Του Στέλιου Δουλγέρη,
Ένας από τους πιο συγκινητικούς μύθους των αρχαίων μας προγόνων είναι αυτός της Άλκηστης, της πιο πιστής κι ενάρετης συζύγου της ελληνικής μυθολογίας, μαζί με την Πηνελόπη. Στην ιστορία της, εμπεριέχεται η αφοσίωση, η πίστη, η μέχρι θανάτου αγάπη, αλλά και η γενναιότητα, η αληθινή φιλία και η ανταμοιβή της ηρωικής συμπεριφοράς. Αυτόν το μύθο θα διηγηθούμε σήμερα, όπως τον παρέδωσε ο μεγάλος τραγικός ποιητής Ευριπίδης, στην ομώνυμη τραγωδία του.
Σύμφωνα, λοιπόν, με το μύθο, ο γιος του Απόλλωνα Ασκληπιός, προόδευσε τόσο πολύ στην επιστήμη της ιατρικής, που έφτασε στο σημείο να ανασταίνει νεκρούς από τον Κάτω Κόσμο. Αυτό εξόργισε τον Δία, ο οποίος, για να τον σταματήσει, τον χτύπησε μ’ έναν κεραυνό. Ο Απόλλωνας, για να εκδικηθεί την σκληρή τιμωρία του άμοιρου Ασκληπιού, πήγε και σκότωσε όλους τους Κύκλωπες. Γι’ αυτή του την πράξη ο Δίας αποφάσισε να τον ταπεινώσει, κι έτσι τον ανάγκασε να παραμείνει εννιά χρόνια δούλος στον βασιλιά των Φερών Άδμητο. Ο Άδμητος, του φέρθηκε με πολλή καλοσύνη και τον έβαλε να ποιμαίνει μερικά κοπάδια. Η άριστη μεταχείριση και ο σεβασμός του Άδμητου προς αυτόν, έκαναν τον Απόλλωνα να τον συμπαθήσει ιδιαίτερα.
Έτσι, όταν ο Άδμητος θέλησε να παντρευτεί την κόρη του βασιλιά της Ιωλκού, του Πελία, ο θεός δεν έχασε την ευκαιρία να τον βοηθήσει: Ο Πελίας είπε πως θα δώσει την κόρη του σε όποιον καταφέρει να ζέψει σ’ ένα άρμα ένα λιοντάρι κι ένα κάπρο, πράγμα αδύνατο για ένα θνητό. Ο Απόλλωνας το κατάφερε, έδωσε το άρμα στον Άδμητο, κι έτσι ο νεαρός βασιλιάς, πήρε την αγαπημένη του για γυναίκα.
Για κακή του τύχη, όμως, όταν προσέφερε στους θεούς τις γαμήλιες θυσίες, ξέχασε την Άρτεμη. Όταν, την πρώτη νύχτα του γάμου άνοιξαν το νυφικό δωμάτιο, το βρήκαν γεμάτο φίδια. Η Άρτεμη, καταδίκασε τον Άδμητο σε πρώιμο θάνατο. Ο Απόλλωνας, για να σώσει τον φίλο και ευεργέτη του, μέθυσε τις Μοίρες και τις έκανε να δεχτούν αφενός να αναβάλουν το θάνατο του Άδμητου και αφετέρου να του χαρίσουν τη ζωή, αν κάποιος άλλος δεχτεί να πεθάνει στη θέση του. Σε αντίθεση μ’ ό,τι θα περίμενε κανείς, κανένας από τους δύο γονείς του Άδμητου δεν δέχτηκε να δώσει τη ζωή του για το παιδί του. Η μόνη που δέχτηκε, ήταν η αγαπημένη του σύζυγος, Αλκμήνη.
Όταν ήρθε η μέρα να φύγει, προσευχήθηκε στο βωμό της θεάς Εστίας για την τύχη των παιδιών της «…δίχως ν’ αναστενάζει και να κλαίει· το κακό που της ερχόταν, καθόλου δεν άλλαξε την όμορφη θωριά της» (Ἄλκηστις 173-174). Έπειτα έπεσε στο νυφικό της κρεβάτι θρηνώντας και λέγοντας: «Κρεβάτι μου, που εδώ σ’ αυτό τον άντρα την παρθενία μου χάρισα και τώρα γι’ αυτόν πεθαίνω, χαίρε· όμως εσένα δε σε μισώ· μονάχα εμένα αφανίζεις· δε λόγιασα ποτέ μου να προδώσω τον άντρα μου κι εσένα, γι’ αυτό σβήνω. Άλλη γυναίκα τώρα θα σε πάρει, ίσως πιο ευτυχισμένη, μα όχι και πιο φρόνιμη» (Ἄλκ. 177-182). Η Άλκηστη, στ’ αλήθεια, «…έχει όλες τις γυναίκες ξεπεράσει… στην αγάπη για τον άντρα της» (Ἄλκ. 83-85).
Μετά από τον γοερό της θρήνο, φίλησε το στρώμα της «…κι απ’ των δακρύων τη βρύση το μούσκεψε. Σα χόρτασε το κλάμα, σκυμμένη, άφησε το κρεβάτι, κι όλο το σπίτι τριγύρισε· ύστερα, πάλι ρίχτηκε στο κρεβάτι της» (Ἄλκ. 183-188). Ο Άδμητος, «θρηνεί κρατώντας την αγαπημένη στην αγκαλιά του και την ικετεύει μονάχο του έτσι να μην τον αφήσει, τ’ αδύνατα ζητώντας…»(Ἄλκ. 201-203). Τίποτα δε μπορεί να παρηγορήσει τον πόνο που αισθάνεται. Μόλις ξεψύχησε η Άλκηστη, ο Άδμητος διέταξε πένθος ενός έτους για όλη τη Θεσσαλία. Την ίδια στιγμή όμως, κατέφτασε στο παλάτι ο Ηρακλής. Ο τελευταίος κατευθυνόταν προς τη Θράκη για να εκτελέσει τον όγδοο κατά σειράν άθλο του, να φέρει στον Ευρυσθέα τα ανθρωποφάγα άλογα του βασιλιά Διομήδη.
Παρατήρησε το συνολικό πένθος και ρώτησε να μάθει τί συμβαίνει. Ο Άδμητος, ωστόσο, για να μην τον στεναχωρήσει και τον κάνει να φύγει από σεβασμό, του απέκρυψε την αλήθεια και του προσέφερε τις κανονικές τιμές της φιλοξενίας. Ο Ηρακλής παρόλα αυτά έμαθε τί συμβαίνει από έναν δούλο και αποφάσισε να σώσει από τον θάνατο την «ἀρίστην ἄλοχον» (Ἄλκ. 241-242), και «εὐκλεή γυναῖκα… τ’ ἀρίστη τῶν ὑφ’ ἡλίῳ, μακρῷ» (Ἄλκ. 150-151), την άριστη σύζυγο, δηλαδή, ένδοξη, και μακράν ανώτερη απ’ όσες ζουν στη γη. Έτσι, πήγε στον τάφο της και παραμόνευε, ώσπου να εμφανιστεί ο θεός θάνατος για να της πάρει την ψυχή. Αφότου πάλεψε μαζί του τον νίκησε και πήρε τη ζωντανή βασίλισσα απ’ το μνήμα!
Πριν πει στον Άδμητο τί ακριβώς έκανε, αποφάσισε πρώτα να δοκιμάσει την πίστη του! Έτσι, κάλυψε την Άλκηστη με ένα πέπλο και του την παρουσιάζει ως δούλα, λέγοντάς του πως του τη χαρίζει! Ο Άδμητος αρνείται έντονα: «Καμιά δε θα πλαγιάσει στο πλευρό μου… Κάλλιο να πέθαινα παρά να την προδώσω» (Ἄλκ. 1090, 1096) αναφωνεί στον ήρωα και φίλο του! Έτσι ο Ηρακλής, σίγουρος πια για την αρετή του φίλου του, αφαιρεί το πέπλο απ’ το κεφάλι της Άλκηστης και την παραδίδει στον άντρα της! Η συγκίνηση και η χαρά του δε μπορούν να εκφραστούν!
Ο ήρωας όμως πρέπει να αποχωρήσει για να πραγματοποιήσει τον άθλο του· συμβουλεύει τον βασιλιά να μην ακούσει τη φωνή της γυναίκας του πριν την εξαγνίσει με θυσίες στους χθόνιους θεούς και πριν περάσουν τρεις μέρες. Έτσι αποχωρεί, αφήνοντάς τους πιο χαρούμενους κι ευτυχισμένους από ποτέ!
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Ευριπίδης (1993), Ἄλκηστις, Αθήνα: Εκδόσεις Κάκτος
- Κακριδής Ι. (1986), ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ, τόμος 4, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών