Του Θάνου Κουλουβάκη,
Καμιά φορά, όταν κάθομαι μόνος στο μπαλκόνι ή σε κάποιο τυχαίο σημείο της πόλης, σκέφτομαι, ή μάλλον οραματίζομαι, τι είναι ο έρωτας και αν θα μπορούσα να βάλω μερικές λέξεις σε σειρά για να αποτυπωθεί σωστά όλο αυτό το σύμπλεγμα συναισθημάτων που ονομάσαμε με αυτόν τον τρόπο. Κοιτάζω το κενό και συλλογίζομαι πώς μπορεί να χωρέσει μέσα σε μερικές προτάσεις αυτή η εκστατική κατάσταση και αν θα πρέπει εγώ να χρησιμοποιήσω τις λέξεις με τέτοιο τρόπο ώστε να εξάγω ένα ολοκληρωμένο νόημα.
Ξέρεις, ακόμα κι όταν γράφω ερωτικά ποιήματα – τότε που μπορώ να μιλώ με αλληγορίες πιο εύκολα κι αυτό να φαντάζει φυσιολογικό – δυσκολεύομαι να εκφράσω τι είναι αυτό το συναίσθημα. Όχι γιατί δεν μπορώ να το αισθανθώ, αλλά γιατί φοβάμαι ότι θα το κάνω να φανεί επιφανειακό, ή – πολύ χειρότερα – ότι θα δώσω στις λέξεις λάθος έννοιες και έπειτα θα ντρέπομαι για τον εαυτό μου που επέτρεψε σε κάτι τόσο δυνατό να χάσει, έστω και σε ένα γραπτό που μπορεί να μη διαβαστεί, τη δύναμη του.
Όταν σκέφτομαι, λοιπόν, τον έρωτα προτιμώ να οραματίζομαι παρά να αποτυπώνω. Κι αν αυτή τη στιγμή φαίνεται πως γράφω γι’ αυτό, επί της ουσίας δεν το κάνω. Γράφω για εμένα μέσα σε αυτόν, για τη σχέση μου με τον έρωτα και το πώς τον βιώνω· γράφω για το πώς υπάρχει μέσα στο μυαλό μου και πώς με κυριεύει. Κι αυτή η κυριαρχία του, πραγματικά είναι τόσο ισχυρή, που συχνά με καθηλώνει. Καθηλώνει τις σκέψεις και η σειρά τους χάνεται τόσο εύκολα. Κι αν μερικούς ανθρώπους τους τρομάζει ή τους δυσαρεστεί, μάλλον ο φόβος τους ότι θα σταματήσουν να αισθάνονται αυτό το υπερβατικό συναίσθημα είναι που τους κάνει εξ αρχής να το απομακρύνουν από τη ζωή τους.
Ας αγκαλιάσουμε τον έρωτα, ας τον κάνουμε ένα με την ψυχή μας. Ας ερωτευτούμε τραγούδια, βόλτες, σκέψεις, ανθρώπους. Γιατί πρώτα ερωτευόμαστε όλα τα υπόλοιπα και εν τέλει ερωτευόμαστε ανθρώπους. Πρώτα ερωτευόμαστε συζητήσεις, αγγίγματα, αγκαλιές. Πρώτα ερωτευόμαστε τον τρόπο που μας κοιτούν, που μας φροντίζουν· την προσπάθεια των ανθρώπων να μας δείξουν πως μας θέλουν στη ζωή τους. Κι έπειτα, έρχεται αυτή η ατέρμονη χαρά, που μαζί της φέρνει την προσμονή, την ένταση της καρδιάς και όλα τα λόγια που προσπαθούμε να βγάλουμε από το στόμα μας για να καταφέρουμε να μη χάσουμε τα λογικά μας.
Όταν με ρωτούν για τον έρωτα, τους λέω πρώτα να αισθανθούν. Να αφήσουν τον εαυτό τους να νιώσει όσο περισσότερο μπορεί· κάθε φορά να αισθάνονται ολοένα και πιο εκστατικά, ολοένα και πιο δυνατά. Κι αν πονέσουν, κι αν πληγωθούν, θα μάθουν. Θα μάθουν ότι ο πόνος δεν ήρθε από τον έρωτα· οι άνθρωποι είναι που τον εξευτελίζουν και δεν τον σέβονται. Αυτός απλώς υπάρχει και θα υπάρχει στην αιωνιότητα.