Της Νίκης Καραχάλιου,
Στις εθνικές βλέψεις των Ελλήνων στη Μικρά Ασία, τέλος «έβαλε» η είσοδος του Κεμάλ Ατατούρκ στη Σμύρνη, τον Αύγουστο του 1922. Εκεί, ο στρατός του βίασε, σκότωσε, έκαψε, λεηλάτησε, εκεί «έδωσε» και τη χαριστική βολή στην πάλαι ποτέ Οθωμανική Αυτοκρατορία. Πράγματι, το Σουλτανάτο καταρρέει με γοργούς ρυθμούς και τον Νοέμβριο του ίδιου έτους ο Κεμάλ αναλαμβάνει και επίσημα τη διακυβέρνηση του νεοσύστατου τουρκικού κράτους. Τώρα για τον Κεμάλ, η σύναψη συνθήκης ειρήνης με την Ελλάδα είναι απαραίτητη, προκειμένου να κατοχυρώσει τη νίκη του.
Στις 24 Ιουνίου του 1923 υπογράφεται η Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάνης, η οποία αφορούσε κυρίως τον διακανονισμό των συμφερόντων των Μεγάλων Δυνάμεων. Το καθεστώς των Στενών, τα Πετρέλαια της Μοσούλης, οι οικονομικές σχέσεις μεταξύ Αντάντ και Τουρκίας απετέλεσαν και τα βασικότερα σημεία της συμφωνίας. Η Συνθήκη ήταν απολύτως λυτρωτική για την Τουρκία και την Αγγλία και απολύτως ταπεινωτική για την Ελλάδα, η οποία, ωστόσο, δεδομένης της Μικρασιατικής Καταστροφής και του ηθικού και οικονομικού πλήγματος που υπέστη, τη δέχτηκε. Και αν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές, θα πρέπει να πούμε ότι η συγκεκριμένη συνθήκη, τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή ήταν η καλύτερη δυνατή λύση. Η χώρα μας είχε πια απωλέσει το προνόμιο να διεκδικεί συμφωνίες σαν αυτή των Σεβρών.
Βεβαίως, μία τέτοια συμφωνία με οικονομικό και γεωπολιτικό πρόσημο δεν θα μπορούσε να ρυθμίζει το φλέγον ανθρωπιστικό ζήτημα που ανέκυψε με την καταστροφή: αυτό της τύχης των προσφύγων που είχαν ήδη καταφύγει στην Ελλάδα, αλλά και των Ελλήνων Ορθοδόξων Χριστιανών που είχαν παραμείνει ακόμα στην Τουρκία. Έτσι, έξι μήνες πριν την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάνης, στις 30 Ιανουαρίου του 1923, ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Ισμέτ Ινονού θα υπογράψουν την ελληνοτουρκική Σύμβαση, η οποία θα ρύθμιζε την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Γιατί ανταλλαγή πληθυσμών; Ανταλλαγή, γιατί η κεμαλική πια Τουρκία δε δεχόταν όχι μόνο την παραμονή όσων Ελλήνων βρίσκονταν ακόμα στην Τουρκία, αλλά και την επιστροφή των προσφύγων στις πατρογονικές τους εστίες. Εξάλλου, ας μην ξεχνάμε ότι όλη αυτή η θηριωδία που εκτυλίχθηκε από το 1919 έως το 1922 ήταν αποτέλεσμα του σχεδίου του Κεμάλ να διαμορφώσει ένα ομοιογενές εθνικά κράτος. Από την άλλη, η Ελλάδα που προφανώς ήταν αναγκασμένη να αποδεχθεί τον όρο αυτόν της Τουρκίας δήλωσε ανίκανη να αποκαταστήσει τον τεράστιο αριθμό των προσφύγων και αποφάσισε με τη σειρά της να προχωρήσει σε εκπατρισμό των μουσουλμάνων της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και της Κρήτης. Η Τουρκία αποδέχτηκε την πρόταση της Ελλάδας. Εξάλλου, για αυτήν η ισλαμική θρησκεία είναι ο κύριος παράγοντας της «γέννησης» του τουρκικού έθνους.
Δύο είναι, λοιπόν, τα κυριότερα σημεία αυτής της σύμβασης: πρώτον, ότι το πλαίσιο εντός του οποίου διεξήχθησαν οι συζητήσεις ήταν ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της μετακίνησης του ελληνικού πληθυσμού και δεύτερον, ότι το στοιχείο διακρίβωσης της εθνότητας των πληθυσμών απετέλεσε το θρήσκευμα των ανταλλαξίμων. Για αυτό και στην Ελλάδα μετακινήθηκαν και όσοι Αρμένιοι είχαν επιβιώσει από το σχέδιο εξόντωσης του Κεμάλ, περίπου 45.000 στον αριθμό. Η Ελλάδα δέχτηκε 1.200.000 Έλληνες Χριστιανούς και 45.000 Αρμένιους, ενώ η Τουρκία 520.000 μουσουλμάνους. Την αδικία που υπέστη η Ελλάδα «τη βροντοφωνάζουν» οι αριθμοί. Γενικότερα, στη σύμβαση προβλέφθηκε η υποχρεωτική ανταλλαγή μεταξύ των Ελλήνων ορθοδόξων κατοίκων της Τουρκίας και των Μουσουλμάνων κατοίκων της Ελλάδας, ενώ αυτή θα ίσχυε τόσο για αυτούς που παρέμειναν στις εστίες τους όσο και για εκείνους που είχαν ήδη καταφύγει στην ομόθρησκη χώρα. Μάλιστα, η ανταλλαγή θα ίσχυε αναδρομικά για όλες τις μετακινήσεις που έγιναν από τη μέρα που κηρύχθηκε ο Α΄ Βαλκανικός πόλεμος (18 Οκτωβρίου 1912).
Ωστόσο, αρκετοί ήταν και οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί στην Ελλάδα που ενώ θα έπρεπε βάσει της σύμβασης να πάρουν τον δρόμο της προσφυγιάς, απέφυγαν, εν τέλει, τον εκπατρισμό. Μουσουλμάνοι Θεσσαλονικείς γαιοκτήμονες με τουρκική ιθαγένεια, αντικεμαλικοί Κιρκάσιοι και αλβανόφωνοι Τσάμηδες της Ηπείρου παρέμειναν στη χώρα μας· ανάμεσά τους σχεδόν το σύνολο των μουσουλμάνων Ρομά της Μακεδονίας, κυρίως από το Κιλκίς, τις Σέρρες, τη Δράμα και τον Δενδροπόταμο Θεσσαλονίκης, των οποίων η συμπερίληψη στην ανταλλαγή εξαιτίας του γεγονότος ότι περιπλανιούνται και δεν έχουν συγκεκριμένο τόπο διαμονής ήταν αδύνατη. Μεγάλο μέρος αυτού του πληθυσμού κατευθύνθηκε προς τη Θράκη, στην οποία ίδρυσαν μία πληθώρα οικισμών Ρομά, όπως ο Ήφαιστος στην Κομοτηνή και το Δροσερό στην Ξάνθη.
Ελλάδα και Τουρκία χρησιμοποίησαν την ακίνητη περιουσία που άφησαν πίσω τους οι ανταλλάξιμοι, για να στεγάσουν τους νέους πληθυσμούς. Το έργο της Τουρκίας ήταν χωρίς καμία αμφιβολία πολύ πιο εύκολο από αυτό της Ελλάδας, καθώς οι 1.200.000 Έλληνες και οι 45.000 Αρμένιοι που μέχρι τότε «συγκέντρωναν» στα χέρια τους την οικονομική δύναμη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας άφησαν περισσότερες και μεγαλύτερες εκτάσεις γης, καθώς και περισσότερες κατοικίες από τους 520.000 μουσουλμάνους της Ελλάδας.
Από την ανταλλαγή εξαιρέθηκαν οι 86.000 μουσουλμάνοι της Θράκης και οι περίπου 100.000 Έλληνες των νήσων της Ίμβρου, της Τενέδου και της Κωνσταντινούπολης και αυτό χάρη στις ενέργειες του Πατριαρχείου. Για τους τελευταίους, άλλωστε, το τουρκικό κράτος φρόντισε το 1953…
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Αλεξανδρής, Αλέξης (2020), Η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών, Η Καθημερινή. Διαθέσιμο εδώ
- Μηχανή του Χρόνου, Η ανταλλαγή των πληθυσμών. Ο βίαιος εκπατρισμός Χριστιανών και Μουσουλμάνων. Η Συνθήκη της Λωζάνης και το δράμα των προσφύγων. Διαθέσιμο εδώ