17.1 C
Athens
Σάββατο, 2 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ άμυνα ως λόγος άρσης του αδίκου και ως μηχανισμός αυτοπροστασίας των...

Η άμυνα ως λόγος άρσης του αδίκου και ως μηχανισμός αυτοπροστασίας των εννόμων αγαθών (Μέρος B’)


Της Μαρίας Σπαράκη,

Κατά μία άποψη, η αγνοούμενη άμυνα αίρει το άδικο της πράξεως. Κατά δεύτερη και κρατούσα άποψη, εξομοιώνεται ως προς τις έννομες συνέπειες προς την ανάστροφη πραγματική πλάνη (νομίζω ότι έχω τελέσει κάτι, ενώ δεν το έχω τελέσει), δηλαδή, προς την απρόσφορη απόπειρα, η οποία δεν είναι αξιόποινη.

Όσον αφορά την αγνοούμενη άμυνα, εκλείπει το υποκειμενικό στοιχείο δικαιολογήσεως του αδίκου, το οποίο σημαίνει ότι ο δράστης αντικειμενικά βρίσκεται σε κατάσταση άμυνας, αφού συντρέχουν όλες οι απαραίτητες προϋποθέσεις, αποκρούει, δηλαδή, άδικη και παρούσα επίθεση εναντίον του, χωρίς, όμως, να γνωρίζει στην πραγματικότητα ότι αμύνεται. Για την καλύτερη κατανόηση της ύπαρξης καταστάσεως αγνοούμενης άμυνας και τη σημασία των υποκειμενικών στοιχείων δικαιολογήσεως του αδίκου θα πρέπει να αναλυθούν οι διαφορετικές απόψεις που έχουν διατυπωθεί επί του ζητήματος.

Μάλλον κρατούσα είναι η αντικειμενική άποψη. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, ο χαρακτήρας τέτοιου είδους αμυντικής πράξης θα πρέπει να κρίνεται κατά αποκλειστικά αντικειμενικό τρόπο και να μην λαμβάνονται υπόψη υποκειμενικά στοιχεία, όπως είναι η γνώση του δράστη ότι βρίσκεται σε κατάσταση άμυνας, πόσο μάλλον με τη θέλησή του να αποκρούσει την επίθεση που στρέφεται εναντίον του. Η αντικειμενική άποψη δεν προσδίδει, λοιπόν, σημασία στην ύπαρξη ή μη υποκειμενικών στοιχείων δικαιολογήσεως του αδίκου. Το παραπάνω συμβαίνει, διότι είναι άλλο ζήτημα το αν ο δράστης αποκρούει αντικειμενικά μια παρούσα και άδικη επίθεση που στρέφεται κατά αυτού και άλλο το ζήτημα αν η αμυντική πράξη στην οποία προέβη έγινε για την απόκρουση της επίθεσης αυτής. Εξάλλου και από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 22 ΠΚ δεν απαιτείται δόλος του δράστη ως προς την ύπαρξη καταστάσεως άμυνας, πόσο μάλλον υπερασπιστική βούληση.

Πηγή Εικόνας: kamouzis.gr

Στον αντίποδα βρίσκεται η υποκειμενική άποψη, σύμφωνα με την οποία ο αμυνόμενος οφείλει να έχει διπλό οιονεί δόλο, να γνωρίζει δηλαδή αφενός τα αντικειμενικά γεγονότα που στοιχειοθετούν άδικη και παρούσα επίθεση εναντίον του, αλλά και τα στοιχεία που δικαιολογούν την αμυντική πράξη, δηλαδή την προσφορότητα και την αναγκαιότητά της. Φαίνεται, δηλαδή, η υποκειμενική άποψη να απαιτεί μια εν ευρεία εννοία υπερασπιστική βούληση, χωρίς, όμως, αυτή να αποτελεί το αποκλειστικό κίνητρο της άμυνας. Αρκεί ο δράστης να γνωρίζει ότι τελεί αμυντική πράξη. Η άποψη αυτή αρκείται, λοιπόν, στη βούληση του αμυνόμενου να αποκρούσει την επίθεση και αδιαφορεί για αισθήματα μίσους, θυμού, οργής ή εκδίκησης του αμυνόμενου, τα οποία μπορεί να συμβάλλουν στην τέλεση της αμυντικής πράξης, εκτός εάν τα αισθήματα αυτά είναι τόσο έντονα ώστε να παραγκωνίζουν την βούληση υπερασπίσεως του αμυνόμενου.

Ένα μικρό μερίδιο των θεωρητικών, υποστηρίζει, επίσης, μια τρίτη άποψη (που έχει αρχίσει να εκλείπει), η οποία εκτός από το στοιχείο του οιονεί δόλου της υποκειμενικής απόψεως, προσαπαιτεί και την ύπαρξη εξειδικευμένης υπερασπιστικής βούλησης (σκοπός υπερασπίσεως) εκ μέρους του αμυνόμενου για τη δικαιολόγηση της πράξης. Στο φαινόμενο της αγνοούμενης άμυνας, ο αμυνόμενος δεν απαιτείται να έχει άμεσο δόλο α’ βαθμού για το έγκλημα που τελεί με την αμυντική του πράξη, αλλά αρκεί και ο άμεσος δόλος β’ βαθμού ή ο ενδεχόμενος δόλος, υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος που τέλεσε ο αμυνόμενος πληρείται από το αντίστοιχο είδος δόλου.

Για παράδειγμα, ο Α διασχίζοντας έναν δρόμο παρατηρεί τον Β, ο οποίος είναι έτοιμος να σπάσει το παράθυρο ενός αυτοκινήτου. Σπεύδει, λοιπόν, να αποκρούσει την πράξη του Β και για αυτόν τον λόγο τον χτυπά και τον απομακρύνει. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο Α δεν γνωρίζει αν το αυτοκίνητο ανήκει στον Β και σωστά υποθέτει ότι δεν ανήκει στον ίδιο, αφού θα ήταν παράλογο ο ίδιος ως ιδιοκτήτης του να ήθελε να το βλάψει. Συνεπώς, ο Α έχει ενδεχόμενο δόλο ως προς την αμυντική πράξη που τελεί και δεν γνωρίζει αν αποκρούει άδικη και παρούσα επίθεση κατά τρίτου, παρά μόνο το υποθέτει. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο Α θα μπορούσε να επικαλεστεί ότι τελούσε υπό αγνοούμενη άμυνα υπέρ του Γ, ιδιοκτήτη του αυτοκινήτου.

Σημαντικό ρόλο στην αγνοούμενη άμυνα διαδραματίζει και η συνδρομή της πραγματικής πλάνης στο πρόσωπο του αμυνόμενου αναφορικά με τα γεγονότα που επαρκούν για τη στοιχειοθέτηση παρούσας και άδικης επίθεσης, καθώς και αμυντικής πράξης. Συναντούμε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις αγνοούμενης άμυνας που σχετίζονται άμεσα με τα γεγονότα για τα οποία πλανάται ο αμυνόμενος. Μπορεί, για παράδειγμα, να πλανάται ως προς την ύπαρξη επίθεσης, αλλά να τελεί αμυντική πράξη εκ προθέσεως ή να πλανάται τόσο ως προς την ύπαρξη επίθεσης όσο και προς την τέλεση αμυντικής πράξης.

Πηγή Εικόνας: rekkeslaw.gr

Ωστόσο, η πρώτη και συνηθέστερη εκ των περιπτώσεων είναι αυτή της δόλιας πρωτογενούς αγνοούμενης άμυνας, κατά την οποία ο αμυνόμενος αγνοεί τη συνδρομή παρούσας και άδικης επίθεσης, ωστόσο, πράττει με πρόθεση όσον αφορά την αμυντική πράξη. Ο δράστης Α, για παράδειγμα, υψώνει το όπλο του και σημαδεύει τον Β, έτοιμος να τον πυροβολήσει. Την ίδια στιγμή ο Β, ο οποίος λόγω του σκότους που επικρατεί δεν έχει διακρίνει την κίνηση του Α, υψώνει και αυτός το όπλο του και πυροβολεί πλήττοντας θανάσιμα τον Α, αγνοώντας, παράλληλα, ότι βρίσκεται σε άμυνα. Ποια θα είναι, άραγε, η ποινική απαξία της πράξης του Β; Τρεις διαφορετικές απόψεις έρχονται να δώσουν απάντηση στο ερώτημα.

Η αντικειμενική άποψη, η οποία αρκείται στην εξ αντικειμενικής απόψεως ύπαρξη άδικης και παρούσας επιθέσεως. Η άποψη αυτή αποδέχεται την άρση του αδίκου, με μόνη την άρση του αδίκου του αποτελέσματος, ακόμη και αν δεν συνοδεύεται από αντίστοιχη γνώση του αμυνόμενου.

Η υποκειμενική άποψη απαιτεί, για την άρση του αδίκου της πράξης, τη συνδρομή ορισμένων υποκειμενικών προϋποθέσεων στο πρόσωπο του δράστη, σε συνδυασμό με την αντικειμενικά υπαρκτή παρούσα και άδικη επίθεση εναντίον του, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί κατάσταση άμυνας. Ο αμυνόμενος πρέπει, συνεπώς, όχι μόνο να αποκρούει μια αντικειμενικά άδικη και παρούσα επίθεση, αλλά και να έχει επίγνωση ότι αυτή υφίσταται επιτρέποντάς του να αμυνθεί, να έχει, δηλαδή, δόλο τόσο ως προς την επίθεση όσο και ως προς την κατάσταση άμυνας.

Η μέση άποψη που είναι και η κρατούσα υποστηρίζει ότι αν εκλείπει το υποκειμενικό στοιχείο δικαιολογήσεως του αδίκου, αν ο αμυνόμενος, δηλαδή, πράττει χωρίς να γνωρίζει ότι αμύνεται απέναντι σε παρούσα και άδικη επίθεση, τότε αίρεται μεν το άδικο του αποτελέσματος της πράξης, αλλά παραμένει το άδικο της συμπεριφοράς, το οποίο επαρκεί για τη στοιχειοθέτηση απόπειρας του οικείου εγκλήματος.

Μια δεύτερη περίπτωση πρωτογενούς αγνοούμενης άμυνας αποτελεί η αμελής πρωτογενής αγνοούμενη άμυνα. Στην περίπτωση αυτή, ο αμυνόμενος δεν γνωρίζει ότι βρίσκεται σε κατάσταση άμυνας, ενώ, παράλληλα, τελεί μια εξ αμελείας κατ’ αποτέλεσμα αμυντική πράξη. Για την αμελή πρωτογενή αγνοούμενη άμυνα, κατά μία άποψη η άμυνα ως λόγος άρσης του αδίκου δεν μπορεί ποτέ να άρει το άδικο μιας αμελούς πράξης, γιατί η αμυντική πράξη πρέπει να τελείται πάντοτε εκ προθέσεως.

Η αντίθετη άποψη είναι μάλλον και η ορθότερη, σύμφωνα με την οποία ο άδικος χαρακτήρας του αποτελέσματος της πράξης πρέπει πάντα να αίρεται. Και καθώς η απόπειρα εξ αμελείας παραμένει ατιμώρητη, η μόνη ευθύνη που μπορεί να φέρει ο δράστης είναι η ευθύνη για το τυχόν έγκλημα διακινδυνεύσεως που μπορεί να τέλεσε.

Πηγή Εικόνας: theconversation.com

Στη δεύτερη αυτή κατηγορία της δευτερογενούς αγνοούμενης άμυνας εντάσσονται οι περιπτώσεις κατά τις οποίες ο αμυνόμενος έχει τον απαιτούμενο οιονεί δόλο για την κατάσταση άμυνας, αλλά πράττει με αμέλεια όσον αφορά την αμυντική του πράξη. Πιο συγκεκριμένα: α) ο αμυνόμενος αφενός γνωρίζει ότι βρίσκεται σε κατάσταση άμυνας, αφετέρου πράττει αμελώς ως προς την αμυντική του πράξη. Παραδείγματος χάριν, ο Α βλέπει τον Β να πλησιάζει με ένα μαχαίρι και να του λέει «Τώρα ήρθε η ώρα σου. Θα σε σκοτώσω». Από την ταραχή του ο Α βγάζει αδέξια το πιστόλι που έχει στη ζώνη του, το οποίο εκπυρσοκροτεί και συμπωματικά πλήττει τον Β, όπως θα ακριβώς θα τον έπληττε σε περίπτωση που ο Α σημάδευε προς αυτόν (Β), ο αμυνόμενος γνωρίζει ότι βρίσκεται σε κατάσταση άμυνας, αλλά αγνοεί την αναγκαιότητα της αμυντικής του πράξης. Παραδείγματος χάριν, ο Α αμύνεται απέναντι σε μια απειλή του Β, παρότι πιστεύει ότι ο Β δεν θα την πραγματώσει, ενώ αυτός είναι έτοιμος να το κάνει.

Η διαφορά μεταξύ της δευτερογενούς αγνοούμενης άμυνας και της πρωτογενούς αμελούς αγνοούμενης άμυνας εντοπίζεται στον οιονεί δόλο του αμυνόμενου για την κατάσταση άμυνας στην οποία βρίσκεται. Το στοιχείο της αμέλειας για την αμυντική πράξη παραμένει το ίδιο. Συνεπώς, η λύση που θα δοθεί σε αυτήν την περίπτωση είναι ίδια με αυτήν που ήδη έχει δοθεί για το παρόμοιο ζήτημα της πρωτογενούς αμελούς αγνοούμενης άμυνας.

Το επιχείρημα που πολύ ορθώς χρησιμοποιείται τόσο για την πρωτογενή αμελή αγνοούμενη άμυνα όσο και για τη δευτερογενή είναι ότι αφού, σύμφωνα με το γράμμα του άρθρου 22 ΠΚ, δεν είναι άδικη η πράξη που τελέστηκε σε κατάσταση άμυνας, η οποία (υπονοεί) τελέστηκε εκ προθέσεως, τότε με το ερμηνευτικό επιχείρημα «από το μείζον στο έλασσον» (a maiore ad minus) δεν γίνεται να μην καλύπτεται και η εξ αμελείας τελεσθείσα πράξη.

Καταλήγοντας, η αγνοουμένη άμυνα αίρει το άδικο της πράξεως, ωστόσο σε κάθε περίπτωση η άμυνα δεν πρέπει να ασκείται καταχρηστικά. Καταχρηστική άσκηση άμυνας εμφανίζεται όταν υπάρχει αφόρητη δυσαναλογία μεταξύ προκαλούμενης και επικαλούμενης βλάβης.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Διπλωματική Εργασία: Η άμυνα και ιδίως οι κοινωνικοηθικοί περιορισμοί αυτής, του Ευσταθίου Θεοφανίδη, διαθέσιμη εδώ
  • Χρίστος Χ. Μυλωνόπουλος, Ποινικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος, 2η Έκδ., Π.Ν Σάκκουλας, 2020

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Μαρία Σπαράκη
Μαρία Σπαράκη
Γεννήθηκε στην Κρήτη το 2000. Ζει μόνιμα στην Αθήνα. Είναι φοιτήτρια στο Τμήμα Νομικής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης. Γνωρίζει αγγλικά και γαλλικά. Της αρέσει να ασχολείται με διαγωνισμούς νομικής στον τομέα της διαπραγμάτευσης. Είναι ενεργή στον εθελοντικό τομέα, καθώς έχει ασχοληθεί κατά καιρούς με την απασχόληση παιδιών με ειδικές ανάγκες σε δημοτικές κατασκηνώσεις. Κύριο χαρακτηριστικό της η λατρεία της για τα ταξίδια!