Του Δημήτρη Βασιλειάδη,
Μία από τις ενδοξότερες σελίδες στη στρατιωτική Iστορία του ελληνικού κράτους αποτελούν, αναμφίβολα, οι Βαλκανικοί Πόλεμοι. Μέσα σε λίγους μήνες οι ελληνικές δυνάμεις κατάφεραν να διπλασιάσουν την έκταση της χώρας, κερδίζοντας πλήθος δύσκολων μαχών. Μία από αυτές ήταν και η μάχη των Γιανντσών. Επρόκειτο για μία από τις σημαντικότερες μάχες του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, η οποία έκρινε σε μεγάλο βαθμό την είσοδο του ελληνικού στρατού, λίγες ημέρες αργότερα, σε ένα από τα «έπαθλα» του συγκεκριμένου πολέμου, τη Θεσσαλονίκη. Τα γεγονότα που οδήγησαν στην εξεταζόμενη μάχη, ο τρόπος που αυτή εξελίχθηκε και όσα έλαβαν χώρα μετά το τέλος της θα αναλυθούν στη συνέχεια του άρθρου.
Ας «πιάσουμε», λοιπόν, τα γεγονότα από την αρχή. Στις 25 Σεπτεμβρίου το Μαυροβούνιο κήρυξε πόλεμο εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στις 4 Οκτωβρίου είχαν εισέλθει στον πόλεμο και η Σερβία με τη Βουλγαρία, ενώ η Ελλάδα εισέρχεται στα πεδία των συγκρούσεων την επόμενη μέρα. Οι γρήγορες επιτυχίες των βαλκανικών δυνάμεων εις βάρος των οθωμανικών στρατευμάτων προκάλεσε μεγάλη έκπληξη στην υπόλοιπη Ευρώπη. Μεγαλύτερη έκπληξη, μάλιστα, προκάλεσε η παρουσία του ελληνικού στρατού. Ο τελευταίος έδειξε τις ικανότητές του στη μάχη του Σαρανταπόρου, στις 9 Οκτωβρίου 1912.
Η νίκη στην άνωθεν μάχη εξασφάλισε στο ελληνικό στράτευμα την είσοδο στα μακεδονικά εδάφη. Εκείνες τις ημέρες προέκυψε η πρώτη διαφωνία μεταξύ του Ελευθερίου Βενιζέλου και του διαδόχου του θρόνου, Κωνσταντίνου. Συγκεκριμένα, ο Έλληνας Πρωθυπουργός θεωρούσε ότι ο ελληνικός στρατός έπρεπε να κινηθεί προς τη Θεσσαλονίκη, το σημαντικότερο λιμάνι της Βαλκανικής Χερσονήσου εκείνη την περίοδο. Αντιθέτως, ο Κωνσταντίνος υποστήριζε ότι οι ελληνικές δυνάμεις έπρεπε να κατευθυνθούν προς το Μοναστήρι, ώστε να αντιμετωπίσουν τα τουρκικά στρατεύματα που ήταν συγκεντρωμένα εκεί. Τελικά, η γνώμη του Βενιζέλου επικράτησε και οι ελληνικές δυνάμεις ξεκίνησαν την πορεία τους προς τη Θεσσαλονίκη.
Στην προσπάθειά τους να ανακόψουν την προέλαση του ελληνικού στρατού, οι Οθωμανοί αποφάσισαν να αμυνθούν στην περιοχή των Γιαννιτσών με μία δύναμη περίπου 25.000 ανδρών, επικεφαλής της οποίας ήταν ο Χασάν Ταξίν Πασάς. Η επιλογή της συγκεκριμένης τοποθεσίας έγινε, αφενός, για αμυντικούς λόγους, καθώς η μορφολογία του εδάφους επέτρεπε στον αμυνόμενο να αμυνθεί με λίγες δυνάμεις, αφετέρου λόγω της μεγάλης θρησκευτικής σημασίας της πόλης για τον μουσουλμανικό πληθυσμό της Μακεδονίας.
Έτσι λοιπόν, στις 18 Οκτωβρίου, οι οθωμανικές δυνάμεις οχυρώνονται στην περιοχή των Γιαννιτσών, αναμένοντας τα ελληνικά στρατεύματα. Στόχος ήταν να αποτραπεί κάθε προσπάθεια περικύκλωσης των αμυνόμενων δυνάμεων. Η σύγκρουση ξεκίνησε κατά τις πρώτες πρωινές ώρες της 19ης Οκτωβρίου. Οι ελληνικές δυνάμεις αιφνιδιάστηκαν, καθώς δεν περίμεναν ότι θα συναντούσαν ισχυρή αντίσταση στα Γιαννιτσά. Το ελληνικό επιτελείο εκτιμούσε ότι οι Οθωμανοί θα υπερασπίζονταν τη Θεσσαλονίκη στην ανατολική όχθη του ποταμού Αξιού.
Οι αιφνιδιασμένες ελληνικές μονάδες δέχονται τα πυρά των αμυνόμενων δίχως να υπάρχει κάποιο σχέδιο αντίδρασης. Ωστόσο, έπειτα από λίγο καταφέρνουν να περάσουν στην αντεπίθεση. Με το πέρασμα των ωρών, η παρουσία του ελληνικού στρατού στα δυτικά των Γιαννιτσών είναι όλο και πιο έντονη. Οι επιτιθέμενοι διαθέτουν 4 Μεραρχίες για να κάμψουν την οθωμανική αντίσταση. Η 2η και η 3η Μεραρχία κινήθηκαν μετωπικά κατά των αμυνόμενων, ενώ η 4η και η 5η Μεραρχία κατευθύνθηκαν βόρεια, στους πρόποδες του Όρους Πάικου, προκειμένου να επιτεθούν στο δεξί άκρο των οθωμανικών δυνάμεων. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα η μάχη να μαίνεται σε όλες τις οχυρές θέσεις των αμυνόμενων, από τις όχθες, δηλαδή, της λίμνης των Γιαννιτσών, στον νότο, μέχρι τους πρόποδες του Πάικου, στον βορρά.
Κατά τη διάρκεια της μάχης, το ελληνικό πυροβολικό κατάφερε να εμπλακεί και αυτό, ώστε να ενισχύσει τις προσπάθειες των επιτιθέμενων. Ωστόσο, η ισχυρή αντίσταση των Οθωμανών σε συνδυασμό με τις άσχημες καιρικές συνθήκες δεν ευνοούσαν τους επιτιθέμενους. Οι 2 αυτοί παράγοντες δεν επέτρεψαν την ανάδειξη νικητή στο τέλος της 19ης Οκτωβρίου. Οι εχθροπραξίες συνεχίστηκαν και την επόμενη μέρα. Όμως, αυτή τη φορά τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά. Ο ελληνικός στρατός κατάφερε να κάμψει την αντίσταση των Οθωμανών στις οχυρωματικές θέσεις βόρεια των Γιαννιτσών. Προκειμένου να αποφύγουν την περικύκλωση, οι οθωμανικές δυνάμεις αποφάσισαν να υποχωρήσουν. Οι Έλληνες στρατιώτες κατεδίωξαν τους υποχωρούντες για περίπου 10 χιλιόμετρα, ωστόσο, η συσσωρευμένη κούραση δεν τους επέτρεψε να συνεχίσουν.
Οι οθωμανικές Αρχές της πόλης αποφασίζουν να παραδώσουν οι ίδιοι την πόλη στον ελληνικό στρατό, καλώντας, μάλιστα, και τους επιφανείς Έλληνες της περιοχής να παραβρεθούν στη συνάντηση αυτή. Στόχος ήταν να προωθηθεί ένα μήνυμα συνεργασίας, ώστε να αποφευχθούν σκηνές βίας κατά την είσοδο του στρατού στην πόλη. Ωστόσο κάτι τέτοιο δεν μπόρεσε να αποτραπεί. Συγκεκριμένα, την είσοδο του ελληνικού στρατού στην πόλη ακολούθησε το ξέσπασμα πυρκαγιάς στη μουσουλμανική συνοικία, αφήνοντας ανέπαφη τη χριστιανική πλευρά της πόλης. Οι απώλειες του ελληνικού στρατού ήταν 188 νεκροί και 973 τραυματίες. Από την πλευρά των Οθωμανών, οι νεκροί και οι αγνοούμενοι έφταναν τους 1.200 άνδρες, ενώ οι αιχμάλωτοι τους 3.000. Οι αριθμοί αυτοί, βέβαια, μπορούν να αμφισβητηθούν.
Έπειτα από την ευτυχή, για το ελληνικό στρατόπεδο, μάχη των Γιαννιτσών, ο δρόμος για τη Θεσσαλονίκη, ήταν ουσιαστικά ανοικτός. Μάλιστα, ο ελληνικός στρατός κατάφερε να ενισχυθεί εξοπλιστικά από το πολεμικό υλικό που άφησαν πίσω τους οι οθωμανικές δυνάμεις κατά την υποχώρησή τους. Η πιο σημαντική μάχη του Α΄ Βαλκανικού πολέμου είχε τελειώσει και στην ελληνική πλευρά παρουσιαζόταν μία «χρυσή» ευκαιρία να αποδείξει στους συμμάχους της τη δυναμική που είχε αναπτύξει.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Συλλογικό Έργο (1977), Η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΔ΄, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών Α.Ε.
- Dakin, Douglas (2012) Η ενοποίηση της Ελλάδας 1770-1923, 7η ανατύπωση, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ)
- Hall, C. Richard (2000), The Balkan Wars 1912–1913, London and New York: Routledge
- Hooton, Edward (2014), Prelude to the First World War: The Balkan Wars 1912–1913, U.K.: Fonthill Media