8.3 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΟικονομίαΚόστη και οφέλη του κοινού νομίσματος (Μέρος Α')

Κόστη και οφέλη του κοινού νομίσματος (Μέρος Α’)


Της Ελένης Μπαλγκουράνου,

Σημάδι της ιδιοσυγκρασίας της δεκαετίας του 1990 αποτέλεσε η πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μετά από συνεχείς διαπραγματεύσεις, έντονες πολιτικές αντιπαραθέσεις και προβληματισμούς, πολλές χώρες της Ένωσης έλαβαν την τελική απόφαση να εγκαταλείψουν το εθνικό τους νόμισμα και να στραφούν προς την υιοθέτηση ενός κοινού νομίσματος. Ως φυσικό απότοκο, η πρόβλεψη μιας ζώνης κοινού νομίσματος, αποτέλεσε προφανής πρόκληση, καθώς όχι μόνο έθιγε την εθνική κυριαρχία των συμμετεχόντων κρατών-μελών, αλλά και διαμόρφωσε καθοριστικά τις διεθνείς σχέσεις και συνεργασίες. Η εγκαθίδρυση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (Ο.Ν.Ε.) εισήχθη με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 4 Σ.Λ.Ε.Ε., ενώ συγκεκριμένα με το άρθρο 127 Σ.Λ.Ε.Ε. συστάθηκε το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Τα θεσμικά αυτά όργανα είναι επιφορτισμένα με την χάραξη της νομισματικής πολιτικής. Διαθέτουν καταστατικά λειτουργίας, εκδίδουν συνεχώς λεπτομερείς Κανονισμούς και Οδηγίες, διευκολύνοντας και θέτοντας σαφείς κανόνες για τη λήψη αποφάσεων. Επί τούτω, η Ε.Ε. στην προσπάθειά της να ενισχύσει ακόμη περισσότερο το δύσκολο εγχείρημα του κοινού νομίσματος, προχώρησε στη δημιουργία της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Αγοράς. Η σύστασή της είχε καθοριστική επίδραση στην επέκταση της αγοράς, καθώς άρθηκαν τα εμπόδια των συναλλαγών. Η εδραίωσή τους συντελέστηκε τόσο σε κλίμα ανταγωνισμού, όσο και τόνωσης του καταναλωτισμού, διότι βασική μέριμνα της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Αγοράς ήταν η ελεύθερη μετακίνηση αγαθών, κεφαλαίων, υπηρεσιών και εργασίας. Η συγκρότηση, λοιπόν, μιας κοινής πολιτικής ανταγωνισμού, αλλά και κοινού συστήματος εξωτερικών δασμών για τα κράτη εκτός της Ένωσης, αποτέλεσε τη βασική επιδίωξή της.

Πηγή εικόνας: frimufilms / Freepik

Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να αναλύσουμε τα οφέλη ενός κοινού νομίσματος εκτενώς. Το πρώτο και άμεσο όφελος, όπως προαναφέρθηκε, αποτελεί η εξάλειψη του κόστους συναλλαγής, με αποτέλεσμα το εμπόριο να γίνεται πιο ελαστικό. Στη συνέχεια, μειώνεται η μεταβλητότητα της συναλλαγματικής ισοτιμίας, η οποία δημιουργεί μια θετική εξέλιξη στον τομέα των επενδύσεων, τονώνοντας την οικονομική μεγέθυνση και αμβλύνοντας τους επενδυτικούς κινδύνους. Το τρίτο επιχείρημα της εγκαθίδρυσης ενός ενιαίου νομίσματος αφορά την άρση των τεράστιων τιμολογιακών διαφορών μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωζώνης.

Η πολυπλοκότητα αυτού του εγχειρήματος είναι προφανής, επομένως, δεν δύναται να περατωθεί με απόλυτη ακρίβεια. Η φύση των απαιτήσεων ορισμένων εμπορικών προϊόντων, όπως είναι τα λαχανικά, τα οποία χαρακτηρίζονται από μεγάλο κόστος συναλλαγής. Στον αντίποδα, τα κόστη ενός κοινού νομίσματος διαθέτουν ως βασικό συντελεστή την απώλεια της εθνικής κυριαρχίας ενός κράτους κατά την άσκηση της νομισματικής πολιτικής. Συνεπώς, ένα κράτος από την στιγμή που γίνεται μέλος της νομισματικής ένωσης, εντός της οποίας η νομισματική αρχή είναι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, απολύει την αυτονομία της νομισματικής πολιτικής, καθώς και τη δυνατότητα ρύθμισης των μεταβολών της συναλλαγματικής ισοτιμίας λόγω μακροοικονομικών διαταραχών. Στο σημείο αυτό είναι απαραίτητο να συγκριθούν δύο περιπτώσεις χωρών, όπου στην πρώτη, οι χώρες εμμένουν στο εθνικό τους νόμισμα και στη δεύτερη κινούνται εντός της ευρωζώνης.

Έστω, οι χώρες Α και Β διατηρούν το εθνικό τους νόμισμα. Οι βραχυχρόνιες μεταβολές στη συνολική ζήτηση θα αμβλύνονταν από μια μεταβολή στην συναλλαγματική τους ισοτιμία. Η χώρα Α θα γνώριζε μια αύξηση στη συνολική ζήτηση των αγαθών της, με αποτέλεσμα το εθνικό νόμισμα της χώρας Α να έχει μεγαλύτερη ζήτηση από εκείνο της χώρας Β. Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και οι καθαρές εξαγωγές. Αυτό σημαίνει πως τα αγαθά της χώρας Α θα γίνουν πιο ακριβά για τη χώρα Β, διότι θα πρέπει να καταβληθούν περισσότερα χρήματα από τη χώρα Β ώστε να συντελεστεί η εισαγωγή τους και οι καθαρές εξαγωγές της χώρας Α θα μειωθούν. Αντίθετα, οι καθαρές εξαγωγές της χώρας Β θα αυξηθούν.

Στη δεύτερη περίπτωση, δηλαδή όταν δύο χώρες διαθέτουν κοινό νόμισμα, βάσει των προηγούμενων, η Ε.Κ.Τ. αναλαμβάνει τον ρόλο της διατήρησης σταθερότητας του πληθωρισμού, στο σημείο που είναι δυνατό να επιτευχθεί. Βασικό μέλημα των οικονομιών των χωρών του παραδείγματός μας, είναι τα προβλήματα προσαρμογής των μισθών και της εργασίας, καθώς επηρεάζουν και τις δύο. Έστω, λοιπόν, ότι η χώρα Α αντιμετωπίζει προβλήματα αύξησης της ανεργίας και το προϊόν που παράγει είναι χαμηλής αξίας και η χώρα Β διαθέτει αύξηση του επιπέδου τιμών. Συνεπώς, η χώρα Α θα επιδιώξει χαμηλότερους μισθούς, θα μειώσει το κόστος παραγωγής για να προκαλέσει ανταγωνισμό και θα επέλθει αύξηση της ζήτησης. Ακόμη, θα προβεί σε μια μείωση των επιτοκίων της, με σκοπό να τονώσει τη συνολική της ζήτηση.

Πηγή εικόνας: ededchechine / Freepik

Από την άλλη πλευρά, έχοντας ως δεδομένο ότι η χώρα Β έχει αυξημένο επίπεδο τιμών, ελλοχεύει ο κίνδυνος πληθωρισμού και για αυτό αυξάνει τη ζήτηση της εργασίας και των μισθών της. Επίσης, η χώρα Β, σε αντίθεση με την χώρα Α, θα αυξήσει το εγχώριο επιτόκιό της, για να πετύχει μείωση της συνολικής ζήτησης. Επειδή οι δύο αυτές χώρες βρίσκονται εντός της Ευρωζώνης και οι αποφάσεις της μίας επηρεάζουν τις κινήσεις της άλλης, η Ε.Κ.Τ. αποσκοπεί στον ορισμό του ύψους των επιτοκίων, με σκοπό την αναζήτηση της ισορροπίας συνολικής ζήτησης και προσφοράς των χωρών.

Το ερώτημα που γεννάται από τις παραπάνω αναλύσεις αφορά τους τρόπους μείωσης του κόστους ενός κοινού νομίσματος. Όπως γίνεται αντιληπτό από τα παραπάνω, η προσαρμογή ενός κράτους μέλους στις μακροοικονομικές διαταραχές πρέπει να είναι υψηλή. Οι πραγματικοί μισθοί πρέπει να ανταποκρίνονται όσο καλύτερα γίνεται στις αυξομειώσεις της ανεργίας, καθώς επηρεάζουν τη συνολική προσφορά του επιπέδου παραγωγής. Έπειτα, σχετικά με την κινητικότητα της αγοράς εργασίας, η μετανάστευση για μια καλύτερη θέση εργασίας σε άλλη χώρα μετριάζει τις πληθωριστικές τάσεις ενός κράτους εξισορροπώντας τις ασύμμετρες διαταραχές.

Οι ασύμμετρες αυτές διαταραχές αφορούν τις μεταβολές στη ζήτηση και προσφορά των κρατών, που όπως είδαμε, διαφέρουν από το ένα κράτος στο άλλο. Για να μειωθεί το κόστος ενός ενιαίου νομίσματος, σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η κινητικότητα των χρηματοοικονομικών κεφαλαίων. Στο παράδειγμα που αναφέρθηκε παραπάνω με τις δύο χώρες, έστω ότι η χώρα Α δανείζεται από τη χώρα Β, ώστε να καλύψει τις βραχυχρόνιες διαταραχές στην παραγωγή. Κατά συνέπεια, οι ασύμμετρες διαταραχές μεταξύ των χωρών κάμπτονται, έτσι ώστε να ελέγχεται η ισορροπία στην κατανάλωση.

Για τη μεγιστοποίηση των οφελών ενός κοινού νομίσματος είναι σημαντικό να δίνονται εμπορικής φύσεως κίνητρα στα κράτη, ενώ, ταυτόχρονα, να απαλλάσσονται από το κόστος των συναλλαγών. Εφόσον, δεν συντελείται η μετατροπή ενός εθνικού νομίσματος σε ένα άλλο, ως φυσικό απότοκο, οι χώρες θα ενισχύσουν τις εμπορικές τους σχέσεις. Ακόμη, μειώνοντας την αβεβαιότητα της συναλλαγματικής ισοτιμίας, οι συναλλαγές εν γένει εντός της Ε.Ε. θα αυξηθούν σημαντικά καθώς δημιουργείται ένα κλίμα εμπιστοσύνης και τα κράτη γνωρίζουν εκ των προτέρων το καθαρό κέρδος που θα επωμιστούν από τις εμπορικές τους συνδιαλλαγές.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Οικονομική, Gregory N. Mankiw, Mark P. Taylor, Εκδόσεις Τζιόλα, 4η έκδοση, 2018
  • Ευρωπαϊκό Δίκαιο, Δονάτος Ι. Παπαγιάννης, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 5η έκδοση, 2016

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ελένη Μπαλγκουράνου
Ελένη Μπαλγκουράνου
Γεννήθηκε το 1999 στη Λάρισα όπου και μεγάλωσε. Είναι φοιτήτρια του τμήματος Δημόσιας Διοίκησης του Παντείου Πανεπιστημίου. Ενδιαφέρεται για την οικονομική επιστήμη, την χρηματοοικονομική Διοίκηση, τη Δημόσια Πολιτική, τη διεθνή και εγχώρια φορολογία. Στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με τον εθελοντισμό και ερασιτεχνικά με τη φωτογραφία.