Της Αριάδνης – Παναγιώτας Φατσή,
Στα πλαίσια του φετινού αφιερώματος για τα 100 χρόνια από το 1922, πολλές φορές έχουμε μιλήσει για βιβλία, τόσο λογοτεχνικά όσο και επιστημονικά, που φωτίζουν πτυχές των γεγονότων αυτών. Παρόλα αυτά, το ίδιο σημαντικά, αλλά ίσως λιγότερο γνωστά, είναι και όσα ακολούθησαν τα γεγονότα της Καταστροφής, σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο. Αυτές τις εκφάνσεις της πολιτικής ζωής, με έμφαση στη συνέχιση του Εθνικού Διχασμού μετά το 1922, περιγράφει το βιβλίο του Γιώργου Μαυρογορδάτου που παρουσιάζουμε σήμερα.
Ο ίδιος έχει, φυσικά, γράψει και ένα έργο που αφορά τον Εθνικό Διχασμό από το 1915 και έπειτα, αλλά επανέρχεται με αυτό το δεύτερο μέρος για να παρουσιάσει τη συνέχεια αυτής της πολιτικής αντιπαράθεσης, που οδήγησε σε μια σειρά επακολούθων στην πολιτική ζωή. Το βιβλίο τιτλοφορείται «Μετά το 1922: Η παράταση του Διχασμού» και οι ενδιαφερόμενοι αναγνώστες μπορούν να το αναζητήσουν από τις Εκδόσεις Πατάκη. Ο Γιώργος Μαυρογορδάτος είναι ιστορικός, έχει διδάξει στο παρελθόν στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και το βιβλίο του για τον Εθνικό Διχασμό συμπεριλαμβάνεται στα ευπώλητα σύγχρονα ιστορικά βιβλία. Και στα δύο του βιβλία προσεγγίζει με κάθε επιστημονικότητα το φαινόμενο του Διχασμού, αποφεύγοντας να δώσει βήμα σε κλισέ που αφορούν κάποια «κατάρα» ή κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των Ελλήνων που τους οδηγεί σε εμφύλιες διαμάχες.
Η παράταση του Διχασμού, όπως προκύπτει από το έργο αυτό, ήταν ένα επόμενο των γεγονότων της περιόδου. Ο συγγραφέας περιγράφει τις ταξικές διαφορές στην Ελλάδα που προέκυψαν μετά τις ανταλλαγές των πληθυσμών. Οι κοινωνικές αυτές ανακατατάξεις ήταν εύλογο να εντείνουν τις αντιπαλότητες του παρελθόντος. Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η υπερτόνιση των πολιτικών ευθυνών για την Καταστροφή έδωσε άλλοθι στον στρατό για να επεμβαίνει στην πολιτική, οι κοινωνικές αναταραχές σήμαιναν ότι ήταν πολύ δύσκολο να κατασβεστούν τα πάθη του Διχασμού από την προηγούμενη περίοδο. Τα γεγονότα του Μεσοπολέμου, από το 1922 και μετά, η θνησιγενής δημοκρατία και οι συνεχείς εχθρότητες ανάμεσα σε Βενιζελικούς και Αντιβενιζελικούς – με τους πρώτους να επικρατούν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό μέχρι το 1932, η επάνοδος της βασιλείας, αλλά και το γεγονός ότι με τις αναμείξεις των στρατιωτικών στην πολιτική ήταν εξαιρετικά πιθανή μια εκτεταμένη εμφύλια διαμάχη, σχημάτισαν την πολιτική σκηνή της εποχής και έδωσαν συνέχεια στις έχθρες του παρελθόντος.
Ο Εθνικός Διχασμός ξεκίνησε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και συνέχισε να υπάρχει μέχρι και την αρχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, καλύπτοντας ουσιαστικά όλη την περίοδο του Μεσοπολέμου στην Ελλάδα, μέχρι και την άρνηση του ιταλικού τελεσιγράφου από τον Μεταξά, ο οποίος θεωρείται από τον Μαυρογορδάτο ο τελευταίος επιζών πρωταγωνιστής του Διχασμού το 1940. Η καταδίκη «των Έξι» το 1922, τα πραξικοπήματα που σημειώθηκαν στη συνέχεια και η επικράτηση των Αντιβενιζελικών μετά το 1932, που κορυφώθηκε με την επιστροφή του βασιλιά, αποτέλεσαν όλα εκφάνσεις του Διχασμού, οι οποίες πυροδότησαν, με τη σειρά τους, τις εξελίξεις. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στο βιβλίο για τη δράση της ΕΑΠ, η οποία παραλληλίζεται με πιο σύγχρονες μορφές οικονομικής εποπτείας, αλλά και επαινείται για το έργο της. Επιπρόσθετα, ο αναγνώστης μπορεί να βρει πλούσια στατιστικά στοιχεία για τις εκλογικές αναμετρήσεις, αλλά και μια κριτική περιγραφή για τις απόπειρες εκσυγχρονισμού του εκπαιδευτικού συστήματος.
Όσοι γνωρίζουν την Ιστορία αυτών των ταραγμένων χρόνων είναι χωρίς αμφιβολία ένα κατάλληλο κοινό για το συγκεκριμένο βιβλίο, το οποίο, όμως, δεν απευθύνεται αποκλειστικά σε ιστορικούς. Γεγονότα που είναι γνωστά σε όλους, όπως η Δίκη των Έξι και τα δημοψηφίσματα του 1924 και του 1935, γίνονται κατανοητά εκ νέου στους αναγνώστες, μέσα από το συγκείμενο της περιόδου, με αποτέλεσμα, τελικά, να αμβλύνονται οι όποιες παρανοήσεις υπάρχουν για αυτά τα γεγονότα στην κοινή συνείδηση. Ο Μαυρογορδάτος διαφωνεί με ορισμένες ιδιαίτερα κοινότοπες απόψεις, όπως το ότι οι Έλληνες έχουν μια τάση προς τις εμφύλιες διαμάχες και το ότι η βασιλεία δεν ήταν ένα πολίτευμα που ταίριαζε στις ανάγκες του ελληνικού κράτους, παρουσιάζοντας, μάλιστα, και ορισμένα επιχειρήματα που ίσως να δημιουργούσαν ισχυρές αντιδράσεις. Παρόλα αυτά, ο τρόπος με τον οποίο εκφράζονται οι απόψεις αυτές είναι επιστημονικός και στηρίζεται σε επιχειρήματα, με αποτέλεσμα να προσφέρει ένα ποιοτικό και εποικοδομητικό ανάγνωσμα στους ιστορικούς και ιστοριοδίφες, ανεξάρτητα από τις προσωπικές και επιστημονικές τους απόψεις.