Της Σπυριδούλας Βλάχα,
Ο φεμινισμός είναι ένα κοινωνικό κίνημα το οποίο στοχεύει στην εξάλειψη των ανισοτήτων κατά του γυναικείου φύλου, καθώς και στην ενδυνάμωση και την προώθηση των δικαιωμάτων των γυναικών. Ως ιδεολογία, έχει τις ρίζες του στην εποχή του Διαφωτισμού, ενώ ως κίνημα άρχισε να εμφανίζεται στα τέλη της δεκαετίας του 1960 στον δυτικό κόσμο. Κι ενώ η επικαιρότητα μάς υπενθυμίζει περισσότερο από ποτέ την ανάγκη που υπάρχει στην κοινωνία μας για ισότητα των δύο φύλων και κατ’ επέκταση, την ανάγκη για την ύπαρξη και δραστηριοποίηση του φεμινιστικού κινήματος, υπάρχει μια μερίδα γυναικών η οποία ακόμα φαίνεται να μην εκπροσωπείται επαρκώς.
Κι αυτό γιατί συχνά ξεχνάμε πως ο φεμινισμός αναπτύχθηκε στον λεγόμενο «δυτικό κόσμο» από λευκές χριστιανές γυναίκες, της μεσοαστικής τάξης. Βέβαια, δεν υπάρχει τίποτα κακό σε αυτό. Η κατάσταση, όμως, γίνεται προβληματική, όταν το κίνημα του φεμινισμού υποστηρίζει πως εκπροσωπεί όλες τις γυναίκες παγκοσμίως. Ο κυρίαρχος φεμινισμός υποστηρίζει ένθερμα πως ασχολείται με προβλήματα που απασχολούν «όλες» τις γυναίκες και πασχίζει για την επίλυσή τους και για τη διεκδίκηση των γυναικείων δικαιωμάτων. Ωστόσο, σε αυτήν την παραδοχή, εντοπίζονται ορισμένες προβληματικές.
Η Chandra Talpade Mohanty, στο βιβλίο της Φεμινισμός Χωρίς Σύνορα, αναφέρει πως ένα βασικό πρόβλημα του φεμινιστικού κινήματος είναι πως οι γυναίκες παρουσιάζονται ως ένα ομοιογενές σύνολο, με παρόμοιες ανάγκες και επιθυμίες, χωρίς να λαμβάνεται υπόψιν το κοινωνικο-πολιτισμικό πλαίσιο στο οποίο αυτές ζουν. Μάλιστα, σε φεμινιστικά κείμενα συναντά κανείς συχνά τον όρο «γυναίκα», ο οποίος χρησιμοποιείται με σκοπό να υποδηλώσει όλες τις γυναίκες παγκοσμίως. Στα μάτια του κυρίαρχου φεμινισμού, το κοινό στοιχείο που ενώνει όλες τις γυναίκες μεταξύ τους και τις καθιστά «αδελφές» είναι η καταπίεση που βιώνουν, η οποία παρουσιάζεται να είναι οικουμενικώς η ίδια. Και όπως είναι λογικό, το είδος της καταπίεσης που γενικεύεται και παρουσιάζεται ως παγκόσμιο φαινόμενο είναι όλες εκείνες οι μορφές καταπίεσης που βιώνουν οι γυναίκες στον δυτικό κόσμο, αγνοώντας τα προβλήματα που μπορεί να αντιμετωπίζουν οι γυναίκες του «μη δυτικού κόσμου».
Το κίνημα του φεμινισμού υποστηρίζει πως τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες προέρχονται αποκλειστικά από το φύλο τους. Αυτή η προοπτική δεν θα μπορούσε παρά να είναι η προοπτική μιας δυτικής λευκής γυναίκας, η οποία αντιμετωπίζει όπως είναι —κακώς— αναμενόμενο, προβλήματα όπως ο σεξισμός και η ανδρική βία. Ωστόσο, για μια έγχρωμη γυναίκα που ζει στον δυτικό κόσμο, η ιστορία ίσως να είναι ριζικά διαφορετική. Εκτός από τις ανισότητες λόγω φύλου, η γυναίκα αυτή έχει να αντιμετωπίσει και προβλήματα που προκύπτουν από το χρώμα, την καταγωγή και τη θρησκεία. Επομένως, εάν η πρώτη βρίσκεται μία φορά σε μειονεκτική θέση, τότε η δεύτερη βρίσκεται σίγουρα δύο φορές, ίσως και παραπάνω.
Επιπλέον, ο δυτικός φεμινισμός φαίνεται να αντιμετωπίζει τις «μη δυτικές» φεμινίστριες ως μη ισότιμες συνομιλήτριες, στερώντας τους την ευκαιρία να μιλήσουν για τις δικές τους ιστορίες και εμπειρίες. Αντίθετα, αντιμετωπίζονται σαν να βρίσκονται σε μια κατάσταση κατά την οποία θα πρέπει να «μάθουν» από τις γυναίκες του δυτικού κόσμου. Μέσα από την κυρίαρχη αφήγηση του φεμινισμού, ο δυτικός κόσμος κατασκευάζει μια ταυτότητα για τις «μη δυτικές» γυναίκες, στερώντας τους την ευκαιρία να τη συγκροτήσουν μόνες τους μέσα από τις δικές τους αφηγήσεις. Ενώ η καταπίεση φαίνεται να είναι το γνώρισμα που καθιστά όλες τις γυναίκες όμοιες, οι μη δυτικές γυναίκες, μέσα από τον κυρίαρχο φεμινισμό, παρουσιάζονται να έχουν και ένα διαφοροποιητικό στοιχείο: την τριτοκοσμικότητά τους.
Ορίζοντας τον «Τρίτο Κόσμο» χρησιμοποιώντας ως σημείο αναφοράς τη «Δύση», οτιδήποτε δεν ανταποκρίνεται στα δυτικά πρότυπα —τα οποία αποτελούν φυσικά παράδειγμα πολιτισμού και εξέλιξης— αντιμετωπίζεται ως ελλειμματικό ή υποανάπτυκτο. Η γυναίκα του Τρίτου Κόσμου κατασκευάζεται στις κυρίαρχες αφηγήσεις ως θρησκευόμενη, αφοσιωμένη στην οικογένεια, χωρίς μόρφωση και έλεγχο του σώματός της, και χωρίς επίγνωση των δικαιωμάτων της (με τη θρησκεία και την οικογένεια να αποκτούν αρνητική έννοια), ενώ η δυτική γυναίκα παρουσιάζεται ως το αντίθετό της. Μέσα από αυτήν την υπόρρητη αλλά συνεχή αντιπαράθεση, η μη δυτική γυναίκα αντικειμενοποιείται, παρουσιάζεται δηλαδή ως ένα αντικείμενο το οποίο δεν έχει φωνή και πρέπει να μιλήσουν κάποιοι άλλοι για εκείνοι. Αυτή η πρακτική διαιωνίζει (έστω και άθελά της) μια αποικιοκρατική λογική, κατά την οποία ο δυτικός μορφωμένος άνθρωπος πρέπει να κάνει το «χρέος» του απέναντι στον μη πολιτισμένο άνθρωπο και να τον βγάλει από το σκοτάδι.
Όλα αυτά δεν σημαίνουν πως ο φεμινισμός όπως τον γνωρίζουμε δεν έχει αξία. Το αντίθετο. Όλοι οι αγώνες του έχουν οδηγήσει σε σημαντικά επιτεύγματα και έχουν αλλάξει τις ζωές εκατομμυρίων γυναικών προς το καλύτερο. Ωστόσο, χρειάζεται να λάβουμε υπόψιν και εκατομμύρια άλλων γυναικών, των οποίων η εμπειρία και τα προβλήματα είτε αγνοούνται είτε δεν εκφράζονται κατάλληλα. Ίσως είναι η ώρα οι γυναίκες αυτές να μιλήσουν οι ίδιες για τις ιστορίες τους, χωρίς τη διαμεσολάβηση κάποιου «ανώτερου άλλου». Έχεις τη διάθεση να τις ακούσεις;
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Φεμινισμός, el.wikipedia.org, διαθέσιμο εδώ
- Λατινική Αμερική και Κοινοτικός Φεμινισμός, tomov.gr, διαθέσιμο εδώ
- Mohanty, C. T. (2021), Φεμινισμός Χωρίς Σύνορα: Αποαποικιοποίηση της θεωρίας και αλληλεγγύη στην πράξη, Εκδόσεις oposito