Της Θεώνης Παπακωνσταντίνου,
Το άρθρο 34 του Ποινικού μας Κώδικα ορίζει τα εξής: «Η πράξη δεν καταλογίζεται στον δράστη αν, όταν τη διέπραξε, λόγω νοσηρής διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών ή διατάραξης της συνείδησης, δεν είχε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό».
Ποιος, όμως, έχει τη δυνατότητα να αναγνωρίζει την ως άνω κατάσταση στο πρόσωπο του δράστη; Όπως είναι λογικό, ο δικαστής, ενδεχομένως, να μην έχει τις εξειδικευμένες γνώσεις που χρειάζονται πάνω σε ψυχιατρικά/ψυχολογικά ζητήματα και, ως εκ τούτου, να μην μπορεί πάντοτε να διακρίνει τις διαταραχές που μπορεί να φέρει ο κατηγορούμενος κι αν αυτός, τελικά, θεωρείται ή όχι καταλογιστός με βάση τα Π.Κ.34 και Π.Κ.36. Ικανός, επομένως, να δώσει λύση στον εν λόγω προβληματισμό είναι ένας πραγματογνώμων ψυχίατρος/ψυχολόγος.
Προκειμένου να γίνει αντιληπτός ο ρόλος του ψυχιάτρου ή ψυχολόγου πραγματογνώμονα στην ποινική δίκη, θεμιτό είναι να προσδιορίσουμε τον ρόλο του πραγματογνώμονα γενικότερα στην ποινική διαδικασία. Το άρθρο 183 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ορίζει ότι αν απαιτούνται ειδικές γνώσεις ορισμένης επιστήμης ή τέχνης για να γίνει ακριβής διάγνωση και κρίση κάποιου γεγονότος, οι ανακριτικοί υπάλληλοι ή το δικαστήριο μπορούν αυτεπαγγέλτως ή με αίτηση κάποιου διαδίκου ή του εισαγγελέα να διατάξουν πραγματογνωμοσύνη. Από το άρθρο αυτό συνεπάγεται πως ο «πραγματογνώμων» είναι ένα πρόσωπο με ειδικές γνώσεις μιας συγκεκριμένης επιστήμης ή τέχνης, ο οποίος έρχεται να «διαφωτίσει» μια κατάσταση όποτε κληθεί από τους ανακριτικούς υπαλλήλους ή το Δικαστήριο, είτε με δική τους πρωτοβουλία («αυτεπαγγέλτως») είτε ύστερα από αίτηση ενός εκ των προσώπων που συμμετέχουν στη δίκη («διάδικοι») ή του Εισαγγελέα. Από το γράμμα του Κ.Π.Δ. 183 φαίνεται, επίσης, πως δυνατότητα προσφυγής στις ειδικές γνώσεις κάποιου πραγματογνώμονα μπορεί να ανακύψει τόσο κατά την προδικασία, δηλαδή όλη τη διαδικασία που εξελίσσεται από την άσκηση της ποινικής δίωξης μέχρι και την οριστική παραπομπή του στο ακροατήριο ή την απαλλαγή του, όσο και κατά το ακροατήριο.
Ο ρόλος του πραγματογνώμονα, όμως, δεν είναι πάντα ο ίδιος∙ ποικίλλει ανάλογα με τις ανάγκες της υπόθεσης που προκύπτουν σε κάθε περίπτωση. Επομένως, ο πραγματογνώμων μπορεί είτε να περιορίζεται στην παροχή απλώς κανόνων της επιστήμης είτε να προχωρά ένα βήμα παρακάτω, υπάγοντας τους κανόνες αυτούς στα in concreto πραγματικά περιστατικά ή τέλος, να παραδίδει πληροφορίες, οι οποίες, όμως, προκύπτουν ύστερα από την προσωπική του διαγνωστική ικανότητα μέσα από την εφαρμογή στην πράξη του αντικειμένου της επιστήμης/τέχνης του. Η τελευταία περίπτωση είναι και η μόνη από τις τρεις κατά την οποία ο πραγματογνώμων μπορεί να ξεφύγει από τον ρόλο του ως «βοηθού του δικαστή» και να θεωρηθεί γνήσιο αποδεικτικό μέσο.
Πιο συγκεκριμένα, ο ψυχίατρος πραγματογνώμων (Κ.Π.Δ. 200) διαδραματίζει καίριο ρόλο στην ποινική διαδικασία, διότι μπορεί να συμβάλει με την κρίση του στον περιορισμό της προσωπικής ελευθερίας του δράστη. Αναφορά γίνεται στο επαχθές μέτρο της εισαγωγής του κατηγορουμένου σε δημόσιο ψυχιατρείο για παρατήρηση, το οποίο είναι δυνατόν να επιβληθεί τόσο στην προδικασία όσο και κατά την ακροαματική διαδικασία. Παρά το γεγονός ότι ο πραγματογνώμων ψυχολόγος διορίζεται σπανιότερα σε σχέση με τον ψυχίατρο, ειδική μνεία αυτού γίνεται στα άρθρα 226Α και 226Β Κ.Π.Δ.. Οι αρμοδιότητές του επικεντρώνονται, κυρίως, στην προετοιμασία του θύματος για την εξέτασή του (ειδική αναφορά γίνεται στον παιδοψυχολόγο πραγματογνώμονα, ο οποίος αναλαμβάνει το δύσκολο έργο «ξεκλειδώματος» μπλοκαρισμένων παιδιών, που έχουν υποστεί κακοποίηση ή γενετήσια εκμετάλλευση), αλλά και σε άλλες περιστάσεις, όπως στην αξιολόγηση της απολογίας του κατηγορουμένου ή της αξιοπιστίας των μαρτυρικών καταθέσεων.
Οι προαναφερθείσες αρμοδιότητες τόσο του πραγματογνώμονα ψυχιάτρου όσο και του ψυχολόγου μπορούν να επιτευχθούν μέσα από την ψυχιατρική εξέταση, η οποία είναι δυνατό να λάβει ποικίλες μορφές, όπως αυτή της συνέντευξης. Με τη σειρά της, και αυτή μπορεί να είναι πιο ελεύθερη ή ημιδομημένη ή, τέλος ,να είναι καθαρά τυποποιημένη.
Περιληπτικά, μέσα από τη γλωσσική επικοινωνία, αλλά και με γνώμονα εξωτερικά στοιχεία, όπως η εμφάνιση ή οι κινήσεις του εξεταζόμενου, ο αρμόδιος ψυχίατρος/ψυχολόγος προσπαθεί να επιτύχει την «ανάμνηση», δηλαδή τη συγκέντρωση των απαραίτητων στοιχείων που θα τον οδηγήσουν στη διαμόρφωση της πληρέστερα δυνατής εικόνας για τον εξεταζόμενο, τόσο αναφορικά με την τωρινή κατάσταση όσο και με το παρελθόν αυτού. Το τελευταίο στάδιο της διαδικασίας αποτελεί η «διάγνωση». Τα συμπεράσματα στα οποία μπορεί να καταλήξει είναι διαζευκτικά: η μη ύπαρξη κάποιας ψυχικής διαταραχής, η ύπαρξη νευρωσικής διαταραχής (π.χ. νευρωτική κατάθλιψη, αγχώδης νεύρωση), ο εντοπισμός ψυχωσικής νεύρωσης (π.χ. σχιζοφρένεια και άλλες σοβαρές ψυχασθένειες που έχουν ως χαρακτηριστικό τις παραισθήσεις), η διάγνωση οργανικής διαταραχής ή τέλος, η διάγνωση διαταραχής της προσωπικότητας.
Ειδικότερα, ο πραγματογνώμων ψυχολόγος οδηγείται στη διάγνωση μέσα από την πλήρωση τριών σταδίων εξέτασης. Αρχικά, ανιχνεύει την προέλευση του προβλήματος (αιτιολογία), έπειτα διακρίνει τη μορφή εμφάνισης αυτού (συμπτωματική) και τέλος, ενδέχεται να προβεί σε πρόβλεψη της εξέλιξης της ψυχικής κατάστασης του εξεταζόμενου κατά τα επόμενα στάδια της ποινικής διαδικασίας (πρόγνωση). Στην παραπάνω διαδικασία χρειάζεται να επικρατεί πειθαρχία από τη μεριά του εξεταστή, δηλαδή ο ψυχολόγος πρέπει να αυτοσυγκρατείται και να αυτοπεριορίζεται, χωρίς να προβάλει προσωπικές του απόψεις στον εξεταζόμενο και προπάντων χωρίς να καταλήγει σε ένα συμπέρασμα, απλώς και μόνο για να επιβεβαιώσει τις αρχικές προβλέψεις του.
Αξίζει να επισημανθεί ότι το έργο του ψυχιάτρου/ψυχολόγου δεν είναι μια εύκολη υπόθεση. Μία από τις σημαντικότερες δυσχέρειες που αντιμετωπίζει είναι ότι έρχεται να καταλήξει σε συμπέρασμα για την ψυχική κατάσταση του εξεταζομένου αναδρομικά. Υπεισέρχεται στον χρόνο τέλεσης της πράξης εκ των υστέρων, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε αβέβαια αποτελέσματα, λαμβάνοντας υπόψη πως κάποιες διαταραχές μπορεί να έχουν παροδικό χαρακτήρα, ενώ κάποιες άλλες μεγαλύτερη διάρκεια, πράγμα που σημαίνει ότι η εικόνα του δράστη κατά τη διαδικασία της εξέτασης μπορεί να μην είναι αντιπροσωπευτική της κατάστασης στην οποία βρισκόταν κατά την τέλεση της πράξης.
Τελειώνοντας, κρίσιμο είναι να τονιστεί ότι σε κάθε περίπτωση αυτός που έχει τον τελευταίο λόγο είναι ο δικαστής (αρχή της ηθικής απόδειξης Κ.Π.Δ. 177). Σημαντικό είναι να διακρίνουμε περιπτώσεις: όταν μία ή περισσότερες πραγματογνωμοσύνες καταλήγουν σε κοινά συμπεράσματα, ο δικαστής έχει την ευχέρεια είτε να στηριχθεί στην κρίση του είτε να υιοθετήσει το πόρισμα του ειδικού. Αντίθετα, σε περίπτωση που υφίσταται τόσο πραγματογνωμοσύνη όσο και έκθεση τεχνικού συμβούλου[1], κατά την οποία είναι πολύ πιθανό τα συμπεράσματα αυτών να αποκλίνουν ουσιωδώς, ο δικαστής έχει την υποχρέωση να επιλέξει το πειστικότερο, πάντοτε κατά την προσωπική του κρίση, αποδεικτικό μέσο, προβαίνοντας, ταυτόχρονα, σε ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της εν λόγω επιλογής του.
Δεν είναι σπάνιο, όμως, στην πράξη, σε ζητήματα ανικανότητας προς καταλογισμό (Π.Κ. 34) ή μειωμένης ικανότητας καταλογισμού του δράστη (Π.Κ. 36), ο δικαστής να λειτουργεί διστακτικά και με επιφύλαξη ως προς την πραγματογνωμοσύνη και εξαιτίας αυτού να μην καταλήγει σε απαλλακτική απόφαση. Συνεπώς, χρειάζεται, από τη μια πλευρά, ο δικαστής να απαλλαγεί από τυχόν προκαταλήψεις και να μη λειτουργεί αδικαιολόγητα επιφυλακτικά, ερχόμενος σε σύγκρουση με την αρχή του in dubio pro reo, ενώ, από την άλλη, ο πραγματογνώμων ψυχίατρος/ψυχολόγος οφείλει να βοηθά τον δικαστή να επιτύχει την παραπάνω συνθήκη μέσα από γνωμοδοτήσεις, οι οποίες επικεντρώνονται στο συγκεκριμένο, κατά περίπτωση, θύμα ή δράστη. Κατά αυτόν τον τρόπο είναι πιθανότερο να οδηγηθούν σε όσο το δυνατόν δικαιότερες αποφάσεις, ενώ συνάμα, κατά συνέπεια, λειτουργούν εκπληρώνοντας μία από τις θεμελιώδεις αρχές της ποινικής δικονομίας∙ αυτή της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας.
[1]Κ.Π.Δ. 208 επ., περίπτωση κατά την οποία ο ψυχίατρος/ψυχολόγος εμφανίζεται στην ποινική δίκη ύστερα από διορισμό από τον κατηγορούμενο ή από τον παριστάμενο προς υποστήριξη της κατηγορίας με σκοπό να τους βοηθήσουν με τις επιστημονικές τους γνώσεις.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Κιούπης Δημήτριος, Δικαστική Ψυχολογία και Ψυχιατρική, Εκδόσεις: Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, Μάιος 2022
- Ανδρουλάκης Νικόλαος Κ., Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, Εκδόσεις: Σάκκουλας Π.Ν., Αθήνα, Οκτώβριος 2020