κινητοποιήσει ορισμένες μονάδες πεζικού και αεροπορίας, και Παναγιωτάκου, ο οποίος προσπαθούσε να αναβάλει τα σχέδια των αδιάλλακτων βασιλοφρόνων, ήταν γεγονός.
Το Υπουργικό Συμβούλιο συγκλήθηκε το βράδυ της 9ης Σεπτεμβρίου στο Πολιτικό Γραφείο. Σκοπός του ήταν να συζητηθεί η στρατιωτική ανωμαλία που είχε προκύψει αλλά και το γεγονός ότι ο Τσαλδάρης θα τασσόταν δημοσίως υπέρ της βασιλείας. Ο Κονδύλης επέμενε στην αντικατάσταση του διοικητή του Α΄ Σώματος Στρατού, ο οποίος κλήθηκε. Ο Παναγιωτάκος πήγε στο Υπουργικό Συμβούλιο συνοδευόμενος από τον αντισυνταγματάρχη Κωνσταντίνο Δαβάκη, τον υπασπιστή του και τον αδερφό του που ήταν πληρεξούσιος Πειραιώς. Παράλληλα, στο Συμβούλιο προσήλθαν ο φρούραρχος Αθηνών υποστράτηγος Γεώργιος Τσολάκογλου, ο διοικητής του Γ΄ Σώματος Στρατού Αλέξανδρος Παπάγος και ο προσωπάρχης του Υπουργείου Στρατιωτικών αντισυνταγματάρχης Μαυρομμάτης, οι οποίοι παρέμειναν στον προθάλαμο της αίθουσας που διεξαγόταν το Υπουργικό Συμβούλιο.
Όμως πιάστηκαν στα χέρια ο Δαβάκης με τον Μαυρομμάτη, ενώ πολύ γρήγορα η σύρραξη γενικεύτηκε και με άλλους αξιωματικούς που βρίσκονταν εκεί. Ο υπασπιστής του Κονδύλη υπολοχαγός Λουκίδης κάλεσε τον λόχο, τον οποίο είχε μεταφέρει ο Κονδύλης από το Υπουργείο Στρατιωτικών στο Υπόγειο των Παλαιών Ανακτόρων, με τη δικαιολογία ότι ο Υπουργός Στρατιωτικών χτυπήθηκε και ότι τίθεται ο ίδιος επικεφαλής του λόχου. Ο Παναγιωτάκος βγήκε από την αίθουσα ώστε να ηρεμήσει τα πνεύματα. Όμως, ο Λουκίδης κινήθηκε απειλητικά προς το μέρος του, ενώ ακούστηκε η διαταγή «πυρ». Από τους πυροβολισμούς τραυματίσθηκε ο στρατηγός και δύο λογχοφόροι τον χτύπησαν με τη λόγχη, ο ένας στον μηρό και ο άλλος στη μέση. Ο αδελφός του τραυματίσθηκε με μία σφαίρα στην παλάμη του χεριού του, καθώς πήγε να αφοπλίσει έναν στρατιώτη. Ο Κονδύλης βγήκε από την αίθουσα και διέταξε να αποσυρθεί η φρουρά.
Το Υπουργικό Συμβούλιο συνεχίστηκε στην οικία του πρώην Υπουργού Γενικού Διοικητή Θράκης Δημήτριου Λόντου, όπου αποφασίστηκε η αντικατάσταση του Παναγιωτάκου από τον Παπάγο. Ταυτόχρονα, ο Πρωθυπουργός εξέδωσε διάγγελμα μέσω του οποίου τασσόταν υπέρ της βασιλείας. Τέλος, με την αντικατάσταση του Παναγιωτάκου παραιτήθηκε και ο Υπουργός Εσωτερικών Ράλλης, με αποτέλεσμα η δημοκρατική πτέρυγα των Λαϊκών να αποδυναμωθεί.
Στις 18 Σεπτεμβρίου δημοσιεύτηκε πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου, με την οποία προκηρυσσόταν η διενέργεια δημοψηφίσματος «προς εκδήλωσιν της λαϊκής θελήσεως περί διατηρήσεως της αβασιλεύτου ή περί καθιερώσεως της βασιλευομένης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας» για τις 3 Νοεμβρίου. Σύμφωνα με το άρθρο 10 της πράξεως αυτής, η εγκαθίδρυση της βασιλευομένης δημοκρατίας θα πραγματοποιούταν εάν ψήφιζε το 50+1% των ψηφοφόρων υπέρ της πολιτειακής μεταβολής. Έτσι, οι δημοκρατικοί-βενιζελικοί αρχηγοί ανακοίνωσαν ότι θα έδιναν μάχη ώστε να αποδείξουν με βεβαιότητα ότι ο λαός θα αποφάσιζε υπέρ της διατηρήσεως της Β΄ Ελληνικής Δημοκρατίας. Στον αγώνα της δημοκρατικής Αντιπολίτευσης μετείχαν και οι δεκαπέντε δημοκρατικοί πληρεξούσιοι του Λαϊκού Κόμματος, οι οποίοι αποχώρησαν από αυτό (Περικλής Ράλλης, Μιχαήλ Κύρκος κ.α.).
Τον αγώνα της δημοκρατικής παράταξης εγκαινίασε στις 30 Σεπτεμβρίου ο αρχηγός του Κόμματος των Φιλελευθέρων Θεμιστοκλής Σοφούλης με συγκέντρωση στη Θεσσαλονίκη. Όμως, η συγκέντρωση διαλύθηκε από τις αρχές ύστερα από επεισόδια μεταξύ αδιάλλακτων βασιλοφρόνων και συγκεντρωμένων, που ήταν κομμουνιστές και μέλη του διαλυμένου μετά το κίνημα της 1ης Μαρτίου «Δημοκρατικού Φρουρού».
Το γεγονός αυτό οδήγησε τους ηγέτες της δημοκρατικής παράταξης (Καφαντάρης, Σοφούλης, Παπανδρέου, Παπαναστασίου και Μυλωνάς) να απευθύνουν ανοικτή επιστολή, η οποία δημοσιεύτηκε στον Τύπο, προς τον Γεώργιο Β΄, με την οποία, αφού κατήγγειλαν την πολιτική της Κυβέρνησης, τόνιζαν ότι «ενδεχόμενη παλινόρθωσις θα έχη άφευκτον συνέπειαν έντασιν και διαιώνισιν του ψυχικού διχασμού και ως τελευταίαν συνέπειαν την εξουθένωσιν και οριστικήν αποσύνθεσιν του Έθνους». Παρόλα αυτά, οι επιθέσεις κατά των δημοκρατικών δε σταμάτησαν. Στις 5 Οκτωβρίου, η Αστυνομία επιτέθηκε εναντίον συγκεντρώσεως δημοκρατικών δικηγόρων στην Αθήνα, ενώ την επομένη ομάδα βασιλοφρόνων κατέστρεψε τα γραφεία του Κόμματος του Παπαναστασίου και τα γραφεία της βενιζελικής εφημερίδας «Πατρίς».
Εντωμεταξύ, λόγω της πίεσης που δεχόταν ο Τσαλδάρης από τους αδιάλλακτους βασιλόφρονες στρατιωτικούς και πληρεξούσιους που ήθελαν επιστροφή του Βασιλιά μέσω αποφάσεως της Εθνοσυνέλευσης και όχι μέσω δημοψηφίσματος, αλλά και της εισβολής της Ιταλίας στην Αιθιοπία, ανέθεσε κάτω από άκρα μυστικότητα στον Υπουργό Εξωτερικών Μάξιμο, ο οποίος βρισκόταν στην Γενεύη, να επικοινωνήσει αφενός με παράγοντες των Μεγάλων Δυνάμεων, κυρίως της Αγγλίας και της Γαλλίας, και αφετέρου με τον Γεώργιο Β΄ σχετικά με τον τρόπο της επανόδου του Βασιλιά.
Ο Γεώργιος είχε αντιρρήσεις όσον αφορά την αποκατάσταση της βασιλείας μέσω αποφάσεως της Εθνοσυνελεύσεως, λόγω των εντυπώσεων που θα δημιουργούσε τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Ούτε οι Μεγάλες Δυνάμεις τάχθηκαν υπέρ αυτού του εγχειρήματος. Έτσι, ο Τσαλδάρης ενημέρωσε τους Κονδύλη και Θεοτόκη, οι οποίοι τάχθηκαν κατά της παλινόρθωσης μέσω αποφάσεως της Εθνοσυνέλευσης, διότι μια πραξικοπηματική επαναφορά του βασιλιά θα δημιουργούσε ταραχές στην Κρήτη.
Όμως, λόγω της πίεσης που δεχόταν από βασικούς παράγοντες του Στρατού, ο Τσαλδάρης κάλεσε στις 6 Οκτωβρίου τους υποστράτηγους Παπάγο και Ρέππα και τους υποναυάρχους Οικονόμου και Σακελλαρίου και τους ενημέρωσε ότι η παλινόρθωση θα πραγματοποιηθεί ύστερα από απόφαση της Εθνοσυνελεύσεως. Από την άλλη, ο Κονδύλης έπεισε τους τέσσερις ανώτατους αξιωματικούς, προτρέποντάς τους να μην εμπιστεύονται τον Τσαλδάρη, ο οποίος όχι μόνο δεν θα επανέφερε τον Βασιλιά μέσω της Εθνοσυνελεύσεως, αλλά θα ανέβαλλε και το δημοψήφισμα. Έτσι, οι αξιωματικοί άρχισαν να συνωμοτούν, ώστε να ρίξουν την κυβέρνηση Τσαλδάρη.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Βούρος, Γεώργιος (2014), Παναγής Τσαλδάρης (1867-1936), Αθήνα: Εκδ. Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων
- Δαφνής, Γρηγόριος (1997), Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων 1923-1940, Αθήνα: Εκδ. Κάκτος
- Εφημερίδα Ακρόπολις
-
Εφημερίδα Ελεύθερος Άνθρωπος