Του Θανάση Μπούτσικα,
Η πρώτη φάση του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου αποδείχθηκε νικηφόρα για το Τρίτο Ράιχ. Οι δυνάμεις του Χίτλερ, έχοντας συνθλίψει τα συμμαχικά στρατεύματα στη Δυτική Ευρώπη και τη Βόρεια Αφρική, αποφάσισαν να κινηθούν προς τα ανατολικά και να αναμετρηθούν με τη Σοβιετική Ένωση του Ιωσήφ Στάλιν, θέτοντας σε ισχύ τη λεγόμενη «Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα», με σκοπό την εξάλειψη του σλαβικού στοιχείου. Η σύγκρουση των δύο αυτών γιγάντων θα οδηγήσει σε μια σειρά σφοδρών μαχών, με πρώτο σημείο συνάντησης τη σημερινή ουκρανική πρωτεύουσα του Κιέβου, τον Αύγουστο του 1941, όπου θα κρινόταν το μέλλον όχι μόνον της Ευρώπης, αλλά και όλου του κόσμου. Προτού, όμως, ακολουθήσει εξιστόρηση της σημαντικής αυτής μάχης, ας γίνει μια μικρή αναφορά στα γεγονότα που προηγήθηκαν της γερμανικής εισβολής.
Τα δύο πρώτα χρόνια του πολέμου, η Γερμανία βρισκόταν στο αποκορύφωμα της στρατιωτικής της πορείας. Ο «Αστραπιαίος Πόλεμος» (Blitzkrieg) του Heinz Guderian αποδείχθηκε αποτελεσματικός εναντίον των συμμαχικών δυνάμεων στεριάς, προσαρτώντας τη Γαλλία και τις Κάτω Χώρες σε μόλις περίπου δύο μήνες, το καλοκαίρι του 1940, ενώ η γερμανική αεροπορία του Hermann Göring (Luftwaffe) βομβάρδιζε σημαντικές θέσεις στη βρετανική ενδοχώρα. Σχεδόν όλη η Κεντρική, Δυτική και Βόρεια Ευρώπη βρισκόταν υπό άμεσο γερμανικό έλεγχο, είτε μέσω συμμαχίας είτε μέσω της πολεμικής οδού. Ήταν εκείνη τη στιγμή που η ανώτερη ναζιστική εξουσία ξεκίνησε τις συζητήσεις για σχέδιο εισβολής στα ανατολικά, στη λεγόμενη Ένωση Σοβιετικών και Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών. Επρόκειτο για μαζική εξόρμηση του γερμανικού στρατού με διπλό σκοπό: πρώτον, την εξασφάλιση πρώτων υλών απαραίτητων για τη συνέχεια του πολέμου (κυρίως ορυκτά καύσιμα) και δεύτερον, τη δημιουργία «ζωτικού χώρου» (Lebensraum), ώστε η «τέλεια» γερμανική φυλή να μπορέσει να ανθίσει, εκκαθαρίζοντας μαζικά το σλαβικό και μπολσεβικικό είδος «υπό–ανθρώπων» (Untermensch), σύμφωνα με τι ιδεολογικές επιταγές του Εθνικού Σοσιαλιστικού Κόμματος Γερμανίας.
Το «Σχέδιο Όθων», όπως ονομάστηκε αρχικά, αποτελούσε ρητή παραβίαση του συμφώνου Ρίμπεντροπ–Μολότοφ που υπογράφηκε το 1939 μεταξύ Ναζί και Σοβιετικών για τις σφαίρες επιρροής των δύο δυνάμεων, αλλά και των οικονομικών–πολιτικών συμφωνιών που είχαν συναφθεί το 1940. Ο Χίτλερ ήδη από τον Μάρτιο του 1941 προγραμμάτιζε την αρχή της εισβολής, υπό τη νέα ονομασία «Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα», για την άνοιξη, αλλά λόγω καιρικών συνθηκών, αναγκάστηκε να την αναβάλει για έναν μήνα, παρά την αντίθετη θέση υψηλόβαθμων στελεχών του για τα κέρδη τέτοιου είδους εκστρατείας, η οποία δεν φαίνεται ότι τον απασχόλησε. Την 22α Ιουνίου 1941, η Γερμανία κηρύττει τον πόλεμο στη Σοβιετική Ένωση.
Η γερμανική πλευρά διέθετε συνολικά γύρω στους 3.200.000 στρατιώτες, συν δυνάμεις συμμάχων τους στην περιοχή, όπως Φινλανδοί, Ρουμάνοι, Ούγγροι και Ιταλοί, απαριθμώντας σχεδόν 4.000.000 στρατιωτικό προσωπικό, δηλαδή περίπου 150 μεραρχίες, που αργότερα χωρίστηκαν σε τρεις μεγάλες ομάδες στρατού, στις οποίες περιέχονταν επτά στρατιές, τέσσερις στράτες τεθωρακισμένων (Panzer) και τρεις αεροπορικοί στόλοι. Για τη στήριξή τους, επιπλέον, διατέθηκαν 600.000 φορτηγά και άλογα, 3.600 μαχητικά οχήματα, σχεδόν 3.000 αεροσκάφη και 7.000 τεμάχια πυροβολικού. Οι Σοβιετικοί αντίπαλοί τους, ήδη από τις αρχές τις δεκαετίας του ’30, είχαν καταφέρει να κατασκευάσουν μέχρι και 50.000 τάνκς και 40.000 μαχητικά αεροπλάνα, αλλά ήταν υποδεέστερης ποιότητας από τα γερμανικά. Από προσωπικό, είχαν πάνω από 5.000.000 στρατιώτες, εκ των οποίων 2.700.000 θα πήγαιναν κατά των Γερμανών, μαζί με 38.000 όπλα πεδίου, 15.000 τανκ και 9.000 αεροσκάφη, με το 1/6 του συνόλου να είναι μοντέρνων προδιαγραφών. Η εισβολή συνοδεύτηκε με βομβαρδισμούς Σοβιετικών πόλεων κοντά στα πολωνικά σύνορα, αλλά και με εναέριες επιθέσεις σε Βεσσαραβία, Αγία Πετρούπολη (Λένινγκραντ) και Κριμαία, από τις πρώτες κιόλας ώρες της εισβολής.
Οι Σοβιετικοί στρατιώτες είχαν εντολές από την ανώτερη διοίκηση προ της άφιξης εχθρικών στρατευμάτων να μην ανοίξουν πυρ προς απάντηση, γιατί υπήρχε η υποψία ότι η εκστρατεία δεν είχε εγκριθεί από τον Χίτλερ, αλλά αυτό βοήθησε τους Γερμανούς να καταστρέψουν όσους περισσότερους σταθμούς επικοινωνίας και βάσεις μπορούσαν, κάτι που ενίσχυσε τη σύγχυση και την αποδιοργάνωση στις δυνάμεις των αμυνόμενων. Στις αρχές Ιουλίου, η Βόρεια Ομάδα Στρατού υπό τον Μάνσταϊν διέλυσαν τη γραμμή Στάλιν και συνέχισαν να χτυπούν τις θέσεις του Βορειοδυτικού Μετώπου των Σοβιετικών στην περιφέρεια του Λένινγκραντ στον ποταμό Luga. Αν και στο Νότιο Μέτωπο οι σύμμαχοι των Γερμανών απωθήθηκαν από το να εισβάλουν στη Μολδαβία, οι Σοβιετικοί δεν κατάφεραν να κρατήσουν ισχυρή θέση, με αποτέλεσμα να χάσουν στις μάχες του Μινσκ και του Σμολένσκ τον Ιούλιο του 1941 από την Κεντρική Ομάδα Στρατού. Μέχρι και τα τέλη Ιουλίου έως τις αρχές Αυγούστου, οι Ομάδες Στρατού Κέντρου και Νότου πέρασαν την γραμμή Στάλιν και βρίσκονταν σε απόσταση 20 χιλιομέτρων από το Κίεβο. Υπήρχε κίνδυνος περικύκλωσης της πόλης. Η διοίκηση του Νοτιοδυτικού Μετώπου μεταβιβάστηκε στη Stavka (Ανώτερη Στρατιωτική Διοίκηση) στις 22 Αυγούστου για να επιτραπεί απόσυρση από το Κίεβο. Όλα πλέον ήταν έτοιμα για την επακόλουθη σύγκρουση.
Η Πρώτη Μάχη του Κιέβου διήρκησε έναν μήνα. Αν και οι Σοβιετικοί είχαν τη στήριξη των κατοίκων στην άμυνα της πόλης, δεν μπορούσε να αλλάξει την κατάσταση στην οποία βρίσκονταν. Οι εχθρικές στρατιές τεθωρακισμένων προχωρούσαν όλο και πιο κοντά. Οι δυνάμεις του διοικητή Budyonny βρέθηκαν ανάμεσα της 1ης Ομάδας Τεθωρακισμένων του Kleist στις πόλεις Cherkassy και Kremenchuk, αφού είχε διασχίσει τον Δνείπερο, και της 2ης Ομάδας του Guderian, όπου προχωρούσε νότια, σε μια πόλη ανατολικά του Κιέβου, στις 12 Σεπτεμβρίου. Ανακούφιση ήρθε μόνο την επόμενη ημέρα, όταν ως αντικαταστάτης ήρθε ο Timoshenko, ακολουθώντας εντολές του Στάλιν. Ωστόσο, αυτό δεν άλλαζε τίποτα. Τρεις μέρες μετά, στις 16 Σεπτεμβρίου, ένα ενιαίο γερμανικό πεζικό ακολούθησε τις δυνάμεις του Guderian και με την βοήθεια δύο στρατών τανκ άρχισαν να κλείνουν περισσότερο τον κλοιό. Οι αμυνόμενοι Σοβιετικοί, δηλαδή η 5η, 21η, 26η και 37η Στρατιά, έδωσαν σκληρό αγώνα δεχόμενοι πυρά από κάθε κατεύθυνση, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Στις 19 Σεπτεμβρίου η μάχη είχε τελειώσει.
Μετά την κατάληψη της πόλης, ακολούθησε παράδοση των εναπομείναντων στρατιωτών στις 26 Σεπτεμβρίου. Υπολογίζεται ότι ο Κόκκινος Στρατός υπέστη σχεδόν 700.000 απώλειες (μαζί με πολίτες) έναντι 60.000 του εχθρού. Μέσα στους πεσόντες Σοβιετικούς είναι και ο διοικητής της στρατιωτικής περιοχής του Κιέβου, Mikhail Kirponos, ενώ μόλις 15.000 κατάφεραν να ξεφύγουν. Τις επόμενες μέρες, πάνω από 30.000 Εβραίοι αιχμάλωτοι εξοντώθηκαν σε μια χαράδρα κοντά στην πόλη, στο Μπάμπι Γιαρ. Οι Σοβιετικοί κατάφεραν να κερδίσουν τις πρώτες τους μεγάλες νίκες στην Yelnya με την κατάληψη της πόλης, στο Rostov και στην προστασία του Χαρκόβου, ενώ η βιομηχανία είχε μεταφερθεί ανατολικά των Ουραλίων. Ο πόλεμος στο Ανατολικό Μέτωπο συνεχίστηκε με την πολιορκία της Μόσχας και τη σκληρότερη από όλες τις μάχες, δηλαδή τη μάχη του Στάλινγκραντ, όπου και έδωσε το πράσινο φως για τη σοβιετική αντεπίθεση.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Glantz David M.- House Jonathan M., When Titans Clashed, How the Red Army Stopped Hitler, University Press of Kansas, Kansas, 1998
- Read Anthony, The Devils Desciples, Hitler’s Inner Circle, W.W Norton & Company, New York, 2005
- Glantz David M., The Soviet-German War 1941-1945: Myths and Realities: A Survey Essay, Clemson University, Clemson, 2001
- Έθνος, Κίεβο μια καταραμένη πόλη: Από το 1918 μετράει πολέμους, νεκρούς κι ερείπια, Διαθέσιμο εδώ
- IWM, The German ‘Lightning War’ Strategy Of The Second World War, Διαθέσιμο εδώ