Της Μαριάννας Καλτσά,
Κύριο σημείο ενδιαφέροντος για το σύστημα του ποινικού δικαίου αποτελούν κατ’ αρχήν πράξεις ετεροπροσβολής, ενέργειες στις οποίες, δηλαδή, το θιγόμενο έννομο αγαθό δεν ανήκει στο υποκείμενο της προσβολής, αλλά σε κάποιο άλλο πρόσωπο, όταν με άλλα λόγια δράστης και φορέας εννόμου αγαθού είναι διαφορετικά πρόσωπα. Η αυτοπροσβολή, καθώς θίγει αγαθά που ανήκουν κατ’ αποκλειστικότητα στον ίδιο τον δράστη, δεν ενδιαφέρει το ποινικό δίκαιο, μια και είναι επιτρεπτή υπό την έκφανση της ελεύθερης διαθέσεως του εννόμου αγαθού από τον φορέα του, διότι δεν βλάπτονται κατ’ αυτόν τον τρόπο έννομα αγαθά ετέρων προσώπων.
Απόκλιση από το βασικό αυτό μοντέλο παρατηρείται στο άρ. 42 του στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, σύμφωνα με το οποίο «στρατιωτικός που με πρόθεση προξενεί στον εαυτό του διαρκή ή πρόσκαιρη ανικανότητα για την εκπλήρωση της στρατιωτικής του υποχρέωσης, με σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση». Εύλογο ερώτημα γεννάται για τη διαφορετική μεταχείριση που επιφυλάσσει ο νομοθέτης για τις πράξεις αυτοπροσβολής, ειδικά στον χώρο του στρατού. Ο ίδιος ο ρόλος του στρατιωτικού επιβάλλει και δικαιολογεί την αυστηρότητα της εν λόγω διατάξεως. Η ακεραιότητα της στρατιωτικής ιδιότητας προϋποθέτει τη σωματική υγεία του προσώπου που θα κληθεί να παραστεί στο μαχητικό πεδίο και, κατ’ επέκταση, τη δυνατότητα για αυτοθυσία του. Η τελευταία καθίσταται αναγκαία για τη διασφάλιση της στρατιωτικής παρουσίας στο εμπόλεμο πεδίο, όπου το σώμα του στρατιωτικού λειτουργεί ως μέσο για την υπεράσπιση της χώρας από εχθρικές επιθέσεις.
Βέβαια, λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, οδηγούμαστε μπροστά σε μια καταφανή συνταγματική αντίθεση. Αφενός, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, με την οποία δεν συμβιβάζεται η σύμφυτη με την ιδιότητα του στρατιωτικού υποχρέωση αυτοθυσίας, αφού αντιμετωπίζει το σώμα του τελευταίου ως «μέσο» αποκλειστικά για την επίτευξη συγκεκριμένου σκοπού, ήτοι της αμυντικής θωράκισης της χώρας, αφετέρου του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος κάθε Έλληνα να συμβάλλει στην άμυνα της χώρας, όπως θεμελιώνεται στη διάταξη 4 παρ. 6 του Συντάγματος. Για την αντιμετώπιση της προβληματικής δίνεται προβάδισμα στην υποχρέωση αυτοθυσίας, η οποία συνιστά εξαίρεση από την αρχή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Με άλλα λόγια, η θέση και ο ρόλος των μελών των στρατιωτικών δυνάμεων δικαιολογούν τη θέσπιση ποινής για πράξεις αυτοπροσβολής, καθώς αυτές συνιστούν παράλληλα και πράξεις αυτοαχρήστευσης και κατάργησης του υλικού αντικειμένου που είναι τα ίδια τα μέλη. Κατ’ επέκταση, υφίσταται, τελικά, βλάβη του εννόμου αγαθού της στρατιωτικής υπηρεσίας.
Όσον αφορά τα αντικειμενικά στοιχεία που συγκροτούν το πραγματικό της τέλεσης του εν λόγω στρατιωτικού εγκλήματος, πέρα από την αυτοπρόκληση που αναφέρθηκε παραπάνω, έχουμε να επισημάνουμε τα κατωτέρω. Αρχικά, με τον όρο σωματική κάκωση νοείται οποιαδήποτε αλλοίωση του σώματος προς κατάσταση χειροτέρα της προηγούμενης. Για βλάβη της υγείας γίνεται λόγος, όταν η χειροτέρευση αφορά τη λειτουργία εσωτερικών οργάνων του ανθρωπίνου σώματος, συμπεριλαμβανομένων των όποιων ασθενειών, μολύνσεων, καθώς και δηλητηριάσεων. Να τονιστεί πως είναι αδιάφορη η έκταση της ανικανότητας, αν πρόκειται, δηλαδή, για ολική, όταν, δηλαδή, ο στρατιωτικός είναι ακατάλληλος για οποιαδήποτε ανάθεση υπηρεσίας στο στρατιωτικό σώμα ή για μερική, κι άρα είναι σε θέση να φέρει όπλο ή να του ανατεθούν βοηθητικές εργασίες. Τέλος, χρειάζεται η αυτοπροσβολή να οφείλεται σε πρωτοβουλία του στρατευμένου, ενώ, ακόμα και όταν συμπράττει κάποιος τρίτος, η ποινική ευθύνη του στρατιωτικού που του επέτρεψε να τον βλάψει δεν αλλάζει, απλώς στην περίπτωση αυτή, ο τρίτος θα ευθύνεται για ετεροπρόκληση ικανότητας βάσει του άρ. 42 παρ.1 περίπτωση γ) ΣΠΚ, εφόσον είναι στρατιωτικός.
Σύμφωνα με τη ίδια διάταξη, γίνεται μια διάκριση μεταξύ των επιβαλλόμενων ποινών με κριτήριο τη συγκυρία τέλεσης του εγκλήματος. Ειδικότερα, αν η αυτοπρόκληση λαμβάνει χώρα σε ειρηνική περίοδο, η προβλεπόμενη ποινή είναι 3 μήνες τουλάχιστον, που αυτό πρακτικά σημαίνει ότι, λαμβάνοντας υπόψιν και τη διάταξη 53 ΠΚ, μπορεί να επεκταθεί μέχρι τα 5 έτη. Από την άλλη, αν διαπραχθεί εν μέσω πολεμικής περιόδου, το έγκλημα εισέρχεται σε ανώτερη βαθμίδα ποινικής ευθύνης και μιλάμε πλέον για ένα κακούργημα με ποινή από 5 έως 10 έτη, ενώ αν τελεστεί κι ενώπιον του εχθρού, τότε ο στρατιωτικός απειλείται με ισόβια κάθειρξη ή κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών βάσει του άρ. 463 παρ.4 ΠΚ. Να σημειωθεί, τέλος, πως πλέον με τον νέο Ποινικό Κώδικα δεν προβλέπεται ως παρεπόμενη ποινή για το εν λόγω έγκλημα και η στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων του στρατευμένου, όπως ίσχυε άλλοτε.
Κατά γενική ομολογία, υπάρχει διαρκές χρέος κάθε Έλληνα πολίτη που είναι σε θέση να στρατευθεί, να υπερασπιστεί την πατρίδα του και την εδαφική ακεραιότητα των εθνικών συνόρων επιδεικνύοντας θάρρος και αυτοθυσία. Η τελευταία, μάλιστα, αρετή, που είναι εγγενές στοιχείο της στρατιωτικής ιδιότητας, δικαιολογεί και την, ίσως αποκομμένη από το γενικότερο πνεύμα του ποινικού δικαίου, ότι οι πράξεις βλάβης του εννόμου αγαθού από τον ίδιο του τον φορέα δεν ενδιαφέρουν την έννομη τάξη.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ:
- Αδάμ Χ. Παπαδαμάκης, Στρατιωτικό Ποινικό Δίκαιο, 9η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Μάρτιος 2021