Του Χρήστου Μπουραζάνη,
Ο Νικηφόρος Β΄ Φωκάς, αρχικά στρατηγός και Δομέστικος των Σχολών της Ανατολής (δηλαδή αρχιστράτηγος του στρατού της Ανατολής) και έπειτα αυτοκράτορας της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από το 963 έως το 969 μ.Χ., υπήρξε μια μοναδική προσωπικότητα του βυζαντινού κράτους και της εποχής τους γενικότερα, ένα λαμπρό στρατηγικό μυαλό, ένας απλός και ασκητικός χαρακτήρας που ανέδειξε, για μια ακόμη φορά, τη βασιλεία των Ρωμαίων σε μεγάλη δύναμη και συνέβαλε τα μέγιστα στην ανάπτυξή της.
Καταγόταν από τη μεριά του πατέρα του από τον γνωστό οίκο των Φωκάδων, ο οποίος είχε να επιδείξει μεγάλα στρατιωτικά κατορθώματα και από την πλευρά της μητέρας του από τον οίκο των Μαλεινών, μιας ισχυρής οικογένειας από την ανατολή. Ως προς τις ρίζες της οικογένειάς του έχουν γίνει πολλές υποθέσεις. Ο Μιχαήλ Ατταλειάτης υποστηρίζει ότι κατάγεται από το ρωμαϊκό γένος Fabia, ενώ ο Ali Ibn Al–Athir μιλά για μερική αραβική συγγένεια, υποθέσεις που, βεβαίως, δεν μπορούν να αποδειχτούν, ωστόσο στη σύγχρονη βιβλιογραφία αναφέρεται ως πιο πιθανή η ελληνική και αρμενική ή γεωργιανή καταγωγή. Ο πατέρας του Βάρδας Φωκάς, καθώς και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του κατείχαν υψηλόβαθμες στρατιωτικές θέσεις, οπότε και ο Νικηφόρος ανατράφηκε από νεαρή ηλικία στα βήματα των προκατόχων του.
Παντρεύτηκε για πρώτη φορά μια άσημη γυναίκα, ονόματι Στεφανώ, η οποία, όμως, πέθανε πρόωρα. Έτσι, έδωσε όρκο αγνότητας για το υπόλοιπο της ζωής του και αφιερώθηκε πλήρως στις στρατιωτικές υποθέσεις. Το 945, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Κωνσταντίνος Ζ΄, διορίστηκε στρατηγός στην ανατολή, ενώ το 955 προήχθη σε Δομέστικο στη θέση του πατέρα του μετά από μια σειρά αποτυχημένων εκστρατειών σε μια εποχή που η αυτοκρατορία ταλανιζόταν από τους συνεχείς πολέμους με τους Άραβες.
Μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου Ζ,΄ στον θρόνο ανέβηκε ο νεαρός Ρωμανός Β΄. Ήδη από το 820 το ενδιαφέρον είχε στραφεί στην κατακτημένη από τους Άραβες της Κρήτη. Η δράση τους δημιουργούσε προβλήματα στις θαλάσσιες μετακινήσεις στο Αιγαίο και την επικράτεια της αυτοκρατορίας. Παράλληλα, άνοιξε πάλι το μέτωπο με το περιορισμένο πλέον χαλιφάτο των Αββασιδών και τον μουσουλμάνο ηγέτη της δυναστείας των Χαμδανιδών, Εμίρη μεγάλου μέρους της Συρίας και του Ιράκ, Sayf Al Dawla (ʿAlī ibn ʾAbū l-Hayjāʾ ʿAbdallāh ibn Ḥamdān ibn al-Ḥārith al-Taghlibī, علي بن أبو الهيجاء عبد الله بن حمدان بن الحارث التغلبي, ή μόνο με το όνομα Sayf Al Dawla, سيف الدولة, «το σπαθί της δυναστείας»), που ανέβαινε συνεχώς σε δύναμη και κύρος.
Ο Νικηφόρος συγκέντρωσε μια μεγάλη δύναμη στρατιωτών και έπλευσε το 960 για την Κρήτη με σκοπό την ανακατάληψή της, στοχεύοντας αρχικά στην πρωτεύουσα του νησιού, τον Χάνδακα, μια εξαιρετικά οχυρωμένη τοποθεσία, η πολιορκία της οποίας αποτελούσε μια ιδιαίτερη πρόκληση. Όμως, το στρατηγικό μυαλό του Φωκά φάνηκε από την πρώτη στιγμή που αποβιβάστηκε με τη δύναμή του στα παράλια του νησιού. Ο Λέων διάκονος αναφέρει χαρακτηριστικά στην ιστορία του: «Ο Ρωμαίος διοικητής Νικηφόρος συγκέντρωσε τον στρατό σε τρία τμήματα, τον εξόπλισε πυκνά με ασπίδες και δόρατα και, αφού διέταξε τις σάλπιγγες να ηχήσουν την επίθεση και τη σημαία του σταυρού να προπορεύεται, εξαπέλυσε κατά μέτωπο επίθεση εναντίον των βαρβάρων. Ξέσπασε μια τρομερή μάχη και τα βέλη έπεφταν σαν χαλάζι. Οι βάρβαροι δεν άντεξαν για πολύ τις ρωμαϊκές λόγχες, αλλά γύρισαν την πλάτη τους, έσπασαν τις γραμμές τους και έτρεξαν πίσω στο φρούριό τους όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Οι Ρωμαίοι τους καταδίωξαν και προκάλεσαν ανείπωτη σφαγή. Με αυτόν τον τρόπο η πρώτη επίθεση και μάχη εξελίχθηκε ευνοϊκά για τους Ρωμαίους. Όταν, όπως είπα, οι βάρβαροι είχαν κλειστεί στις οχυρώσεις τους, ο στρατηγός συγκέντρωσε τα στρατεύματά του και στρατοπέδευσε μπροστά από την πόλη των Κρητών. Διέταξε τις τριήρεις (σημείωση του γράφοντος: ο Λέων ονομάζει εδώ τα βυζαντινά πολεμικά πλοία δρόμωνες τριήρεις) και τα άλλα πλοία να αγκυροβολήσουν όλα μαζί σε ένα ασφαλές λιμάνι και να ελέγξουν τη θάλασσα και, αν έβλεπαν κάποιο βαρβαρικό πλοίο να βγαίνει έξω, θα έπρεπε να το καταδιώξουν και να το αποτεφρώσουν με υγρό πυρ».
Έπειτα από μια αποτυχία λόγω ανυπακοής των ανδρών του, ο Νικηφόρος κατάφερε τη νύχτα με μερικούς επίλεκτους στρατιώτες του να σφαγιάσει μια βοηθητική δύναμη 40.000 στρατιωτών που θα ενίσχυαν τους πολιορκούμενους αντιπάλους και με τακτικές ψυχολογικού εκφοβισμού, όπως μας πληροφορεί πάλι ο Λέων: «…..διέταξε τους άνδρες του να καρφώσουν μερικά από τα κεφάλια των βαρβάρων σε δόρατα και να τα τοποθετήσουν δίπλα στο τείχος που είχε χτίσει και να πετάξουν τα υπόλοιπα στην πόλη, σπάζοντας το ηθικό τους».
Αποφασίζοντας να περάσει τον χειμώνα αναμένοντας και εμψυχώνοντας τους άνδρες του, λίγους μήνες αργότερα, στις 7 Μαρτίου 961, κατάφερε και πόρθησε την πόλη και εν συνεχεία έφερε υπό τον πλήρη έλεγχό του ολόκληρο το νησί, αιχμαλωτίζοντας τον εμίρη Abd Al-Aziz ibn Shu‘ayb, εκδιώκοντας τελείως το ισλαμικό στοιχείο και αντικαθιστώντας το με πληθυσμό από τα αυτοκρατορικά εδάφη. Παράλληλα, ο αδελφός του, ο Λέων Φωκάς, μαθαίνοντας ότι ο Sayf Al Dawla σκόπευε να επιτεθεί στο Νικηφόρο, με εντολή του Ρωμανού Β΄ πήρε ένα μικρό εκλεκτό απόσπασμα ανδρών και αποβιβάστηκε στην Ασία, προκειμένου να τον αντιμετωπίσει. Παρά το μειονέκτημα σε αριθμό ανδρών, κατάφερε μέσα από έξυπνα στρατηγήματα να στήσει ενέδρες στον αντίπαλο, τρέποντάς τον σε φυγή και μειώνοντας δραστικά τη δύναμή του.
Ύστερα από τη μεγάλη αυτή νίκη ο Νικηφόρος επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη ως θριαμβευτής. Στη συνέχεια στράφηκε στην ανατολή και βάδισε κατά της Κιλικίας το 962, όπου κατέλαβε την Ανάζαρβο και την Ταρσό. Μέχρι το τέλος περίπου της περιόδου λεηλάτησε το Χαλέπι, αποδυναμώνοντας εντελώς τη δυναστεία των Χαμδανιδών. Εξαιτίας όλων αυτών των επιτυχημένων εκστρατειών ο Νικηφόρος Φωκάς απέκτησε το προσωνύμιο «ο ωχρός θάνατος των Σαρακηνών», γεγονός που δημιούργησε μια αύρα φόβου στους αντιπάλους του.
Ακολούθησε ο θάνατος του Ρωμανού, που είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση αναταραχών εντός της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας. Ο ευνούχος αξιωματούχος του Ρωμανού, Ιωσήφ Βρίγγας, προσπάθησε να σφετεριστεί τον θρόνο, αλλά οι συνεργάτες του εκτελέστηκαν και ο ίδιος εξορίστηκε. Ο Νικηφόρος λόγω της μεγάλης του φήμης και δόξας, αφού ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας από τον στρατό, στέφθηκε και επισήμως από τον Πατριάρχη Πολύευκτο το 963 και νυμφεύθηκε τη χήρα του Ρωμανού Θεοφανώ, ενώ ορίστηκε και προστάτης των παιδιών και διαδόχων του Ρωμανού, Βασιλείου και Κωνσταντίνου, χωρίς ο ίδιος να έχει την πρόθεση να γίνει γενάρχης μίας νέας δυναστείας.
Την περίοδο της βασιλείας του συνέχισε τις εκστρατείες στην Ανατολή, ενώ οι σχέσεις με τη Δύση χειροτέρευαν όλο και περισσότερο. Εντωμεταξύ, η δημοτικότητα του Νικηφόρου βρισκόταν σε χαμηλά επίπεδα λόγω της συνεχούς οικονομικής επιβάρυνσης του λαού με στόχο την ενίσχυση του στρατού και την κάλυψη των εξόδων των εκστρατειών. Έτσι, δυσαρεστημένοι αξιωματικοί έπεισαν τον έμπιστο ανιψιό του Φωκά, Ιωάννη Τσιμισκή, να τεθεί επικεφαλής μιας συνωμοσίας, στην οποία συμμετείχε και η Θεοφανώ. Τη νύχτα της 10ης προς την 11η Δεκεμβρίου του 969 οι συνωμότες, αφού είχαν έλθει σε συνεννόηση με τους αυλικούς, μπήκαν στο δωμάτιο του αυτοκράτορα και τον δολοφόνησαν εν ψυχρώ. Με αυτό τον τρόπο ήρθε το τέλος ενός ενδόξου άνδρα και στρατηγού, ο οποίος ήταν εν μέρει άπειρος στην πολιτική σε αντίθεση με τα στρατιωτικά. Όπως λέγεται, κατάφερε να νικήσει τους πάντες, δεν κατάφερε, όμως, να νικήσει μια γυναίκα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Sullivan, Denis (2018), The Rise and Fall of Nikephoros II Phokas, Βοστώνη: Εκδ. Brill
- Talbot, Alice-Mary & Sullivan, Denis (2005), The History of Leo the Deacon: Byzantine Military Expansion in the Tenth Century, Washington: Εκδ. Dumbarton Oaks Research Library and Collection
- Wortley, John (2010), John Skylitzes: Α Synopsis of Byzantine History, 811-1057, Cambridge: Εκδ. Cambridge University Press
- Καραγιαννόπουλος, Ιωάννης (1996), Το Βυζαντινό Κράτος, Θεσσαλονίκη: Εκδ. Βάνιας
- Χρονόπουλος, Ιωάννης (2009), Νικηφόρος Φωκάς: Ο «Λευκός Θάνατος» των Σαρακηνών, Αθήνα: Εκδ. Περισκόπιο