Της Σύλιας Δόσπρα,
Την περασμένη εβδομάδα, η εκπρόσωπος των Ηνωμένων Εθνών για τη σεξουαλική βία στις ένοπλες διαμάχες και ενεργή ακτιβίστρια για τα δικαιώματα των γυναικών, Pramila Patten, παραχώρησε στο γαλλικό πρακτορείο ειδήσεων ATP μια άκρως ηχηρή συνέντευξη σχετικά με τον βιασμό και τη σεξουαλική κακοποίηση των θυμάτων του ρωσο-ουκρανικού πολέμου. Συγκεκριμένα, ανέφερε πως ο βιασμός και η σεξουαλική κακοποίηση, στην οποία προέβησαν οι Ρώσοι στρατιώτες κατά τη διάρκεια της εισβολής τους στην Ουκρανία, αποτελούν μια πάγια στρατιωτική τακτική για τον ρωσικό στρατό. Μόνο οι καταγεγραμμένες περιπτώσεις σεξουαλικής κακοποίησης κατά τη διάρκεια του πολέμου ξεπερνούν τις 100, αλλά, όπως επεσήμανε στη συνέντευξή της η Patten, αυτές αποτελούν μόνο την «κορυφή του παγόβουνου», αφού ο βιασμός σε τέτοιες περιπτώσεις αποτελεί ένα σιωπηλό έγκλημα.
Η πλειοψηφία των θυμάτων είναι γυναικείου φύλου, χωρίς, ωστόσο, να εκλείπουν και οι περιπτώσεις βιασμού ανήλικων και ενήλικων αντρών. Αυτό που προκαλεί, όμως, μεγαλύτερη εντύπωση είναι πως η ηλικία των θυμάτων κυμαίνεται από 4 έως και 82 ετών. Τα θύματα αυτά, σύμφωνα με μαρτυρίες, όχι μόνο βιάστηκαν, αλλά, συγχρόνως, βασανίστηκαν και σε πολλές περιπτώσεις αιχμαλωτίστηκαν. Σε ακόμη πιο ακραίες περιπτώσεις, βέβαια, εντοπίστηκαν και περιστατικά ανθρώπινης διακίνησης τόσο εντός όσο και εκτός των ουκρανικών συνόρων, αφού, όπως υπογραμμίζεται στη συνέντευξη, οι γυναίκες και τα παιδιά που εγκαταλείπουν την Ουκρανία βρίσκονται σε μια εξαιρετικά ευάλωτη κατάσταση και αποτελούν για τους προαγωγούς τα τέλεια θύματα. Η ανθρώπινη διακίνηση δεν αποτελεί ένα μεμονωμένο περιστατικό σεξουαλικής μεταχείρισης, αλλά συνιστά μια σημαντικότατη ανθρωπιστική κρίση, που εντοπίζεται έντονα σε καιρό πολέμου, με βαρυσήμαντες συνέπειες που διαρκούν στον χρόνο.
Από την αρχή του πολέμου στην Ουκρανία, ο βιασμός εργαλειοποιήθηκε από τον ρωσικό στρατό, με σκοπό να αποτελέσει ένα ακόμη όπλο υπέρ του ρωσικού κράτους. Η εργαλειοποίηση αυτή δεν συνιστά εφεύρεση της Ρωσίας. Εδώ και αιώνες, σε περιόδους ενόπλων συγκρούσεων, η σεξουαλική κακοποίηση των γυναικών –και όχι μόνο– είναι ένα φαινόμενο που δεν έχει μόνο ως στόχο να ικανοποιήσει τα αρρωστημένα ένστικτα των στρατιωτών, αλλά πολύ περισσότερο θα λέγαμε πως έχει σκοπό να χτυπήσει στον πυρήνα του κοινωνικού συνόλου, αποδυναμώνοντας το ηθικό, τη θέληση και τη συνοχή του εχθρικού πληθυσμού. Ταυτόχρονα, μια τέτοια πράξη αποβλέπει στο να διασπάσει τους δεσμούς της οικογένειας, της κοινότητας και του πολιτισμού, με αποτέλεσμα να καταλήγει σε πολλές περιπτώσεις στη γενοκτονία.
Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990, κάθε προσπάθεια ποινικοποίησης του βιασμού σε περίοδο πολέμου ως εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας έπεφτε στο κενό. Ωστόσο, μετά τις συγκρούσεις στη Βοσνία και τη Ρουάντα, ο δρόμος της ποινικοποίησης άνοιξε. Συγκεκριμένα, το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για τη Γιουγκοσλαβία κατάφερε να βάλει τα θεμέλια για την έννοια του βιασμού ως εγκλήματος πολέμου και κατά της ανθρωπότητας λόγω της αναγνώρισης της διεθνούς κοινότητας πως ο βιασμός δεν ήταν απλά μια από τις συνέπειες του πολέμου στη Βοσνία, αλλά ήταν πολύ περισσότερο ένα μέσο εκτόπισης και εξόντωσης του βοσνιακού πληθυσμού. Κάτι παρόμοιο συνέβη και με το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για τη Ρουάντα, όπου ο βιασμός δεν θεωρήθηκε μόνο όπλο πολέμου, αλλά ολότελα θεωρήθηκε μέρος της γενοκτονίας.
Στην περίπτωση της Ουκρανίας, δεν είναι λίγες οι μαρτυρίες που αναφέρουν περιστατικά βιασμού, ομαδικού βιασμού και ανθρώπινου εξευτελισμού, ενώ δεν εκλείπουν και οι περιπτώσεις εγκυμοσύνης νέων κοριτσιών από Ρώσους στρατιώτες, με σκοπό αυτές να μην γεννήσουν ουκρανόπουλα. Ωστόσο, ενώ οι μαρτυρίες είναι πολλές και ομάδες ειδικών από όλο τον κόσμο έχουν ήδη βρεθεί στην Ουκρανία με σκοπό να ερευνήσουν υποθέσεις εγκλημάτων πολέμου, όλα καταλήγουν στο ότι η χρήση του βιασμού ως έγκλημα πολέμου παραμένει ιστορικά το έγκλημα που δυσκολότερα αποδεικνύεται. Και αυτό, διότι όχι μόνο τα θύματα σε πολλές περιπτώσεις δεν θυμούνται τα πρόσωπα των βιαστών τους, αλλά ακόμη και αν τα θυμηθούν, η ταυτοποίηση είναι εξαιρετικά δύσκολη.
Ο βιασμός κατά τη διάρκεια ένοπλων συγκρούσεων έχει πλέον ποινικοποιηθεί. Ειδικότερα, στο άρθρο 7 του Καταστατικού της Ρώμης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου αναφέρεται πως: «βιασμός, σεξουαλική δουλεία, καταναγκαστική πορνεία, αναγκαστική εγκυμοσύνη, αναγκαστική στείρωση ή οποιαδήποτε άλλη μορφή σεξουαλικής βίας αποτελούν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και τιμωρούνται βαρύτατα». Επιπλέον, αντίστοιχη πρόβλεψη υπάρχει στη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την καταπολέμηση και την πρόληψη της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας, αλλά και στη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, η οποία όχι μόνο ποινικοποιεί τον βιασμό, αλλά προσβλέπει και στην προστασία των γυναικών σε πεδία συγκρούσεων, αλλά και γυναικών που αιτούνται άσυλο.
Όλη αυτή η διεθνής ποινικοποίηση σίγουρα ανοίγει έναν δρόμο αισιοδοξίας για τη δικαίωση των θυμάτων, χωρίς, όμως, να εγγυάται τίποτα, αφού οι δράστες πρέπει να βρεθούν και να ταυτοποιηθούν, κάτι το οποίο μέσα σε έναν πόλεμο τέτοιου βεληνεκούς είναι αρκετά δύσκολο. Ωστόσο, τίποτα δεν είναι ανέφικτο, εφόσον η διεθνής κοινότητα, από τις οργανώσεις, τους κρατικούς φορείς μέχρι και τους απλούς πολίτες, κινητοποιείται και αντιδρά. Όπως επεσήμανε η Pramila Patten στη συνέντευξή της: «η μάχη κατά της σεξουαλικής βίας είναι μια μάχη κατά της ατιμωρησίας», δίνοντας ένα ηχηρό μήνυμα στους βιαστές πως η διεθνής κοινότητα τους βλέπει, αντιδρά και δεν θα μείνουν ατιμώρητοι.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
-
Rape used in Ukraine as a Russian ‘military strategy:’ UN, France24, διαθέσιμο εδώ
- Sexual violence as a weapon of war, Dr Denis Mukwege foundation, διαθέσιμο εδώ