Του Γιώργου Κοσματόπουλου,
Οι γκρίνιες μεταξύ ορισμένων βουλευτών της ΝΔ, με αποκορύφωμα τη σκληρή δημόσια κριτική του βουλευτή του Νότιου τομέα της πάλαι ποτέ Β’ Αθηνών Κωνσταντίνου Κυρανάκη για το ζήτημα της βίας στα Πανεπιστήμια, έχουν αιτίες και μέλλον…
Η προεκλογική περίοδος των βουλευτικών εκλογών έχει ξεκινήσει ήδη. Είναι σαφές ότι το αργότερο μέχρι τα τέλη Μαΐου ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης θα προσφύγει στη λαϊκή ετυμηγορία. Πιθανότερο σενάριο οι διπλές κάλπες, προκειμένου να «καεί» η απλή αναλογική Τσίπρα, τη στιγμή που οι μέχρι σήμερα δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ο στόχος της αυτοδυναμίας σίγουρα είναι δύσκολος, αλλά όχι ακατόρθωτος για τη ΝΔ. Σε κάθε περίπτωση βέβαια, ουδείς μπορεί να προβλέψει με απόλυτη ασφάλεια τον τελικό αριθμό των εδρών που θα κερδίσει το πρώτο κόμμα, αλλά και την κατανομή αυτών ανά τις εκλογικές περιφέρειες. Το ζήτημα περιπλέκεται έτι περαιτέρω καθότι δεν έχει ακόμα ξεκαθαριστεί ο αριθμός των βουλευτών που θα εκλεγούν σε συνάρτηση και με την ισχύ της τελευταίας απογραφής του πληθυσμού. Αντιλαμβάνεται, λοιπόν, ο καθένας ότι το μείγμα είναι εκρηκτικό και ότι κάθε μέλος της σημερινής πλειοψηφίας της Βουλής μπαίνει σε έναν αγώνα πολιτικής ζωής ή θανάτου.
Η διαφαινόμενη πρωτιά της ΝΔ στις επόμενες εκλογές λειτουργεί σίγουρα ως συνεκτική ύλη του κυβερνώντος κόμματος. Η προοπτική της εξουσίας πάντα έχει τη δύναμη να σπρώξει κάτω από το χαλί επιμέρους εσωτερικές αντιπαραθέσεις. Ειδικά η εν Ελλάδι Δεξιά έχει επιδείξει τρομερό ένστικτο αυτοσυντήρησης διαχρονικά, κάτι που ξεκινά από την κορυφή και αποδεικνύεται από τις εκλογές ηγεσιών.
Μεταπολιτευτικά, μετά τη μεταπήδηση του ιδρυτή της, Κωνσταντίνου Καραμανλή, στην Προεδρία της Δημοκρατίας εξελέγη ο μετριοπαθής Γεώργιος Ράλλης σε μια προσπάθεια να αποτελέσει στα μάτια των λεγόμενων νοικοκυραίων το αντίπαλον δέος του Ανδρέα Παπανδρέου, στον οποίο η προπαγάνδα χρέωνε πρόθεση να δημεύσει ακόμα και στάνες… Όταν ήρθε η συντριβή, επικράτησε η άποψη ότι η Δεξιά όφειλε να αντιπαρατάξει στη θύελλα του ΠΑΣΟΚ μια σκληρή ηγεσία που θα συσπείρωνε ξανά το παραδοσιακό σκληρά δεξιό ακροατήριο. Έτσι, εξελέγη ο Ευάγγελος Αβέρωφ, ο οποίος μέχρι τότε αποκαλούσε ακόμη τον Γενικό Γραμματέα του ΚΚΕ, Χαρίλαο Φλωράκη, με το αντάρτικο προσωνύμιό του «καπετάν Γιώτης».
Μόλις διαπιστώθηκε ότι ούτε αυτό το μοντέλο λειτουργεί, μιας και ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε μετακινήσει το πολιτικό εκκρεμές από την αντιπαράθεση των αστικών δυνάμεων με τον κομμουνισμό στο διαχωρισμό μεταξύ Δεξιάς και αντί-Δεξιάς, έγινε σαφές ότι απαιτείται να βρεθεί ο αντί-Ανδρέας. Και ποιος καταλληλότερος από τον κεντρογεννή Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, ο οποίος είχε πλην των άλλων και προσωπική αντιπαράθεση με τον ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ λόγω της Αποστασίας του 1965. Έτσι λοιπόν, πρώην στελέχη της ΕΡΕ ψήφισαν για αρχηγό τους αυτόν που εξαπέλυε μύδρους εναντίον τους ως στέλεχος της ΕΚ κατά τον πρώτο Ανένδοτο Αγώνα. Και πράγματι, ο Μητσοτάκης κατόρθωσε εν μέσω και «βρώμικου ’89» να κερδίσει τρεις συνεχόμενες φορές τον Παπανδρέου και να επαναφέρει τη ΝΔ στην εξουσία. Μετά τη συντριβή του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη είχαμε και πάλι επιστροφή στις δεξιές ρίζες με τον Μιλτιάδη Έβερτ. Είχε επικρατήσει η άποψη ότι ο επονομαζόμενος και «μπουλντόζας» ήταν αυτός που χρειαζόταν, για να ισοπεδώσει τον «ξενέρωτο» Σημίτη.
Μετά και από αυτή την αποτυχία, οι λεγόμενοι βαρόνοι της παράταξης ορθώς διέγνωσαν ότι τα συντηρητικά αντανακλαστικά της βάσης της ΝΔ –και της ελληνικής κοινωνίας γενικότερα– απαιτούσαν έναν επίγονο. Κι έτσι ο Κώστας Καραμανλής εξελέγη εύκολα στην ηγεσία του κόμματος για να το οδηγήσει σε νίκες, στην εξουσία, αλλά και να φύγει κυριολεκτικά νύχτα, αφήνοντας τη χώρα χρεοκοπημένη. Ακολούθως, οι καραμανλικοί, που αποτελούν και την πλειοψηφία της ΝΔ, αντελήφθησαν ότι η στήριξη στον Αντώνη Σαμαρά αποτελούσε μονόδρομο για να μην πέσει το κόμμα στα χέρια του «μητσοτακέικου». Έτσι, εκείνος ο οποίος έριξε την κυβέρνηση της ΝΔ το 1993 και διέσπασε το κόμμα κατερχόμενος στις εκλογές ως αντίπαλος αυτού βρέθηκε στην ηγεσία του! Και φτάνουμε στο σήμερα, όταν η εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη αποτέλεσε το αποκορύφωμα της κυνικής προσέγγισης των εσωκομματικών της ΝΔ. Ο Μητσοτάκης ξεκίνησε ως το απόλυτο αουτσάιντερ. Η πλειοψηφία όμως του εκλογικού σώματος κατάλαβε ότι ήταν ο μόνος που μπορούσε να κερδίσει τον Αλέξη Τσίπρα. Ούτε ο μπροστινός του Καραμανλή και της Ντόρας, Βαγγέλης Μεϊμαράκης, ούτε ο εξωκοινοβουλευτικός Απόστολος Τζιτζικώστας, ούτε ο δεξιός ρολίστας Άδωνις Γεωργιάδης.
Από όλα τα ανωτέρω, συμπεραίνουμε ότι παρά τις προσωπικές επιδιώξεις δύσκολα θα δημιουργηθεί πρόβλημα στη συνολική στρατηγική του κόμματος. Ωστόσο, είναι τα μεγάλα προβλήματα του Μητσοτάκη στα οποία θα παιχτεί η νίκη, η διαφορά και η αυτοδυναμία: ενεργειακή κρίση, μεγάλη αύξηση του κόστους ζωής, ελληνοτουρκικά, εσωτερική ασφάλεια ταλανίζουν όλους τους πολίτες, πολλοί εκ των οποίων αγνοούν και την ύπαρξη των διαφόρων Κυρανάκηδων…