Του Γεράσιμου Αυγερινού,
Τους τελευταίους μήνες στη Σκωτία, μετά την απόκτηση της πλειοψηφίας στο περιφερειακό Κοινοβούλιο από το κόμμα που εκφράζει τον σκωτσέζικο εθνοτικό εθνικισμό σε συνδυασμό με τους πράσινους, διεξάγεται μια ευρύτερη διαβούλευση για τη σκοπιμότητα ενός δεύτερου δημοψηφίσματος για ανεξαρτησία μετά το 2014.
Πιο συγκεκριμένα, η νέα Πρωθυπουργός της περιφερειακής Κυβέρνησης, Nicola Sturgeon, προτείνει ως ημερομηνία διεξαγωγής του νέου δημοψηφίσματος την 23η Οκτωβρίου 2023 και καθιστά ήδη από την πρώτη στιγμή σαφές ότι πρόκειται να ασκήσει τη μέγιστη δυνατή επιρροή, προκειμένου να υπερθεματίσει τα προσκόμματα στο πολιτικό της σχέδιο. Παράλληλα, τα αντιπολιτευόμενα στο σκωτσέζικο περιφερειακό κοινοβούλιο κόμματα επικρίνουν τη νέα συμπολίτευση για λαϊκισμό, τονίζοντας ότι το εθνικό κόμμα εξελέγη με ένα πολιτικό πρόγραμμα που αφορούσε τη μεταπανδημική ανάκαμψη της οικονομίας και, συνεπώς, το ερώτημα της ανεξαρτησίας είναι άστοχο (στον συγκεκριμένο χρόνο για τους εργατικούς και επί της αρχής για τους συντηρητικούς).
Ωστόσο, πλήθος ερωτημάτων μπορούν να ανακύψουν από τα κρίσιμα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα. Γιατί ανέκυψε πάλι ζήτημα ανεξαρτησίας μετά το δημοψήφισμα του 2014; Μπορεί, πράγματι, να διεξαχθεί εκ νέου ένα τέτοιο δημοψήφισμα; Θα μπορούσε όντως η Σκωτία να επιδιώξει ευρωπαϊκή προοπτική; Πώς θα επηρέαζαν αυτές οι εξελίξεις τα ζητήματα που τίθενται στη Βόρεια Ιρλανδία μετά το Brexit;
Το δημοψήφισμα του 2014 παρουσίασε μια βαθιά διχασμένη Σκωτία, η οποία αποφάσισε να παραμείνει στο Ηνωμένο Βασίλειο με την οριακή πλειοψηφία 55% έναντι του αυτονομιστικού 45%. Ωστόσο, υπογραμμίζεται το γεγονός ότι η ψήφος κατά της ανεξαρτησίας το 2014 ενείχε και την ψήφο υπέρ της παραμονής στην Ε.Ε., με το δημοψήφισμα για το Brexit να μην συζητείται καν από την Downing Street σε εκείνον τον χρόνο. Σήμερα, 8 χρόνια αργότερα, έχουν μεσολαβήσει πολλοί και καθοριστικοί παράγοντες που δημιουργούν ετερόκλητες συμμαχίες υπέρ της αυτονομίας.
Αναλυτικότερα, η συγκεκριμένη πρόταση για το νέο δημοψήφισμα δεν μπορεί να γίνει κατανοητή χωρίς να συνδεθεί με την αποτυχία της κυβέρνησης Johnson να διαχειριστεί την πανδημία, κλονίζοντας σημαντικό μέρος του πολιτικού και κοινωνικού κεφαλαίου που διέθετε.
Μάλιστα, είχε προηγηθεί η διαπραγματευτική τραγωδία ανάμεσα σε Ηνωμένο Βασίλειο και Ε.Ε. που κινδύνευσε να οδηγήσει σε ένα “hard Brexit” χωρίς συμφωνία για τις μελλοντικές οικονομικές σχέσεις των 2 μερών. Ως εκ τούτου, το αφήγημα της ισχυρής Βρετανίας που δύναται να χαράξει τον δικό της δρόμο μακριά από την Ευρώπη λόγω της οικονομικής της θέσης, της πολιτικής της σταθερότητας και του διεθνούς της κύρους (το οποίο ενέχει μια θατσερικού τύπου αναχρονιστική νοσταλγία της ναυτικής αυτοκρατορίας) απονομιμοποιείται σταδιακά στη Σκωτία από το ερώτημα του πώς θα ήταν η κατάσταση αν η συγκεκριμένη «περιφέρεια», με το δικό της εθνοτικόστοιχείο, είχε παραμείνει στην Ε.Ε. και σε ποιον βαθμό θα μπορούσε να επωφεληθεί περαιτέρω από την οικονομική αλληλεξάρτηση και την υπερεθνική αγορά της.
Μάλιστα, το ερώτημα αυτό ενδυναμώνεται από την κόπωση που έχει επέλθει από τη διακυβέρνηση των συντηρητικών, με τη Νέα Πρωθυπουργό Liz Truss να μην δίνει ιδιαίτερες ελπίδες ότι θα προξενήσει οικονομική ανάκαμψη χρησιμοποιώντας τα πολιτικά εργαλεία της δεκαετίας του ΄80.
Επιπρόσθετα, την τάση αυτήν έρχεται να συμπληρώσει από τη (νέα) αριστερά και, συγκεκριμένα, από το πράσινο κόμμα μια συνολική αμφισβήτηση των προτεραιοτήτων του Ηνωμένου Βασιλείου την τελευταία δεκαετία. Δεν είναι, λοιπόν, λίγες οι φωνές που υποστηρίζουν ότι η ανεξάρτητη Σκωτία μπορεί να πραγματοποιήσει μια πιο γρήγορη πράσινη μετάβαση, αν δεν εξαρτάται από τη Βρετανική Κυβέρνηση, η οποία αυτήν την περίοδο σχεδιάζει ενίσχυση της βιομηχανίας πετρελαίου σε απάντηση της ενεργειακής κρίσης. Το κάδρο συμπληρώνει η σκληρή μεταναστευτική πολιτική του προηγούμενου Πρωθυπουργού Boris Johnson, ο οποίος είχε την ιδιαίτερα «ευφάνταστη» ιδέα να αποστέλλει του αιτούντες άσυλο στη Ρουάντα μακριά από το Ηνωμένο Βασίλειο, όσο εξετάζονται οι αιτήσεις τους, προκαλώντας αλγεινή εντύπωση, τόσο εντός όσο και εκτός της χώρας του.
Το γεγονός αυτό είχε συζητηθεί ηχηρά στον δημόσιο χώρο, προκαλώντας αλγεινή εντύπωση. Συνεπώς, διαφαίνονται κάποιες ιδιαίτερα σύνθετες τάσεις αλληλεπίδρασης του εθνοτικού στοιχείου με την παγκοσμιοποίηση, δημιουργώντας στους διαφωνούντες με τις επιλογές του Λονδίνου βούληση για ένα διαφορετικό και απρόβλεπτο μέλλον. Παρόλα αυτά, δεν πρέπει να δοθεί η ψευδής εντύπωση ότι υπάρχει σύμπνοια γύρω από το ζήτημα της σκωτσέζικης ανεξαρτησίας, αφού υπάρχουν επίσης σημαντικά τμήματα του πληθυσμού που αισθάνονται μεγαλύτερη ασφάλεια με την παραμονή της Σκωτίας στο Ηνωμένο Βασίλειο, θεωρούν ότι υπάρχουν περισσότερες ευκαιρίες ανάπτυξης στην Βρετανία, αντιτίθενται στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, έχουν ιδεολογική συγγένεια με την κυβέρνηση της Downing Street ή απλά φοβούνται ότι η Σκωτία δεν είναι αρκετά ισχυρή για να επιδιώξει να χαράξει ανεξάρτητη πορεία. Η Σκωτία, λοιπόν, μετά τις εκλογές του Μαΐου παρουσιάζεται εξίσου, αν όχι βαθύτερα, διχασμένη με την αντίστοιχη συγκυρία το 2014.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, σύμφωνα με τη συνταγματική παράδοση της χώρας, τα ζητήματα που αφορούν την ενότητα του Βασιλείου εναπόκεινται στον έλεγχο και την αρμοδιότητα της Βουλής των Κοινοτήτων στο Westminster. Ως εκ τούτου, η Downing Street ήδη από τον Μάιο τονίζει ότι δεν μπορεί να διεξαχθεί δημοψήφισμα ανεξαρτησίας χωρίς την πρότερη έγκριση της Βουλής των Κοινοτήτων. Συνεπώς, τα δρομολογούμενα σχέδια για την 23η Οκτωβρίου 2023 είναι φρούδες ελπίδες μιας λαϊκίστικης περιφερειακής ματαιόδοξης κυβέρνησης που αρνείται να εκτιμήσει ρεαλιστικά την κατάσταση και να ατενίσει μακροπρόθεσμα το μέλλον.
Έτσι, σε συνέχεια της διαμάχης, το εθνικό κόμμα της Σκωτίας προσέφυγε πριν λίγες ημέρες στο Ανώτατο Δικαστήριο με το ερώτημα αν έχει την αρμοδιότητα να διεξάγει ένα συμβουλευτικό (δηλαδή χωρίς νομικά δεσμευτικό αποτέλεσμα) δημοψήφισμα. Ο συλλογισμός βαίνει ως εξής: όταν οι Σκωτσέζοι ψήφισαν υπέρ της συνέχισης της Ένωσης ανάμεσα στη Σκωτία και την Βρετανία, η παραμονή στο Ηνωμένο Βασίλειο συνεπάγετο και παραμονή στην Ε.Ε.
Ωστόσο, στο δημοψήφισμα για την έξοδο του Ηνωμένο Βασίλειο από την Ε.Ε, οι Σκωτσέζοι αντιτάχθηκαν στο Brexit με το σημαντικό ποσοστό του 62%. Συνεπώς, πρέπει η εν μέρει αυτόνομη κυβέρνηση της Σκωτίας να μπορεί να διεξάγει ένα αυστηρά συμβουλευτικό δημοψήφισμα (και όχι δεσμευτικό που θα μπορούσε να διαταράξει απευθείας το μέλλον της ενότητας του βασιλείου που εναπόκειται στην αρμοδιότητα της Βουλής των Κοινοτήτων), διότι η στάση των Σκωτσέζων απέναντι στο Brexit αποτελεί ένα μείζον πολιτικό θέμα που πρέπει να ληφθεί ευρύτερα υπόψιν στη χάραξη της εθνικής πολιτικής. Το δικαστήριο έχει ανακοινώσει ότι η απόφαση χρειάζεται πολλούς μήνες για να ληφθεί, καθότι πρόκειται για μια ζωτικής σημασίας συνταγματική διαμάχη.
Παράλληλα, ο φόβος για επαναδιαπραγμάτευση από πλευράς του Ηνωμένου Βασιλείου του πρωτοκόλλου για τη Βόρειο Ιρλανδία ως διαπραγματευτικό όπλο απέναντι στην Ε.Ε. δημιουργεί και εκεί προβλήματα παρόμοιας υφής. Η πιθανότητα εγκαθίδρυσης φυσικών συνόρων ανάμεσα στη Βόρεια και τη Νότια Ιρλανδία που θα προξενούσε η εξαίρεση της πρώτης από τη συμμετοχή στην ευρωπαϊκή αγορά, οδήγησε σε μια ιστορική νίκη του δημοκρατικού κόμματος ενωτιστών στη Βόρειο Ιρλανδία και στην εντατικοποίηση των φωνών που ζητούν ένωση της Βόρειας Ιρλανδίας με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας.
Καθίσταται, λοιπόν, σαφές ότι εν έτει 2022 δημιουργούνται πολύ σύνθετα μοτίβα συνύπαρξης του εθνοτικού εθνικισμού, της παγκοσμιοποίησης και της ευρωπαϊκής ιδέας, που δεν μπορούν να κατανοηθούν με τον (εθνοκεντρικό) τρόπο που τα φαινόμενα αυτά γίνονταν αντιληπτά στα μέσα του 20ού αιώνα.
Το Brexit δημιούργησε για τη Βρετανία πολύ βαθύτερα δομικά προβλήματα από όσο φανταζόταν και πλέον θέτει ζωτικά διακυβεύματα για την πολιτική μορφή της ένωσης στην οποία συνίσταται. Επ’ ευκαιρία, λοιπόν, του θανάτου της μακροβιότερης Βασίλισσας του κόσμου, θα ήταν σκόπιμο η Βρετανία να αναρωτηθεί, πόσω ακόμα μπορεί να τρέφει ψευδαισθήσεις για αναβίωση του αυτοκρατορικού παρελθόντος της αντί να προσαρμόζεται στα δεδομένα του 21ου αιώνα. Την ίδια στιγμή, η Ισπανία μάλλον δεν ανακουφίζεται ιδιαίτερα από τις εξελίξεις στη Σκωτία που έχουν ένα μικρό άρωμα Καταλονίας (παρά τις διαφορές ανάμεσα στις 2 περιπτώσεις).
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Scottish independence: Will there be a second referendum?, ΒΒC, διαθέσιμο εδώ
- UK top court will take ‘months’ to decide Scottish referendum case, REUTERS, διαθέσιμο εδώ
- La Cour suprême britannique étudie la question d’un nouveau référendum écossais, Liberation, διαθέσιμο εδώ