14.3 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΦιλοσοφίαΗ ψευδαίσθηση της ζωής και η ανάγκη του θανάτου

Η ψευδαίσθηση της ζωής και η ανάγκη του θανάτου


Του Ιωσήφ Νασσάρ Τράση, 

«Να πεθάνεις τη σωστή στιγμή»

Η παραπάνω φράση αποτελεί μια από τις πολλές προτροπές του Νίτσε προς τους ανθρώπους και σίγουρα μια θεωρία του που την έκανε πράξη. Τι εννοεί, ωστόσο, ο Γερμανός φιλόσοφος με αυτή τη φράση; Ποια είναι η σωστή στιγμή να εξαφανιστούμε και να χαθούμε αιώνια στην αβυσσαλεότητα της ανυπαρξίας ακόμα και του ιδίου του τίποτα; Υπάρχει, άραγε, σωστός ή λάθος θάνατος; Ποιος τον καθορίζει; Και κυρίως, πώς είναι δυνατόν να τοποθετούνται οι λέξεις «σωστό» και «θάνατος» μαζί; Η φράση αυτή μεταφράζεται με το νόημα της εξάλειψης των ενοχών και των τύψεων, της εκμετάλλευσης κάθε δυνατής ευκαιρίας που μας δίνεται κατά τη διάρκεια της πρόσκαιρης επίσκεψης μας στην ύπαρξη, καθώς και της ανάγκης για αυτοπραγμάτωση.

Συγκεκριμένα, αυτό που έχει σημασία είναι να κατορθώσουμε να ζήσουμε μια ζωή για την οποία δε θα μετανιώνουμε στα υστέρα χρόνια της σωματικής, πνευματικής και κοινωνικής παρακμής μας. Όταν πλέον θα αποτελούμε κομπάρσους της ζωής, διακοσμητικά βάζα του υλικού κόσμου, οφείλουμε στον εαυτό μας να αναπολούμε τα περασμένα ασυνόδευτοι από την ανατριχίλα της αποτυχίας και της αυτολύπησης. Οφείλουμε να κάνουμε το παρελθόν να μοιάζει μια ηδονική ουτοπία σε σχέση με το παρόν και αντιστοίχως, να κάνουμε το παρόν ένα αξιοζήλευτο παρελθόν του μέλλοντος. Αυτή η διαδικασία διαρκούς βελτίωσης της ζωής μας αποτελεί ίσως και το ίδιο το νόημα του δεδομένου της ύπαρξης. Προς επίρρωση των παραπάνω, δεν είναι καθόλου τυχαίο που πολλοί ηλικιωμένοι ή ενήλικες στο μεταίχμιο της τρίτης ηλικίας βυθίζονται σε μια ανυπέρβλητη μελαγχολία. Δεν είναι τυχαίο που ριζώνεται μέσα τους ένα αγκάθι που επανειλημμένα τους επισημαίνει πως δεν άδραξαν τη μέρα, πως δε στάθηκαν αντάξιοι των περιστάσεων. Και δεν αναφέρομαι στις περιπτώσεις που διέφευγαν των ικανοτήτων ελέγχου τους, αλλά στις περιπτώσεις που οι ίδιοι συνειδητά γνώριζαν πως μπορούσαν να ασκήσουν έλεγχο σε μια συγκεκριμένη κατάσταση, αλλά αναπαύθηκαν στην ευκολία του αύριο και στην ψευδαίσθηση της αθανασίας.

Πηγή εικόνας: pexels.com

Σύμφωνα με τον Νίτσε, προκειμένου να πεθάνουμε σωστά, επιβάλλεται να μεταμορφωθούμε στον δικό μας «υπεράνθρωπο». Να γίνουμε εν ολίγοις το ιδανικό μας «εγώ», ξεπερνώντας με αποφασιστικότητα και ψυχρό αίμα τα φαινομενικά ανυπέρβλητα εμπόδια που μας θέτει η ζωή. Ο εφησυχασμός και η καλοβολιά είναι τα αγαπημένα παιδιά της ζωής, η οποία διαρκώς επιχειρεί να μας εξαναγκάσει στην αδράνεια και τη φυγοπονία, δίνοντάς μας την κίβδηλη πληροφορία του άπλετου χρόνου και της αιώνιας φυσικής παρουσίας μας. Η ύπουλη ζωή μονίμως μας βαυκαλίζει, επιβεβαιώνοντας την αίσθηση μιας μόνιμης «θητείας» στον στρατό της υπαρξιακής ανάγκης. Το λιγότερο που έχουμε να κάνουμε είναι να αποδεσμευτούμε από τις αλυσίδες της ζωής και να προετοιμαστούμε για τον θάνατο. Κάθε μέρα επιβίωσης πρέπει να μας βρίσκει «ευτυχισμένους ετοιμοθάνατους». Με λίγα λόγια, παρουσιάζεται η ανάγκη να συλλάβουμε τον νυχτερινό ύπνο ως θάνατο και κάθε μέρα να είμαστε έτοιμοι να πεθάνουμε. Και πριν κάθε νύχτα «θανάτου», να λέμε «απόψε θα ήταν μια ωραία νύχτα να πεθάνω», υπό την έννοια πως κατορθώσαμε να αδράξουμε κάθε πιθανή ευκαιρία που μας δόθηκε και πως δεν προβήκαμε σε κάποια πράξη της οποίας το φάντασμα θα μας στοιχειώνει στο κοντινό ή το μακρινό απρόβλεπτο μέλλον.

Ωστόσο, όσο δυνατή είναι η ανάγκη πρακτικής αποφυγής των ενοχών, τόσο δυνατή είναι και η ανάγκη πνευματικής εξάλειψής τους. Ο θάνατος, λοιπόν, λανθασμένα θεωρείται ο μεγαλύτερος εχθρός του ανθρώπου, καθώς αποτελεί κίνητρο δράσης και αυτοπραγμάτωσης. Η υποσυνείδητη ή συνειδητή πίεση του θανάτου είναι αυτή που μας ωθεί και πρέπει να μας ωθεί προς την πράξη. Το διακύβευμα της σύλληψης του θανάτου ως ένας σύμμαχο ενάντια στις ύπουλες πρακτικές της ζωής είναι σημαντικό και αδιαμφισβήτητο, καθώς υπό την απειλή του θανάτου γινόμαστε ο δικός μας υπεράνθρωπος. Αν καταφέρουμε να αντικρίσουμε τη ζωή ως έναν διαρκή αγώνα νοσταλγίας, τότε έχουμε βρει το νόημά της. Η νοσταλγία επιβάλλεται να γίνει αυτοσκοπός, με τη σημασία της σφυρηλάτησης ενός παρόντος, το οποίο θα γίνει ένα παρελθόν που θα ζηλεύουμε στο μέλλον.

Πηγή εικόνας: pexels.com

Κατά αυτόν τον τρόπο, σμιλεύοντας συνεχώς αξιοζήλευτες για τον μελλοντικό μας εαυτό μικρές υπάρξεις, είναι αδύνατον να αντικρύσουμε τον θάνατο με φόβο ή ως μία αποστέρησή του αβίωτου βίου μας, αφού η ζωή θα είναι ολοκληρωμένη. Υπό αυτό το πρίσμα, δεν είναι τυχαίο που ορισμένοι άνθρωποι ξαφνικά αισθάνονται την ανάγκη της υπαρξιακής βελτίωσης. Η ανάγκη τους αυτή πηγάζει από τον υποσυνείδητο παγιωμένο φόβο του θανάτου, με αποτέλεσμα όχι μόνο να προβαίνουν σε αξιολύπητες απόπειρες βελτίωσης της ζωής, αλλά και να επιχειρούν δραστηριότητες που τους κάνουν να αισθάνονται πιο ζωντανοί, απαλείφοντας, έτσι, προσωρινά και δεξιοτεχνικά τον υποβόσκοντα φόβο του θανάτου. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, κυρίως νέων καρκινοπαθών, στις οποίες οι τελευταίοι επιχείρησαν να πραγματωθούν στον εναπομείναντα χρόνο.

Συνοψίζοντας, όταν ο αντιπαθητικός αυτός φιλόσοφος μας παρότρυνε να πεθάνουμε τη σωστή στιγμή, κάπως άτσαλα και κυνικά μας ενθάρρυνε να μην αφήσουμε το παρόν να γλιστρήσει από τα χεριά μας, ώστε μέσω της μετατροπής μας σε υπεράνθρωπο να ανακουφιστούμε στα χέρια του θανάτου, αποδεσμευμένοι από τύψεις, ενοχές, ευκαιρίες ανεκμετάλλευτες και εμπειρίες πενιχρές. O θάνατος δε νικά, πάρα μόνο όταν παίρνει ανθρώπους των οποίων το μυαλό και το πνεύμα έχει μολυνθεί από έντονες τάσεις μετάνοιας και τύψεων εξαιτίας μιας λειψής ζωής.


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ιωσήφ Νασσάρ Τράσης
Ιωσήφ Νασσάρ Τράσης
Είναι από την Αττική και συγκεκριμένα το Πικέρμι. Είναι δευτεροετής φοιτητής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης στο Ρέθυμνο. Ασχολείται με τον αθλητισμό, την ανάγνωση, τη γραφή και τη μουσική. Θέλει να κάνει μεταπτυχιακό στο εξωτερικό και να ασχοληθεί με την υπαρξιακή ψυχολογία (φιλοσοφική ψυχολογία). Ξέρει αγγλικά επιπέδου proficiency (C2) και λίγα γαλλικά τα οποία ξεκίνησε πάλι να εξασκεί. Αγαπημένοι συγγράφεις είναι οι Irvin Yalom και Sebastian Fitzek και αγαπημένο βιβλία «Τα πάθη του νεαρού Βέρβερου» και «Το πρόβλημα Σπινόζα».