Της Κωνσταντίνας Στάμου,
Το καλοκαίρι του 1097 μετά την κατάληψη της Νίκαιας, οι Σταυροφόροι μαζί με ένα βυζαντινό απόσπασμα υπό την ηγεσία του πεπειραμένου στρατηγού Τατίκιου αναχώρησαν με κατεύθυνση την πόλη του Δορυλαίου. Έπρεπε να διέλθουν μέσα από ένα οροπέδιο. Στις 26 Ιουνίου ξεκίνησε πρώτη η εμπροσθοφυλακή. Το σύνολο των δυνάμεων θα ενωνόταν στη γέφυρα του Κυανού Ποταμού.
Ωστόσο, πλησίον αυτής της γέφυρας οι επικεφαλής του στρατεύματος αποφάσισαν να το διασπάσουν. Με το πρώτο τμήμα –Νορμανδοί και στρατός των κομήτων της Φλάνδρας και του Μπλουά– συμπορεύονταν οι Βυζαντινοί, οι οποίοι και καθοδηγούσαν τους σταυροφόρους. Το δεύτερο απαρτιζόταν από τους σταυροφόρους της νότιας Γαλλίας, της Λωρραίνης και τον στρατό του κόμη του Βερμαντουά. Επικεφαλής του πρώτου τέθηκε ο Βοημούνδος του Τάραντα και του δεύτερου ο Ραϋμόνδος της Τουλούζης.
Ο σουλτάνος Κιλίτζ Αρσλάν κινήθηκε κατά των εισβολέων, έχοντας ως συμμάχους στο πλευρό του τους στρατούς ενός Ντανισμέντη εμίρη και ενός υποτελούς εμίρη της Καππαδοκίας, του Χασάν. Στις 30 Ιουνίου έλαβε θέσεις μάχης σε μία κοιλάδα κοντά στο Δορύλαιο. Σε κοντινή απόσταση στρατοπέδευσε και το πρώτο τμήμα της στρατιάς των σταυροφόρων. Όταν ξημέρωσε, οι μουσουλμάνοι όρμησαν με άγριες διαθέσεις. Ωστόσο, δεν αιφνιδίασαν τους αντιπάλους. Οι άμαχοι κατευθύνθηκαν ταχέως προς το κέντρο του στρατοπέδου και οι ιππότες κατέβηκαν από τα άλογά τους. Ένας αγγελιαφόρος αναχώρησε με «ταχύτητα φωτός», προκειμένου να ενημερώσει το δεύτερο τμήμα του στρατού, ώστε το τελευταίο να κινηθεί ταχύτερα.
Ο Βοημούνδος προειδοποίησε τους αξιωματικούς του για τη δυσκολία του αγώνα και τους έδωσε εντολή να συνεχίσουν να τηρούν αμυντική στάση. Ωστόσο, ένας από αυτούς ανέλαβε επιθετική πρωτοβουλία και με 40 άνδρες έκανε μία αποτυχημένη προσπάθεια. Το αποτέλεσμα ήταν να υποχωρήσει πληγωμένος και ντροπιασμένος. Σύντομα οι σταυροφόροι εγκλωβίστηκαν. Οι Τούρκοι εφάρμοζαν την πιο προσφιλή τους τακτική: αδιάκοπες ρίψεις βελών από ιπποτοξότες. Αυτές αποδεκάτιζαν τους αντιπάλους. Το ηθικό των Ευρωπαίων κλονίστηκε, αλλά δεν θα παραδίνονταν. Θα πολεμούσαν μέχρι τελευταίας ρανίδος, κι ας αφανίζονταν.
Κατά το μεσημέρι, επιτέλους, έκαναν την εμφάνισή τους και οι άνδρες του δεύτερου τμήματος. Οι Σελτζούκοι δεν είχαν συνειδητοποιήσει ότι δεν συγκρούονταν με το σύνολο του χριστιανικού στρατεύματος. Όπως είναι φυσικό, πανικοβλήθηκαν. Έτσι, τα δύο τμήματα κατάφεραν να ενωθούν και να σχηματίσουν ένα μακρύ μέτωπο. Οι αρχηγοί τους ενθάρρυναν ο ένας τον άλλον με τη σκέψη ότι θα αποκτούσαν θησαυρούς και, έτσι, σήμαναν έφοδο κατά των μουσουλμάνων.
Οι τελευταίοι τρομοκρατήθηκαν ακόμα περισσότερο, όταν στα πίσω υψώματα ξεπρόβαλε ένα απόσπασμα από τη νότια Γαλλία υπό τον επίσκοπο του Λε Πουί, Αντεμάρ του Μοντέιγ, ο οποίος κατάφερε να εκτελέσει αυτό τον ελιγμό μέσα από τα ορεινά μονοπάτια χάρη σε οδηγούς. Η επέμβασή του ήταν καταλυτική, καθώς ο εχθρός τράπηκε τελικά σε φυγή. Και ο ίδιος ο σουλτάνος εγκατέλειψε κακήν κακώς τα πολύτιμα υπάρχοντά του, τα οποία περιήλθαν στα χέρια των χριστιανών. Οι απώλειες τεράστιες: κοντά στους 4.000 έχασαν τη ζωή τους ή τραυματίστηκαν. Ωστόσο, οι σταυροφόροι δεν εκτίμησαν τη συμμετοχή των Βυζαντινών στη μάχη. Έτσι, βάδισαν με κατεύθυνση τη σημαντικότατη πόλη της Αντιόχειας χωρίς να αντιμετωπίσουν κάποια άλλη σοβαρή αντίσταση στη Μικρά Ασία, ενώ οι Βυζαντινοί αρκέστηκαν στην ανακατάληψη των πόλεων των παραλίων της Μικράς Ασίας και της Προποντίδας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Konstam, Angus (2006), Ιστορικός Άτλας των Σταυροφοριών, μτφρ. Δημήτρης Γεδεών, Αθήνα: Εκδ. Σαββάλας
- Runciman, Steven (2006), Η Ιστορία των Σταυροφοριών, τ. Α΄, μτφρ. Άγγυ Βλαβιανού, Αθήνα: Εκδ. Γκοβόστη