Του Σωκράτη Κατσαρού,
Η Μικρασιατική Καταστροφή το φθινόπωρο του 1922, καθώς και οι υπογραφές της Σύμβασης και της Συνθήκης της Λωζάνης το 1923, οδήγησαν σε πλήρη εκρίζωση του ελληνισμού της Μικράς Ασίας και του Πόντου και την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα. Εκεί έπρεπε να προσαρμοστούν με κάθε τρόπο, ώστε να καταφέρουν να επιβιώσουν και, εν τέλει, να αφομοιωθούν από την ελληνική κοινωνία, μια διαδικασία καθόλου εύκολη λόγω της οικονομικής δυσχέρειας και της εχθρότητας των αυτόχθονων Ελλήνων προς τους ετερόχθονες ομογενείς τους.
Το τέλος της Μεγάλης Ιδέας το 1922 προκάλεσε μια σειρά από πολιτικές κρίσεις στο εσωτερικό της Ελλάδας, καθώς και μια ανάγκη για εσωτερική αναδιοργάνωση, αφού το βάρος της περίθαλψης και της ενσωμάτωσης περίπου 1.500.000 προσφύγων ήταν μια μεγάλη και πρωτόγνωρη πρόκληση. Το δυσβάσταχτο αρχικά φορτίο των προσφύγων αποδείχτηκε ένα κίνητρο για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Και αυτό διότι οι πρόσφυγες λειτούργησαν σαν μια φθηνή και ειδικευμένη εργατική δύναμη και, έτσι, μπορούσαν να διευρύνουν την εγχώρια αγορά. Έπειτα, στη διάρκεια του Μεσοπολέμου η αποκατάσταση των προσφύγων συνέβαλε στη συνολική οικοδόμηση υποδομών ζωτικής σημασίας για τη βελτίωση του κρατικού μηχανισμού.
Συγκεκριμένα, η έλευση των προσφύγων προκάλεσε ένα συντριπτικό χτύπημα στον θεσμό των τσιφλικιών και στην αναδιανομή της ελληνικής γης. Το ελληνικό κράτος προέβη σε αναδιανομή των καλλιεργήσιμων εδαφών των «Νέων Χωρών», που αποτελούσαν ιδιοκτησία μουσουλμάνων και μη ελληνορθοδόξων πληθυσμών και τα οποία απέκτησαν εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες, ολοκληρώνοντας την αγροτική μεταρρύθμιση που δεν είχε επιτευχθεί το 1917 και το 1920. Ο διαμοιρασμός αυτός απλοποίησε τον τρόπο καλλιέργειας της γης, αφού μεγάλος αριθμός ιδιοκτητών προτίμησε την αυτοκαλλιέργεια των εδαφών, αποκτώντας μεγαλύτερο έλεγχο πρωτοβουλιών. Οι πρακτικές των προηγούμενων δεκαετιών εγκαταλείφθηκαν. Με αυτόν τον τρόπο τα καλλιεργήσιμα εδάφη αυξήθηκαν από 12.400.000 στρέμματα το 1922 σε 27.000.000 το 1938.
Η αύξηση των καλλιεργήσιμων εκτάσεων είχε άλλη μια σημαντική συνέπεια και αυτή ήταν η αναδιάρθρωση της γεωργικής παραγωγής. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1930 η γεωργική παραγωγή ήταν απασχολημένη με την καλλιέργεια και την εξαγωγή σταφίδας, καπνού και ελαιόλαδου. Η μεγάλη παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929-1932 προκάλεσε μείωση των εξαγωγών αυτών των προϊόντων και την ανάγκη αύξησης της παραγωγής άλλων αγροτικών προϊόντων, σημαντικών για την εσωτερική κατανάλωση. Έτσι, οι εκτάσεις γης που είχαν αναδιανεμηθεί στους πρόσφυγες προσέφεραν ευκαιρίες για πολλαπλή αύξηση της παραγωγής βασικών αγαθών, όπως ήταν τα σιτηρά, οι ζωοτροφές, τα νωπά λαχανικά και το βαμβάκι, μειώνοντας τις χρόνιες ελλείψεις που οδηγούσαν σε εισαγωγές αυτών των ειδών από το εξωτερικό.
Παράλληλα, εξοικονομήθηκε και το συνάλλαγμα που χρησιμοποιούταν για την αγορά αυτών των εισηγμένων αγαθών. Τα ποσοστά που φανερώνουν την αναζωογόνηση της αγροτικής οικονομίας είναι εντυπωσιακά, αφού από τη μία πλευρά μειώθηκαν οι εξαγωγές κατά 18%, από την άλλη πλευρά, όμως, σημειώθηκε αύξηση της αγροτικής παραγωγής κατά 100%, με την αύξηση της παραγωγής των σιτηρών μάλιστα να αγγίζει το 142%.
Πέρα από την αγροτική οικονομία, οι πρόσφυγες διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο και στην ανάπτυξη της ελληνικής βιομηχανίας. H άνοδος της εγχώριας αγοράς οδήγησε στην αύξηση των βιομηχανικών παραγωγικών μονάδων, εξέλιξη που δεν είχε προηγούμενο στην ιστορία του νέου ελληνικού κράτους. Για δεκαετίες το ελληνικό κράτος δεν κατάφερε να αποκτήσει ισχυρή ή τουλάχιστον επαρκή για τα δεδομένα του βιομηχανική παραγωγή. Τα πιο σημαντικά πεδία ανάπτυξης της ελληνικής βιομηχανίας κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου ήταν η κλωστοϋφαντουργία, η παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος και ο κλάδος των οικοδομών. Η κλωστοϋφαντουργία άκμασε, γιατί ήταν προσιτή σε άφθονα εργατικά χέρια προσφύγων και διότι ο πληθυσμός της χώρας είχε ανάγκη από ρουχισμό. Επίσης, η παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος και ο κλάδος των οικοδομών άκμασαν, γιατί η εγκατάσταση των προσφύγων απαιτούσε αναβάθμιση του αστικού τοπίου και διεύρυνση της αστικοποίησης.
Περιοχές που ήταν ακατοίκητες στην Αττική και τη Μακεδονία μετουσιώθηκαν από αρχικούς καταυλισμούς προσφύγων σε νέα αστικά παραγωγικά κέντρα, όπως η Καλαμαριά, η Παλιά Κοκκινιά, η Νέα Ιωνία, η Φιλαδέλφεια και η Νέα Σμύρνη. Σε αυτές τις περιοχές οι Έλληνες πρόσφυγες σταδιακά έχτισαν, εκτός από τις κατοικίες τους, εμπορικά καταστήματα, όπου πωλούσαν μικρασιατικά και ανατολίτικα προϊόντα, άγνωστα τότε στην πλειοψηφία των γηγενών Ελλήνων κατοίκων, ενισχύοντας έτσι την εγχώρια εσωτερική κατανάλωση. Το τραπέζι του μέσου ελληνικού νοικοκυριού έγινε πιο πλούσιο, καθώς αποτελείτο από ποικιλία τροφίμων και ροφημάτων από την Ιωνία. Η μικρασιατική κουζίνα προσέφερε νέες θέσεις εργασίας σε επιχειρήσεις που αφορούσαν την εστίαση, όπως οι ταβέρνες, ικανοποιώντας τις καταναλωτικές ανάγκες του ελληνικού πληθυσμού.
Επιπλέον, η μικρασιατική μουσική και τα όργανά της, παρά τις αντιδράσεις αρκετών ντόπιων και πολιτικών, κέρδισαν την αγάπη του γηγενούς ελληνικού κοινού, προσελκύοντάς το σε ταβέρνες, όπου παίζονταν ρεμπέτικα τραγούδια, και ενισχύοντας, με αυτό τον τρόπο, ακόμα περισσότερο την εγχώρια οικονομία. Τέλος, άλλαξε η συνολική φύση της ελληνικής οικονομίας, καθώς ο κρατικός παρεμβατισμός ισχυροποιήθηκε περισσότερο, σε συνδυασμό, βέβαια, και με τη διεθνή οικονομική κρίση του 1929.
Εν ολίγοις, ο ρόλος των προσφύγων σε μία δοκιμαζόμενη ελληνική οικονομία κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου ήταν κάτι παραπάνω από καθοριστικός. Σε ένα διεθνές περιβάλλον, όπου επικρατούσε η οικονομική αστάθεια, η Ελλάδα με τη συμβολή των προσφύγων κατάφερε να ορθοποδήσει, να συσπειρωθεί στο εσωτερικό της και να ομογενοποιηθεί εθνικά και θρησκευτικά, σβήνοντας έστω και προσωρινά τη φρικτή μνήμη της Καταστροφής. Οι πρόσφυγες θα συμβάλλουν οικονομικά και όχι μόνο και στον αγώνα της Ελλάδας απέναντι στις Δυνάμεις του Άξονα το 1940-1944, κάνοντας ένα ακόμα βήμα προς την πλήρη ένταξή τους.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Συλλογικό (1999), Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα, οι Απαρχές, 1900-1922, Τόμος Α΄, Μέρος Α΄, Αθήνα: Εκδ. Βιβλιόραμα
- Συλλογικό (1999), Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα, οι Απαρχές, 1900-1922, Τόμος Β΄, Μέρος Α΄, Αθήνα: Εκδ. Βιβλιόραμα
- Συλλογικό (1978), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Νεότερος Ελληνισμός, από το 1913 έως το 1941, Τόμος ΙΕ΄, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών Α.Ε.