Του Κωνσταντίνου Γκότση,
Θεμέλιος «λίθος» στην ανάπτυξη της κινεζικής οικονομίας έως τώρα ήταν οι υπερμεγέθεις δημόσιες επενδύσεις και δαπάνες, καθώς αποτελεί μια κεντρικά σχεδιασμένη κοινωνία και οικονομία. Αυτά τα κρατικά χρήματα, όμως, ξοδεύονται αποτελεσματικά; Ο Michael Peitz, καθηγητής Oικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Πεκίνου, έχει ισχυριστεί κατά το παρελθόν πως δεν μπορούμε να συγκρίνουμε ισοδύναμα τα οικονομικά δεδομένα της Κίνας με εκείνα άλλων μεγάλων οικονομιών. Σε συνέντευξή του είχε αναφέρει: «Η κινεζική ηγεσία είναι σε θέση να πετύχει όποιο οικονομικό στόχο επιθυμεί. Αυτό δεν έχει να κάνει με πραγματική ανάπτυξη, αλλά με οικονομική δραστηριότητα. Θέλεις να ενισχύσεις στην Κίνα την ανάπτυξη; Βρες ένα ποτάμι και φτιάξε μια γέφυρα είτε τη χρειάζεσαι είτε όχι. Έτσι η Κίνα διασφαλίζει ανάπτυξη».
Η ραγδαία οικονομική ανάπτυξη που έχει επιτύχει η Κίνα τις τελευταίες δεκαετίες είναι αναμφισβήτητα εντυπωσιακή. Την περίοδο από το 2000 μέχρι το 2009, κατάφερε κατά μέσο όρο ετήσια αύξηση 10,4% του Α.Ε.Π. της. Την επόμενη δεκαετία, παρά την επιβράδυνση, συνέχισε να καταγράφει σημαντική οικονομική επέκταση, με την αύξηση του Α.Ε.Π. της να αγγίζει το 7,7% κατά μέσο όρο ετησίως. Σύμφωνα με έρευνα του Δ.Ν.Τ., η συνεισφορά της Κίνας στην αύξηση του παγκόσμιου Α.Ε.Π. ήταν περίπου 28% (πάνω από το διπλάσιο της συμμετοχής των Η.Π.Α.).
Η πανδημία έφερε πιο γρήγορα στην επιφάνεια τα δομικά προβλήματα της εθνικής της οικονομίας, τα οποία πηγάζουν από την αυταρχική παρεμβατική πολιτική του καθεστώτος της. Τα σκληρά μέτρα αντιμετώπισης και περιορισμού του COVID-19 δημιούργησαν περαιτέρω στρεβλώσεις στη λειτουργία των αγορών και ανέκοψαν σε μεγάλο βαθμό την οικονομική της άνθηση. Οι ισχυρές μειώσεις στη συνολική ζήτηση και τη βιομηχανική παραγωγή είναι που χαρακτηρίζουν φέτος την κινεζική οικονομία. Οι πιέσεις οξύνονται περαιτέρω από την υψηλή χρηματοοικονομική μόχλευση πολλών μεγάλων επιχειρήσεων, στην οποία στήριξαν την ανάπτυξή τους.
Ανάμεσα στους κλάδους που έχουν πληγεί, βρίσκεται και η αγορά ακινήτων της, η οποία, μάλιστα, συμμετέχει κατά 25% περίπου στο Α.Ε.Π. της χώρας. Αποτελεί έναν από τους τομείς που η κινεζική εξουσία εδώ και δεκαετίες βασίζει την οικονομική της άνθιση. Τα προβλήματα στην αγορά ακινήτων και, ειδικότερα, στον κατασκευαστικό τομέα παρατηρούνται μία δεκαετία περίπου. Οι ηχηρές και αλόγιστες παρεμβάσεις των κρατικών αρχών τοποθετούν «κάτω από το χαλί» αυτά τα προβλήματα, περιορίζοντας σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο τη μετάδοση της αστάθειας στις υπόλοιπες αγορές, χωρίς, όμως, να καταφέρνουν να την εξαλείψουν.
Στο μοντέλο ανάπτυξης του συγκεκριμένου κλάδου, οι αγοραστές προκαταβάλουν ένα ποσοστό της αξίας του διαμερίσματος/ακινήτου που ενδιαφέρονται (συνήθως 30% της τιμής) και η κατασκευαστική εταιρεία χρηματοδοτεί το υπόλοιπο κόστος του έργου με την έκδοση δανείου ή ομολόγου. Χρόνο με τον χρόνο τα χρέη των εταιρειών αυτών διογκώνονταν επικίνδυνα, ταυτόχρονα με την αύξηση του φόβου δημιουργίας «φούσκας» στην αγορά ακινήτων. Γι’ αυτό, η κινεζική Κυβέρνηση επέβαλε κάποια περιοριστικά μέτρα στην αγορά, ώστε να ανακόψει την περαιτέρω επέκταση των χρεών τους. Ωστόσο, δημιουργήθηκε μία κρίση ρευστότητας στον κλάδο, με αποτέλεσμα πολλές υπερμοχλευμένες κατασκευαστικές επιχειρήσεις να μένουν με ανολοκλήρωτα έργα, τα οποία, μάλιστα, είχαν προπουλήσει. Οι επιπτώσεις αυτού του γεγονότος έχουν αρχίσει ήδη να μεταδίδονται άμεσα στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, λόγω των αθετήσεων που προκύπτουν.
Οι πωλήσεις ακινήτων στο β’ εξάμηνο του έτους, σύμφωνα με επίσημα στατιστικά στοιχεία, έχουν μειωθεί κατά 30%. Ως συνέπεια, αυτή η τεράστια μείωση στα έσοδά τους διέκοψε τις αγορές εκτάσεων γης, ιδιοκτησίας τοπικών κυβερνήσεων, για νέα έργα, οι οποίες στηρίζουν τη χρηματοδότηση των προϋπολογισμών τους σε αυτές τις πωλήσεις, μέσω των Local Government Financing Vehicles (L.G.F.Vs). Αυτός ο χρηματοδοτικός μηχανισμός αποδείχθηκε σωτήριος κατά την διάρκεια οικονομικών κρίσεων, καθώς ώθησε στοχευμένα την οικονομική δραστηριότητα.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη Moody’s, αυτές οι συναλλαγές αντιπροσώπευαν το 40% των ετήσιων εσόδων τους τα τελευταία έτη. Επακόλουθο, λοιπόν, είναι να υπάρξει έλλειψη ρευστότητας και για τις ίδιες, αδυνατώντας να χρηματοδοτήσουν επενδύσεις σε υποδομές και να αποπληρώσουν τα υπερδιογκωμένα χρέη τους. Η πτώση των εσόδων από πωλήσεις οικοπέδων της τοπικής αυτοδιοίκησης στο οκτάμηνο του έτους διαμορφώθηκε στο 28,5% (σε ετήσια βάση). Φέτος, το έλλειμμα εκτιμάται ότι θα αγγίξει τα $1,05 τρις συνολικά.
Συνοψίζοντας, προμηνύεται πως η κινεζική οικονομία, η δεύτερη μεγαλύτερη παγκοσμίως, θα περάσει από «χίλια μύρια κύματα». Οι ελλείψεις ρευστότητας σε διάφορους τομείς και η αδυναμία διαχείρισης του ανησυχητικά μεγάλου εθνικού, τοπικού και ιδιωτικού χρέος στην Κίνα, στο οποίο στηρίχθηκε όλη η δομή της οικονομικής της ανάπτυξης, σηματοδοτεί τέλος εποχής στην ανάκαμψή της. Επιπρόσθετα, βρίσκεται αντιμέτωπη και με άλλα σοβαρά προβλήματα, όπως τις γεωπολιτικές εντάσεις με τις Η.Π.Α. και τη ραγδαία γήρανση του πληθυσμού της, που επιβαρύνουν παραπάνω το αρνητικό κλίμα. Σύμφωνα με αναλυτές, το οικονομικό μοντέλο της Κίνας, στηριζόμενο σε δημόσιες υποδομές και στην ενίσχυση της αγοράς ακινήτων που χρηματοδοτούνταν κυρίως με δάνεια και ομόλογα υπό την κρατική εγγύηση, ίσως να έφτασε στο σημείο καμπής του. Αναμένεται να φανεί πόσο μεγάλος θα είναι ο αντίκτυπος μιας κατάρρευσης των κινεζικών αγορών στην παγκόσμια οικονομία και ιδιαίτερα στην Ευρώπη, η οποία τα τελευταία χρόνια έχει δημιουργήσει αρκετές εμπορικές σχέσεις με την υπερδύναμη της Άπω Ανατολής.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- China’s property crash: ‘a slow-motion financial crisis’, ft.com, διαθέσιμο εδώ
- Ανακάμπτει η κινεζική οικονομία, dw.com, διαθέσιμο εδώ