Της Χρυσάνθης-Ίριδας Ανεμογιάννη,
Πολύ περίεργη αυτή η εποχή. Η ατολμία και η ευθυνοφοβία στο μεγαλείο τους. Ίσως αυτός ο χαρακτηρισμός να είναι κάπως σκληρός, όμως νομίζω πως το επίθετο που θα τον περιέγραφε καλύτερα θα ήταν το στενάχωρος. Ομολογουμένως, το γνώριμο μας κάνει να νιώθουμε μια σιγουριά παραπάνω. Προτιμότερο θα έλεγα, όμως, είναι το να είμαστε κάπως πιο σκληροί με τον εαυτό μας, παρά το να μένουμε απογοητευμένοι.
Έχουμε ξεχάσει να παίρνουμε ευθύνες, αυτό είναι που μας φοβίζει. Περιμένουμε αυτό το πράσινο φως από τους άλλους, ακόμα και αν μισούμε αυτό το χρώμα. Θέλουμε να μας το πει κάποιος άλλος να το επιχειρήσουμε πρώτα. Να μην έχουμε ούτε αυτήν την ευθύνη. Προτιμούμε ακόμα και να μείνουμε με το παράπονο… γιατί κάποιος άλλος και όχι εγώ; (όσο και αν αυτό ακούγεται εγωιστικό ή είναι ένδειξη ανασφάλειας).
Είναι σχεδόν απίστευτο το ότι επιλέγουμε να μην προσπαθούμε για κάτι, να μην παίρνουμε την ευθύνη του εαυτού μας για να το ξεκινήσουμε, για να μη φαινόμαστε αδύναμοι κάνοντας πίσω. Αν, δηλαδή, το κάνουμε, τελικά, για τον εαυτό μας –που θα έπρεπε–, αλλά δε συμβαίνει πάντα. Ακόμα και έτσι, αν ξεκινήσουμε να το προσπαθούμε, πάλι κάτι περιμένουμε από τους άλλους.
Κάτι τέτοιο, θα έλεγε κανείς, δείχνει πως δεν ξέρουμε γιατί θέλουμε να προσπαθήσουμε κάτι. Δε μας είναι ξεκάθαρο, δεν το έχουμε ψάξει… Αντίστοιχο αποτέλεσμα και στα δύο. Ξέρουμε να είμαστε ειδικοί σε όλα, εκτός από αυτά που πρέπει. Κάπου εκεί καταλαβαίνουμε πως είναι η ώρα να ψάξουμε και λίγο τους εαυτούς μας.
Όλο το μπέρδεμα συμβαίνει, γιατί ψάχνουμε συμβουλές σαν γάντια που να ταιριάζουν πάντα και σε όλους. Αυτό δε μπορεί να συμβεί και πρακτικά, όπως δείχνει και το παράδειγμα με τα γάντια. Ψάξ’ το. Τόλμησέ το. Κάν’ το. Δοκίμασέ το. Θέλει θάρρος και θέλει και θράσος να το πιάσεις, να το τραβήξεις από τα μαλλιά, να το φτάσεις στα άκρα. Μπαρούτι και στάχτη. Έτσι προσπαθείς.
Σε λίγα πράγματα πρέπει να είμαστε απόλυτοι και το να φτάνουμε την προσπάθειά μας στο εκατό τοις εκατό είναι ένα. Αλλιώς δεν είναι προσπάθεια. Μοιάζει λίγο με το κολύμπι στη θάλασσα. Δεν ξέρεις πώς είναι αν βάζεις στο νερό μόνο τα πόδια. Πρέπει να μπεις, να βουτήξεις, να κρατήσεις την ανάσα σου μέχρι να μην αντέχεις άλλο και να βγεις λίγο πριν νιώσεις ότι πνίγεσαι. Λογικό είναι, βέβαια, αν τόσο καιρό έμπαινες μέχρι τα γόνατα να φοβάσαι. Ο φόβος είναι κάτι φυσικό, λογικό και αναπόφευκτο. Σίγουρα, όμως, δεν είναι αυτό που μένει στο τέλος.
Λίγα πράγματα είναι αυτά που πρέπει να τα φτάνουμε στα όρια τους, λίγες είναι οι περιπτώσεις που θα έλεγε κανείς πως πρέπει να προτιμάμε τα άκρα. Ίσως να ακούγεται κάπως πιεστικό ή επιθετικό αυτό, όμως δεν είναι. Αλλιώς νομίζω δεν υπάρχει λόγος. Ή όλα ή τίποτα, γιατί στα μισά είναι σαν να μην έγινε ποτέ. Μόνο έτσι η ενέργεια που σπαταλάμε θα είναι πολύτιμη.