Της Ιωάννας Μπινιάρη,
Ένα από τα σπουδαιότερα νομικά κείμενα που απαρτίζουν το ενωσιακό δίκαιο και τυγχάνουν εφαρμογής στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Η Σύμβαση αυτή υιοθετήθηκε υπό την αιγίδα του Συμβουλίου της Ευρώπης το 1950 με σκοπό την προστασία των θεμελιωδών ελευθεριών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ τέθηκε σε ισχύ στις 3 Σεπτεμβρίου 1953.
Η διασφάλιση της προστασίας της ΕΣΔΑ και των αγαθών που πρεσβεύει επιτυγχάνεται με τη θέση σε ισχύ συμπληρωματικών Πρωτοκόλλων, τα οποία καλύπτουν τις νέες ανάγκες που προκύπτουν. Ένα από αυτά είναι και το 16ο Πρωτόκολλο, το οποίο είναι γνωστό και ως “Protocole du dialogue” και προβλέπει τη δυνατότητα υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο ΕΔΔΑ από ανώτατο δικαστήριο κράτους μέλους της ΕΣΔΑ σχετικά με ζητήματα ερμηνείας ή εφαρμογής των διατάξεων της ΕΣΔΑ ή των Πρωτοκόλλων της. Χάρη σε αυτό το πρωτόκολλο, τα ανώτατα εθνικά δικαστήρια μπορούν να επηρεάσουν την εξέλιξη της νομολογίας του ΕΔΔΑ, καθώς υποβάλλουν κατάλληλα και εξέχουσας σημασίας προδικαστικά ερωτήματα που σχετίζονται με την ερμηνεία ή την εφαρμογή των δικαιωμάτων και ελευθεριών που ορίζονται στη Σύμβαση ή στα Πρωτόκολλά της.
Αρχικά, το αίτημα προς γνωμοδότηση που προβλέπει το 16ο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ απευθύνεται στο ΕΔΔΑ, το οποίο είναι αρμόδιο να κρίνει αν σε κάποια επίμαχη υπόθεση συντρέχει περίπτωση παραβίασης ή μη θεμελιωδών δικαιωμάτων που προστατεύονται από τη Σύμβαση. Η διαδικασία υποβολής του εν λόγω αιτήματος περιγράφεται στο 16ο Πρωτόκολλο, ενώ οι επιμέρους λεπτομέρειες αφήνονται στη διακριτική ευχέρεια του εθνικού νομοθέτη κάθε κράτους μέλους. Ειδικότερα, τα ανώτατα δικαστήρια κάθε συμβαλλόμενου κράτους – μέλους έχουν τη δυνατότητα να ζητήσουν από το ΕΔΔΑ να εκδώσει γνωμοδότηση σχετικά με ζητήματα επί της αρχής όσον αφορά την ερμηνεία ή την εφαρμογή των προβλεπόμενων στην ΕΣΔΑ δικαιωμάτων. Κρίσιμο είναι ότι οι γνωμοδοτήσεις εκδίδονται σε μία από τις επίσημες γλώσσες του ΕΔΔΑ, οι οποίες είναι η αγγλική και η γαλλική.
Σύμφωνα με το άρθρο 1 του 16ου Πρωτοκόλλου, η γνωμοδότηση μπορεί να ζητηθεί μόνο στο πλαίσιο υπόθεσης που εκκρεμεί ενώπιων των ανώτατων δικαστηρίων, ενώ το αίτημα πρέπει να είναι αιτιολογημένο και να περιέχει τα πραγματικά και νομικά περιστατικά της εκκρεμούσας υπόθεσης. Επιπλέον, το αίτημα γνωμοδότησης περιλαμβάνει τουλάχιστον συνοπτική περιγραφή του κυρίου αντικειμένου της δίκης, περίληψη των πραγματικών περιστατικών, τις σχετικές διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας, τα ζητήματα που σχετίζονται με την ερμηνεία ή εφαρμογή των δικαιωμάτων και ελευθεριών που ορίζονται στην ΕΣΔΑ, περίληψη των συναφών ισχυρισμών των διαδίκων, εφόσον υπάρχουν, καθώς και τις τυχόν απόψεις του αιτούντος δικαστηρίου επί του ζητήματος.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η υποβολή αιτήματος γνωμοδότησης συνεπάγεται την αναστολή της προόδου της δίκης ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου έως την έκδοση της γνωμοδότησης ή της απόφασης με την οποία απορρίπτεται το αίτημα γνωμοδότησης και την κοινοποίησή της στους διαδίκους σύμφωνα με την παρ. 2. Για την εν λόγω αναστολή, πάντως, ενημερώνονται αρμοδίως τα δικαστήρια του οικείου κλάδου.
Η γνωμοδότηση που εκδίδεται ή η απόφαση με την οποία απορρίπτεται το αίτημα γνωμοδότησης μεταφράζεται αμελλητί στην ελληνική γλώσσα, με επιμέλεια του αντιπροσώπου της Ελληνικής Κυβέρνησης στο ΕΔΔΑ, στον οποίο κοινοποιείται. Ακολούθως, η μετάφραση διαβιβάζεται στο αιτούν δικαστήριο και κοινοποιείται αμελλητί στους διαδίκους με επιμέλεια της γραμματείας του. Το αιτούν δικαστήριο λαμβάνει τα κατά την κρίση του αναγκαία μέτρα για τον περιορισμό των επιπτώσεων της παρούσας γνωμοδοτικής διαδικασίας στην εύλογη διάρκεια της δίκης.
Όσον αφορά την προθεσμία για την έκδοση της γνώμης από το ΕΔΔΑ, δεν προβλέπεται κάτι συγκεκριμένο. Το Δικαστήριο πάντως μπορεί να αποφασίσει να θέσει σε προτεραιότητα ή υψηλή προτεραιότητα την εξέταση του ζητήματος, αν και είναι ιδιαίτερα σημαντικό η γνώμη του Δικαστηρίου να εκδίδεται σε εύλογο χρόνο. Δεν συνιστά ακόμη υποχρέωση του Δικαστηρίου να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις και τα αιτήματα των αντιδίκων, αφού δεν δικάζει το ίδιο, αλλά στοχεύει στο να παράσχει τις αναγκαίες κατευθύνσεις για την επίλυση των ζητημάτων αρχής που σχετίζονται με τα κατοχυρωμένα στη Σύμβαση δικαιώματα.
Συνοψίζοντας, λοιπόν, αντιλαμβανόμαστε ότι σκοπός της γνωμοδοτικής διαδικασίας δεν είναι η επίλυση της εκκρεμούς διαφοράς ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, αλλά να βοηθηθεί το εθνικό δικαστήριο που έθεσε το ερώτημα να επιλύσει τη διαφορά, μέσα από τα ερμηνευτικά εργαλεία εφαρμογής της Σύμβασης που θα του παρέχει το ΕΔΔΑ. Η περίπτωση αυτή συνιστά, μάλιστα, μια μορφή διαλόγου του εθνικού με τον ευρωπαϊκό δικαστή, η οποία καλύπτει την ανάγκη αναζήτησης μιας νομικής λύσης στο πλαίσιο λειτουργίας των δικαστών μεταξύ πολλών και διαφορετικών εννόμων τάξεων.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
-
Κυρώνεται το Πρωτόκολλο 16 της ΕΣΔΑ από την Ελλάδα – Δυνατότητα των Ανωτάτων Δικαστηρίων να υποβάλουν αίτημα γνωμοδότησης προς το ΕΔΔΑ, διαθέσιμο εδώ
-
Το 16ο Πρωτόκολλο στη Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και ο διάλογος των δικαστών1 Βαρβάρα Μπουκουβάλα Πρωτοδίκης Δ.Δ.-Δ.Ν., διαθέσιμο εδώ