Της Ειρήνης Τσαρούχα,
Μόλις πριν λίγες μέρες, στη Στοκχόλμη εξελέγη από το σουηδικό Κοινοβούλιο Πρωθυπουργός ο Ουλφ Κρίστερσον, αρχηγός του συντηρητικού κόμματος με ψήφο εμπιστοσύνης της ακροδεξιάς. Γνωστή είδηση αποτελεί ότι, επίσης, στη γείτονα Ιταλία νικητήρια δύναμη των εθνικών εκλογών αναδείχθηκε ο συνασπισμός των συντηρητικών, με επικεφαλής την Τζόρτζια Μελόνι. Λίγους μήνες νωρίτερα στη Γαλλία, ο Εμμανουέλ Μακρόν παρόλο που εξασφάλισε την προεδρεία για ακόμη μια 5ετία, απώλεσε την αυτοδυναμία και αναδύθηκε από την εκλογική αναμέτρηση μια ισχυρή ακροδεξιά αντιπολίτευση με ηγέτιδα τη Μαρίν Λε Πεν. Στις περιπτώσεις της Πολωνίας και της Ουγγαρίας, των οποίων η ακροδεξιά πολιτική έχει ήδη προβληματίσει και ενεργοποιήσει την Ε.Ε. για τη λήψη μέτρων, δεν φαίνεται να υπάρχει αλλαγή.
Παρατηρείται, λοιπόν, μια προοδευτική εδραίωση της ακροδεξιάς πολιτικής εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχει προκαλέσει ανησυχία σχετικά με τη δημοκρατική πορεία του οργανισμού και τη διαφύλαξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου.
Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι μηχανισμοί που δύνανται να αποτρέψουν αυτήν την πορεία απορρέουν από την ίδια τη φύση του οργανισμού ως υπερεθνικού. Έχοντας παραχωρήσει μέρος της κρατικής τους κυριαρχίας στην ένωση και ιδίως την ικανότητα νομοπαραγωγής –η οποία πλέον καθορίζεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στις Βρυξέλλες– τα κράτη μέλη δεσμεύονται να τηρούν τις αποφάσεις του οργανισμού. Στο πλαίσιο αυτής της δέσμευσης βρίσκουν εφαρμογή τα άρθρα 258 επ. ΣΛΕΕ, τα οποία ρυθμίζουν τον μηχανισμό κυρώσεων που επιβάλλεται σε ένα κράτος μέλος που δεν έχει ενσωματώσει έναν ενωσιακό κανόνα-οδηγία σε εθνικό (ή τον έχει ενσωματώσει πλημμελώς).
Συνοπτικά, ο μηχανισμός αυτός εφαρμόζεται διαβαθμισμένα, ξεκινώντας από απλές προειδοποιητικές επιστολές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο κράτος και φθάνει σε περίπτωση μη συμμόρφωσης μέχρι και την επιβολή οικονομικών κυρώσεων από το Δικαστήριο της Ε.Ε., το οποίο κρίνει το μέγεθος της κύρωσης ανάλογα με τη σημασία του κανόνα που δεν ενσωματώθηκε. Οι οικονομικές αυτές κυρώσεις που στερούν κομμάτι του κρατικού προϋπολογισμού αναμφίβολα μπορούν να αναχαιτίσουν οποιεσδήποτε βλέψεις συντήρησης ή διαιώνισης μιας «παραβατικής» συμπεριφοράς από ένα κράτος μέλος και άρα την αντευρωπαϊκή ακροδεξιά πολιτική. Ωστόσο, ο μηχανισμός αυτός δεν είναι τόσο άμεσος και επιτακτικός, αλλά για την επιβολή της κύρωσης χρειάζεται αρκετός χρόνος.
Ένας άλλος μηχανισμός πιο άμεσα επιδραστικός, που εφαρμόζεται σε περιπτώσεις παραβίασης των ουσιωδέστερων και βασικότερων αξιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως περιγράφονται στο άρθρο 2 της ΣΕΕ και στον ΧΘΔ, ρυθμίζεται στο άρθρο 7 της ίδιας συνθήκης. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, το Συμβούλιο μπορεί να διαπιστώσει τον κίνδυνο παραβίασης των αξιών αυτών και να απευθύνει αυστηρές συστάσεις στο κράτος μέλος. Εάν, δε, υπάρχει όχι απλά κίνδυνος αλλά ήδη παραβίαση μπορεί να αφαιρέσει το δικαίωμα ψήφου του παραβατικού κράτους. Παρόλη την αυστηρότητά του, επιστρατεύτηκε από την Ε.Ε. στην περίπτωση της Ουγγαρίας και της Πολωνίας, αλλά δεν μπόρεσε να εφαρμοστεί λόγω έλλειψης της πλειοψηφίας που απαιτείτο. Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι τα κράτη με το άρθρο 7 ΣΕΕ δεν στοχεύουν πράγματι στην εφαρμογή του, αλλά περισσότερο το αξιοποιούν ως μέσο «εκφοβισμού» λόγω της αυστηρότητάς του.
Άλλωστε, η Ευρωπαϊκή Ένωση επέδειξε αντανακλαστικά και προσαρμοστικότητα στις περιπτώσεις Ουγγαρίας-Πολωνίας, θεσπίζοντας έναν νέο μηχανισμό που διατυπώνεται στον κανονισμό 2020/2093 περί γενικού καθεστώτος αιρεσιμότητας για την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης. Πρακτικά, ο κανονισμός αυτός επιτρέπει στο Συμβούλιο να αναστείλει χρηματοδοτικά προγράμματα της Ένωσης και πληρωμές από τον ενωσιακό προϋπολογισμό. Η Ουγγαρία και η Πολωνία άσκησαν προσφυγή στο Δικαστήριο της ΕΕ θεωρώντας ότι ο κανονισμός αυτός παραβαίνει το άρθρο 7 της ΣΕΕ, ωστόσο, το Δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς τους και έκρινε ότι δύναται να υπάρξει ένας παράλληλος μηχανισμός προστασίας των επιταγών της συνθήκης.
Σε επίπεδο εν γένει της Ευρωπαϊκής κοινότητας, ανάχωμα στην ακροδεξιά πολιτική αποτελεί το Συμβούλιο της Ευρώπης δεδομένου ότι στόχος του οργανισμού αυτού είναι η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η διατήρηση της δημοκρατίας. Όλα τα προαναφερθέντα κράτη έχουν προσχωρήσει στο Συμβούλιο της Ευρώπης, με την Ιταλία, τη Γαλλία και τη Σουηδία να είναι μάλιστα εκ των ιδρυτών της. Επομένως, οφείλουν να τηρούν κατά γράμμα την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και σε περίπτωση που διαπιστωθεί αντίθεση, οι πολίτες ατομικά δύνανται να προσφύγουν στο ΕΔΔΑ, το οποίο μπορεί να καταδικάσει το παραβατικό κράτος.
Θεωρητικά, λοιπόν, και σε πολιτικό επίπεδο ο κύκλος αυτός των κρατών μελών δύναται να περιπλέξει τις κρατικές «συμμαχίες» και να επιφέρει την αλλαγή ισορροπιών τόσο εντός της Ένωσης όσο και γενικά στην Ευρωπαϊκή κοινότητα. Τα παραπάνω μέτρα, ωστόσο, αποδεικνύουν ότι οι ευρωπαϊκές αξίες δεν είναι γυμνές απέναντι στην ακροδεξιά αλλά άτρωτες από μεμονωμένες προκλήσεις. Πολλοί φτάνουν στο σημείο να συνδέσουν την Ευρώπη του 20ού αιώνα με τη σημερινή. Ωστόσο, η σύνδεση αυτή είναι λανθασμένη. Η Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ενδυναμώθηκε θεσμικά και οικοδομήθηκε για την επίτευξη της ειρήνης και της προστασίας του ανθρώπου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ∆ΕΕ ΤΗΣ 25ης ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2021 ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ C-658/19, ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΑΤΑ ΙΣΠΑΝΙΑΣ, Ιωάννης Γ. – Στ. Κούρτης Δικηγόρος, Διδάκτωρ Ευρωπαϊκού Δικαίου – Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
- Η άνοδος της ακροδεξιάς στην πληγωμένη Ευρώπη, διαθέσιμο εδώ
-
Είναι νόμιμο το καθεστώς αιρεσιμότητας για την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης όταν παραβιάζεται το κράτος δικαίου;, διαθέσιμο εδώ