Του Αναστάση Αναστασόπουλου,
Ο πληθωρισμός σε παγκόσμιο επίπεδο έχει ανοδική τάση τα τελευταία έτη. Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι οι πολίτες των κρατών πληρώνουν πολλά περισσότερα χρήματα για να αγοράσουν αγαθά σε σχέση με τα χρήματα που πλήρωναν πριν 2 ή 3 χρόνια. Μπορεί αυτό το γεγονός να μοιάζει παράδοξο στο ευρύ κοινό, αλλά έχει μια ιδιαίτερη εξήγηση.
Μέχρι και πριν το 2020, οι οικονομίες βάδιζαν σε καλό δρόμο λόγω της ταχύτατης ανάπτυξης. Επιπλέον, χώρες όπως η Ελλάδα και η Πορτογαλία, είχαν αρχίσει την απεμπλοκή από τα μνημόνια. Όμως, με την έλευση του COVID-19 στις αρχές του 2020, τα πράγματα αλλάξαν. Η αβεβαιότητα κυρίεψε τα κράτη και τους ανθρώπους τους. Για να αντιμετωπιστούν τα απανωτά lockdown έπρεπε να διανεμηθούν χρήματα σε ανθρώπους και επιχειρήσεις μέσω χαμηλότοκων δανείων και με διάφορα προγράμματα στήριξης, όπως τα επιδόματα. Για να επιτευχθεί αυτή η στήριξη, οι Κεντρικές Τράπεζες παγκοσμίως «τύπωναν» χρήμα.
Πιο συγκεκριμένα, αγόραζαν διάφορα στοιχεία ενεργητικού ώστε να διοχετεύσουν τις αγορές με ρευστότητα και εξέδιδαν κρατικά ομόλογα χαμηλού έως μηδενικού επιτοκίου για την παροχή «φθηνής» χρηματοδότησης των κρατών. Στις Η.Π.Α., το «τύπωμα» χρήματος είναι μια τυπική διαδικασία, αφού το δολάριο είναι το παγκόσμιο νόμισμα συναλλαγής και με το να αυξήσει την προσφορά χρήματος, η Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα (FED) δεν θα επιστραφεί στην εγχώρια οικονομία. Η αντισυμβατική νομισματική επέκταση, όπως στην πρόσφατη κρίση, προσφέρει ασφάλεια στον κρατικό μηχανισμό, στις τράπεζες και εν τέλει στους πολίτες, αφού τα επιτόκια μειώνονται και οι πολίτες διαθέτουν αρκετή ρευστότητα.
Με το πέρας της πανδημίας, όμως, το αποτέλεσμα ήταν να υπάρξουν οι συνέπειες της αλόγιστης αύξησης προσφοράς χρήματος. Οι τιμές σε όλα τα προϊόντα άρχισαν να αυξάνονται με ταχύτατους ρυθμούς χωρίς να ακολουθούν τα εισοδήματα ανάλογες αυξήσεις, με αποτέλεσμα η αγοραστική δύναμη των πολιτών να μειωθεί. Έτσι, αν οι πολίτες θέλουν να αγοράσουν τα ίδια προϊόντα με αυτά των προηγούμενων ετών, πρέπει να δώσουν πολλά περισσότερα χρήματα. Η αύξηση του ρυθμού του πληθωρισμού είναι τόσο εμφανής, που μεταξύ 2020 και 2022 στις Η.Π.Α. είναι 1,4 % και 8,2% αντίστοιχα.
Παρ΄ όλα αυτά, ο COVID-19 δεν ήταν η μοναδική αιτία για την αύξηση των τιμών. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία στις αρχές του 2021 επηρέασε την αγορά και την πώληση των φυσικών πηγών ενέργειας. Συγκεκριμένα η Ρωσία είναι ο βασικός προμηθευτής φυσικού αερίου στην Ευρώπη. Από την στιγμή που η τροφοδοσία προς την Ευρώπη σταμάτησε, η έλλειψη φυσικού αεριού αυξήθηκε. Αυτό το γεγονός οδήγησε τις τιμές στα καύσιμα των αυτοκινήτων, στη θέρμανση των σπιτιών, αλλά και το ίδιο το ρεύμα σε τεράστιες ανόδους. Όσο οι σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι τεταμένες, τόσο οι τιμές στην ενέργεια θα παραμένουν στα ύψη, λόγω των προβλημάτων στην πλευρά της προσφοράς.
Το συμπέρασμα είναι ότι ο πληθωρισμός και, γενικότερα, η πορεία των οικονομιών διεθνώς, το επόμενο διάστημα είναι αβέβαιο πώς θα εξελιχθεί. Το θετικό είναι ότι υπάρχουν ελάχιστες πιθανότητες για νέο lockdown με σκοπό τον περιορισμό του COVID-19, οπότε το βασικό γεγονός είναι ο Ρώσο–Ουκρανικός πόλεμος, το πώς θα εξελιχθούν οι γεωπολιτικές σχέσεις, αλλά και πόσο αποτελεσματική θα αποδειχθεί η νομισματική «σύσφιξη». Προς το παρόν δεν θα είναι εύλογο να περιμένουμε σημαντική μείωση των τιμών, αφού ο ερχομός της χειμερινής περιόδου θα αυξήσει τις τιμές στους ήδη περιορισμένους φυσικούς πόρους.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Inflation: What it is, how it can be controlled, investopedia.com, διαθέσιμο εδώ
- Current US Inflation Rates: 2000-2022, usinflationcalculator.com, διαθέσιμο εδώ
- Inflation more than doubled between March 2021 and March 2022, ilostat.ilo.org, διαθέσιμο εδώ