Του Σωκράτη Κατσαρού,
Το θέρος του 1921, ο ελληνικός στρατός προέλασε μέχρι τον Σαγγάριο, όπου και ηττήθηκε, με αποτέλεσμα να υποχωρήσει στη γραμμή Αφιόν Καραχισάρ και να αναγκαστεί να αναλάβει ρόλο αμυνόμενου. Η ανακοπή της ελληνικής προέλασης προκάλεσε έντονη ανησυχία στους Έλληνες της Μικράς Ασίας, καθώς ένιωθαν ότι η ελληνική κυβέρνηση ίσως τους εγκατέλειπε σε περίπτωση πλήρους ήττας του ελληνικού στρατού.
Μπροστά σε αυτήν τη νέα κατάσταση, το κίνημα της «Εθνικής Άμυνας», που είχε ιδρύσει ο Βενιζέλος την περίοδο του Εθνικού Διχασμού, με νέα έδρα την Κωνσταντινούπολη, ανέλαβε δράση. Εξάλλου, η αδυναμία της κυβέρνησης Γούναρη στον πόλεμο τού έδωσε τη δυνατότητα να επανέλθει στην πολιτική σκηνή.
Συγκεκριμένα, οι Έλληνες της Μικράς Ασίας στράφηκαν στην Εθνική Άμυνα με σκοπό εκείνη να διαμεσολαβήσει στους Βρετανούς για τη δημιουργία ενός αυτόνομου κράτους στην πατρογονική γη, της «Ιωνίας». Ο ηγετικός πυρήνας της «Εθνικής Αμύνης» και επιφανείς Έλληνες της Πόλης είχαν στο μυαλό τους και κάτι άλλο. Ειδικότερα, έβλεπαν την αυτόνομη Ιωνία ως μια νέα βάση για εκείνους, ώστε να μετατραπεί σε ένα πανίσχυρο κέντρο, που θα ανταγωνιζόταν το αντίπαλο δέος των Αντιβενιζελικών στην κυρίως Ελλάδα. Σκοπός τους ήταν αυτό το κέντρο να γίνει τόσο ισχυρό, ώστε να ανατραπεί ο Κωνσταντίνος και το καθεστώς της Παλαιάς Ελλάδας και να ενωθεί η Παλαιά Ελλάδα με την Ιωνία υπό τον έλεγχό τους. Θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια επανάληψη των γεγονότων του 1916-1917.
Η επιθυμία των συγκεκριμένων κύκλων, όμως, δεν στηρίχθηκε σε μια σταθερή βάση, καθώς εντός της οργάνωσης υπήρχαν μέλη που ασπάζονταν διαφορετικούς ιδεολογικούς προσανατολισμούς. Τα μόνα στοιχεία που μοιράζονταν τα μέλη της οργάνωσης ήταν η προσπάθεια σωτηρίας του ελληνισμού της Μικράς Ασίας, η ανάγκη της βρετανικής διαμεσολάβησης και η πεποίθηση ότι μόνο ο Βενιζέλος ήταν ικανός να φέρει εις πέρας αυτό το έργο. Επιπλέον, δεν είναι ακριβές αν ο ίδιος ο Βενιζέλος ήταν ο επικεφαλής όλου αυτού του εγχειρήματος, ωστόσο, ήταν συμμέτοχος από μια απόσταση. Πάντως με δική του μεσολάβηση τον Ιανουάριο του 1921 πραγματοποιήθηκε συνάντηση τριών εκπροσώπων της Εθνικής Άμυνας, των Κ. Σπανούδη, Γ. Σταυρίδη και Λ. Ιασωνίδη με τον Βρετανό Πρωθυπουργό Lloyd George χωρίς, όμως, να υλοποιηθεί κάποια δέσμευση.
Στα τέλη του Οκτωβρίου του ίδιου έτους, ιδρύθηκε στη Σμύρνη μια αντίστοιχη οργάνωση με την ονομασία «Μικρασιατική Άμυνα» από επιφανείς Έλληνες της Μικράς Ασίας. Τα μέλη της δεν ασπάζονταν την ιδεολογία της «Εθνικής Αμύνης». Στα εξέχοντα μέλη της συγκαταλέγονταν ο ιατρός Απ. Ψαλτώφ, ο Κ. Τενεκίδης, ο Χ. Δήμας, που αποτελούσαν τη διοικούσα επιτροπή της οργάνωσης, καθώς και άλλα μέλη της ελληνικής παροικίας, όπως ο Σ. Σολομωνίδης και ο ανώτερος υπάλληλος της ελληνικής αρμοστείας της Σμύρνης Π. Ευριπαίος. Σύντομα εγκαταστάθηκαν επιτροπές της «Μικρασιατικής Άμυνας» σε ελληνικές παροικίες του εξωτερικού, όπως το Λονδίνο και το Βουκουρέστι. Τον Δεκέμβριο του 1921, Οικουμενικός Πατριάρχης γίνεται ο Μελέτιος Μεταξάκης (Μελέτιος Δ΄), ο οποίος είχε χάσει την ηγεσία της Αρχιεπισκοπής Αθηνών μετά τον Νοέμβριο του 1920. Πρόκειται για ένα ενθαρρυντικό γεγονός για την «Εθνική Άμυνα» λόγω των φιλοβενιζελικών πεποιθήσεών του.
Παρότι το κλίμα πόλωσης ήταν ισχυρό, η Εθνική Άμυνα προσπάθησε να προσεγγίσει τον Αρχιστράτηγο Παπούλα και τον Στεργιάδη. Ο Παπούλας, δυσαρεστημένος ήδη από τον Μάρτιο του 1921 λόγω των ανακατατάξεων που προώθησε η κυβέρνηση των Αθηνών στις ένοπλες δυνάμεις, δέχτηκε να συνομιλήσει. Τον Δεκέμβριο συνάντησε τον ιατρό Γιάγκο Σιώτη, στέλεχος της «Εθνικής Αμύνης», δηλώνοντας ενδιαφέρον για τις προθέσεις των αυτονομιστών, διευκρίνισε, όμως, ότι ήταν αδύνατον να αναλάβει πρωτοβουλίες χωρίς κυβερνητική έγκριση. Ο Στεργιάδης, από την άλλη, επέτρεψε να οργανωθούν οι Έλληνες της Σμύρνης, αλλά στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας του.
Στην αυγή του νέου έτους, τα πράγματα εξελίσσονταν χειρότερα για τον ελληνικό στρατό στη Μικρά Ασία, με αποτέλεσμα η «Άμυνα» να κινητοποιηθεί εκ νέου. Τον Φεβρουάριο του 1922, ο Παπούλας συναντήθηκε ξανά με τον Σιώτη στη Σμύρνη, με τον δεύτερο να προτείνει στον πρώτο να αναλάβει την ηγεσία του κινήματος. Ο Παπούλας δέχτηκε την πρότασή του, υπενθυμίζοντας ότι είναι αδύνατον να επιτευχθεί ο στόχος χωρίς τη στήριξη του ελληνικού κράτους. Στη συνέχεια, του ζήτησε, επιστρέφοντας στην Πόλη μαζί με τον υπαρχηγό του Επιτελείου και Συνταγματάρχη Σαρηγιάννη και τον Ταγματάρχη Σκυλακάκη, να επικοινωνήσουν με τον Πατριάρχη Μελέτιο. Μετά τη συνάντηση στην Κωνσταντινούπολη, ο Σιώτης με τη συνοδεία του Σαρηγιάννη ταξίδεψαν στην Αθήνα, για να προσεγγίσουν την κυβέρνηση. Ο ερχομός τους θορύβησε τον Υπουργό Στρατιωτικών Νικόλαο Θεοτόκη, ο οποίος κάλεσε τον Παπούλα στην Αθήνα να δώσει επίσημη αναφορά για τις κινήσεις των Μικρασιατών Ελλήνων.
Τον Μάρτιο πραγματοποιήθηκε πολύωρη συνάντηση του Πρωθυπουργού Γούναρη, του Αρχηγού του Επιτελείου της Στρατιάς, Συνταγματάρχη Πάλλη, με τον Παπούλα και τον Σιώτη για όλα όσα προβλημάτιζαν τον ελληνισμό της Μικράς Ασίας. Ο Γούναρης δεσμεύτηκε να υπερασπιστεί τη Μικρά Ασία. Την επόμενη ημέρα, όμως, δημοσιεύτηκαν οι μεσολαβητικές προτάσεις της Διασυμμαχικής Συνδιάσκεψης του Παρισιού, με αποτέλεσμα ο Παπούλας να ζητήσει νέα συνάντηση στις 31 Μαρτίου με τον Γούναρη και τον Θεοτόκη. Σε εκείνη τη συνάντηση, ο Παπούλας τους τόνισε ότι αν δεν μπορούσαν να απορρίψουν τις συμμαχικές προτάσεις, τότε είτε θα έπρεπε να τον αφήσουν να κηρύξει την αυτονόμηση της Ιωνίας είτε να δεχτούν την παραίτησή του.
Ο Πρωθυπουργός και ο Υπουργός Στρατιωτικών ξεκαθάρισαν στον Αρχιστράτηγο ότι η αυτονόμηση των υπό ελληνικό έλεγχο περιοχών της Μικράς Ασίας ήταν αδύνατη για πολιτικούς, οικονομικούς και στρατιωτικούς λόγους. Συγκεκριμένα, εξήγησαν ότι η στρατιωτική δύναμη που επιθυμούσε η «Άμυνα» να συγκροτήσει, για να στηρίξει την άμυνα της αυτόνομης Ιωνίας, ήταν ανεπαρκής απέναντι στις ενισχυμένες δυνάμεις των Τούρκων, χωρίς την παραμονή τμήματος του ελληνικού στρατού.
Ο Παπούλας επέστρεψε, τελικά, στη Σμύρνη, περιμένοντας ενισχύσεις από τον Γούναρη. Στο μεταξύ, δύο μέλη της «Αμύνης», ο Αργυρόπουλος και ο Κονδύλης μαζί με τον Πατριάρχη Μελέτιο ζήτησαν τη συμβουλή του αυτοεξόριστου Βενιζέλου. Ο τέως Πρωθυπουργός ενθάρρυνε συγκρατημένα το εγχείρημα και επεσήμανε τις δυσκολίες της εφαρμογής του χωρίς την συγκατάθεση του μη ελληνικού, χριστιανικού πληθυσμού και, πρωτίστως, της Entente.
Σε αυτήν τη δύσκολη συγκυρία ο Στεργιάδης φάνηκε όλο και πιο αρνητικός απέναντι στις θέσεις των αυτονομιστών. Μάλιστα, εκείνος και ο Υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας ζήτησαν από τη βρετανική πρεσβεία διευκρινήσεις για τη βρετανική στάση στο κίνημα της αυτόνομης Ιωνίας. Η βρετανική πλευρά αρνήθηκε οποιαδήποτε εμπλοκή. Στις 15/28 Απριλίου ο Αργυρόπουλος βρήκε τον Παπούλα στη Σμύρνη, για να τον πείσει να αναλάβει επικεφαλής του κινήματος. Ο Παπούλας, όμως, μετά τις τελευταίες εξελίξεις ήταν διστακτικός και τον Μάιο, απογοητευμένος από την κομματική τριβή μεταξύ της βενιζελικής Αμύνης και της φιλοβασιλικής κυβέρνησης και τη μη εκπλήρωση των κυβερνητικών υποσχέσεων για ενισχύσεις, αποφάσισε να παραιτηθεί. Η παραίτησή του σήμανε και το τέλος των προσπαθειών της Άμυνας για την ίδρυση της αυτόνομης Ιωνίας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τόσο η ελληνική κυβέρνηση όσο και η «Εθνική Άμυνα» και η «Μικρασιατική Άμυνα», παρόλες τις διαφορές τους και τους διαφορετικούς σκοπούς τους, συνεργάστηκαν έστω και στοιχειωδώς για τη σωτηρία του ελληνισμού της Μικράς Ασίας. Ακόμη και μετά την εγκατάλειψη του σχεδίου της Ιωνίας, ελληνικοί παράγοντες προσπάθησαν να δημιουργήσουν με τη συγκατάθεση των Μεγάλων Δυνάμεων το λεγόμενο «Μικρασιατικό Κράτος» λίγο πριν την οριστική ήττα. Ένα αυτόνομο κράτος με χριστιανικό χαρακτήρα περισσότερο από ό,τι ελληνικό, ώστε να είναι ευνοϊκότερη η στάση της Entente. Όμως, οι νέες συγκυρίες δεν ευνόησαν την υλοποίηση και αυτού του σχεδίου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Αγγελομάτης, Χρήστος (1952), Χρονικόν Μεγάλης Τραγωδίας, Το Έπος της Μικράς Ασίας, Αθήναι: Βιβλιοπωλείον της Εστίας
- Συλλογικό (1978), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους: Νεότερος Ελληνισμός, από το 1913 έως το 1941, τ. ΙΕ΄, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών