Της Ελευθερίας Τσιρώνη,
Το ερώτημα «Τι ευθύνεται για τη συμπεριφορά ενός ανθρώπου;» έχει απασχολήσει μια πλειάδα επιστημονικών κλάδων και ανάλογα με τη θεωρητική του κατεύθυνση ο καθένας προτείνει και διαφορετικές αιτίες. Ας πούμε, οι βιολόγοι θεωρούν πως η συμπεριφορά καθορίζεται με βάση κληρονομούμενα χαρακτηριστικά, ενώ οι κοινωνιολόγοι την αποδίδουν σε κοινωνικά αίτια.
Στον κλάδο της ψυχολογίας, παρότι κάποιος θα υπέθετε ότι οι ψυχολόγοι ψάχνουν να βρουν τα ενδογενή αίτια της συμπεριφοράς, στην πραγματικότητα η κοινωνική ψυχολογία προστάζει ότι μεγάλο μέρος της εν λόγω έννοιας έχει κοινωνικές ρίζες. Δηλαδή, το μεγαλύτερο μέρος της συμπεριφοράς μας δεν συμβαίνει γιατί έχουμε έναν συγκεκριμένο χαρακτήρα, αλλά γιατί βρισκόμαστε σε μία συγκεκριμένη κατάσταση. Μεγάλο έδαφος έχει κερδίσει και η θεωρία κανονιστικών πεποιθήσεων, η οποία αναφέρει πως οι άνθρωποι έχουμε πεποιθήσεις/ απόψεις αναφορικά με το τι είναι σωστό και λάθος, οι οποίες επηρεάζονται και από τη γνώμη των υπόλοιπων ανθρώπων και έχουν καταλυτική επίδραση στη συμπεριφορά (Ajzen, 1991; Trafimow, 1994).
Οι έννοιες αυτές μπορεί να ηχούν ξένες στα αυτιά μας, όμως με μερικά παραδείγματα εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι αποτελούν κομμάτι της συμπεριφοράς μας. Ένα παράδειγμα μπορεί να δώσει η έρευνα του Trafimow (1994) που ανέδειξε πως τα άτομα που πιστεύουν ότι ο/η παρτενέρ τους επιθυμεί να χρησιμοποιήσουν προφυλακτικό είναι πράγματι πιο πιθανό να χρησιμοποιήσουν. Ζωτικό ρόλο διαδραματίζει και η αυτοπεποίθηση που νιώθουν οι συμμετέχοντες, ότι γνωρίζουν τι θέλει ο παρτενέρ τους. Δηλαδή, αυτοί που ένιωθαν σίγουροι πως ο/ η παρτενέρ τους δεν θα ήθελε να χρησιμοποιήσουν προφύλαξη, ήταν σχεδόν δεδομένο πως δε θα χρησιμοποιούσαν. Από την άλλη, όσοι ήταν αβέβαιοι ως προς το τι ήθελε ο/η σύντροφος, ήταν πιο πιθανό να πράξουν με βάση τι θέλουν οι ίδιοι και να μην λάβουν υπόψιν τι πιστεύουν ότι θα ήθελε ο/η σύντροφος. Άρα, οι άνθρωποι που είναι πεπεισμένοι ότι γνωρίζουν τι σκέφτεται ο άλλος είναι πιο πιθανό να συμμορφωθούν με αυτό, κάτι που αποτελεί ένδειξη ότι οι άνθρωποι πράττουν με βάση αυτό που νομίζουν ότι οι υπόλοιποι θεωρούν σωστό.
Και αν ακόμη η έννοια των κανονιστικών αντιλήψεων προκαλεί μία σύγχυση, ένα απλό παράδειγμα ίσως μπορεί να βοηθήσει στην κατανόηση. Ο Γιάννης πιστεύει ότι οι γονείς του θεωρούν αντιαισθητικό ή μη κανονικό (εξού και ο όρος «κανονιστική αντίληψη») το να φοράει κανείς γυαλιά. Για αυτόν τον λόγο, συνήθως επιλέγει να φοράει φακούς επαφής. Ποτέ οι γονείς του δεν του είπαν ξεκάθαρα «Γιάννη, δεν μου αρέσεις όταν φοράς γυαλιά». Ο Γιάννης έβγαλε αυτό το συμπέρασμα, επειδή τους είχε ακούσει κάποια φορά να σχολιάζουν ως «άσχημο» ένα αγόρι που τύγχανε να έχει γυαλιά και επειδή οι ίδιοι παρά τα προβλήματα οράσεώς τους επιλέγουν να φορούν φακούς επαφής. Και μάλιστα, υπάρχει περίπτωση ο Γιάννης να μην έχει καν επίγνωση ότι η συμπεριφορά του έχει προέλθει από αυτό, αλλά να πιστεύει πως στον ίδιο δεν αρέσει, για αυτό και δεν φοράει. Σε ένα άλλο σενάριο, ο Γιάννης δεν έχει προσέξει κάποια συμπεριφορά των γονέων του ως προς την ένδυση με κοντομάνικα μπλουζάκια, δεν έχει λοιπόν κάποια άποψη για το τι πιστεύουν για το εν λόγω ζήτημα, για αυτό και όποτε νιώθει ότι θα ήθελε να φορέσει κοντομάνικο προβαίνει σε αυτήν τη συμπεριφορά, χωρίς να το σκεφτεί ιδιαίτερα.
Πότε, λοιπόν, θα λέγαμε ότι η συμπεριφορά κάποιου είναι ελεύθερη, εντελώς απεξαρτημένη από τη γνώμη των άλλων; Υπάρχει πραγματική ελευθερία ή παρά μόνο όταν δεν γνωρίζουμε τι σκέφτονται οι άλλοι πράττουμε με βάση τα δικά μας θέλω; Άμα προβούμε σε μία συμπεριφορά την οποία οι σημαντικοί άλλοι δεν εγκρίνουν, υπάρχει η πιθανότητα να νιώσουμε τύψεις; Και αν ναι, μήπως αυτό αποδεικνύει ότι όντως οι κανονιστικές πεποιθήσεις (το τι ορίζουμε ως κανονική/τυπική συμπεριφορά που έχει ρίζες και σε αυτό που προσλαμβάνουμε από το περιβάλλον, δηλαδή αυτό που νομίζουμε ότι πιστεύουν οι γύρω μας) επηρεάζουν την πιθανότητα να προβούμε σε συγκεκριμένες συμπεριφορές ή/και τα συναισθήματά μας;
Όλα τα προαναφερθέντα ερωτήματα έχουν απασχολήσει τόσο τους επιστήμονες όσο και τους «απλούς» ανθρώπους. Δεν χρειάζεται να είσαι ερευνητής για να σε ενδιαφέρει το κατά πόσο τα ρούχα που φοράς, οι δραστηριότητες που έχεις ή ακόμα και η δουλειά που έχεις επιλέξει είναι αποκλειστικά δική σου επιλογή ή άμα οι επιλογές σου είναι συνέπεια του τι νιώθεις ότι θα αρέσει στους άλλους. Ξεκάθαρη απάντηση δεν υπάρχει, αλλά υπάρχει μια γενική υπόθεση ότι οι άλλοι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο (δηλαδή είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα) επηρεάζουν τη συμπεριφοράς μας, κάτι που φυσικά ενέχει εξαιρέσεις.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ajzen, I. (1991), The Theory of Planned Behavior., Organizational Behavior and Human Decision Processes, 50(2), 179–211. Διαθέσιμο εδώ
- Trafimow, D. (1994), Predicting Intentions to Use a Condom From Perceptions of Normative Pressure and Confidence in Those Perceptions1, Journal of Applied Social Psychology, 24(24), 2151–2163. Διαθέσιμο εδώ