Της Δήμητρας Γρηγοριάδου,
Στο παρόν άρθρο θα προσπαθήσουμε να ανοίξουμε ένα μείζον ζήτημα με πάρα πολλές πληροφορίες, αναφέροντας μόνο μερικά αξιοσημείωτα ζητήματα συγκριτικά με τον τεράστιο όγκο μελετών και ερευνών που έχουν γίνει για το θέμα που θα αναλύσουμε. Το θέμα των δίγλωσσων κατοίκων της Μακεδονίας απασχολεί σε μεγάλο βαθμό και τον τομέα της ανθρωπολογίας, εκτός από της ιστορίας, κυρίως τις τελευταίες δεκαετίες. Σε πρώτη φάση θα κάνουμε μια ιστορική αναδρομή και θα προσπαθήσουμε να βρούμε τις απαρχές του φαινομένου που συζητάμε και σε δεύτερο χρόνο θα αναλύσουμε το πόσο διαφορετικά νοηματοδοτείται η λέξη «Μακεδονία» και «Μακεδόνας», χωρίς να δώσουμε πολιτικό πρόσημο, αλλά υπό το πρίσμα των ντόπιων κατοίκων της ευρύτερης περιοχής που μελετάμε.
Στην περιοχή της Βόρειας Ελλάδας, και πιο συγκεκριμένα στη Φλώρινα, την Έδεσσα, την Καστοριά και την Κοζάνη, αρκετοί από τους κατοίκους μιλούν στην καθημερινότητά τους, πλην της Ελληνικής, και άλλη μια «γλώσσα», ένα προφορικό σλαβικής προέλευσης ιδίωμα, το οποίο δεν έχει αλφάβητο και είναι κράμα διάφορων γλωσσών. Το ιδίωμα αυτό δεν ανήκει σε κάποια από τις γλώσσες που μιλούνται στον ευρύτερο βαλκανικό χώρο, αλλά μοιάζει αρκετά με τη γλώσσα των γειτονικών μας χωρών, της Βόρειας Μακεδονίας και της Βουλγαρίας, με επιρροές και από τα τουρκικά (λόγω της Τουρκοκρατίας).
Οι λόγοι για τους οποίους δημιουργήθηκε αυτή η διάλεκτος είναι για να ικανοποιηθούν, κυρίως, ανάγκες επικοινωνίας. Κατά τα βυζαντινά χρόνια Σλάβοι αναζήτησαν εργασία ως αγρότες, υπήρξαν, δηλαδή, μετακινήσεις αγροτών (φτωχών Σλάβων) προς τις εύφορες βόρειες περιοχές του ελληνικού χώρου, καθιστώντας, έτσι, το σλαβικό ιδίωμα μέσο κοινής συνεννόησης μεταξύ Ελλήνων και Σλάβων εποίκων, για εμπορικούς και άλλους σκοπούς. Η έλλειψη, επίσης, ουσιαστικών συνόρων στην ελληνική χερσόνησο έκανε εύκολο τον συγχρωτισμό με τους άλλους λαούς, ευνοώντας τη δημιουργία και χρήση του παραπάνω ιδιώματος. Ένα στοιχείο που αξίζει να αναφέρουμε είναι, ότι κατά την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η συμβολή αυτών των σλαβόφωνων ομάδων ήταν πολύ σημαντική όσον αφορά τη συντήρηση και διάδοση της ορθόδοξης παράδοσης, αλλά και στον Αγώνα για την απελευθέρωση (ελληνική εθνική συνείδηση).
Ο όρος «Μακεδονία» αναφέρεται σε μια ευρεία περιοχή, όπου τα σύνορα αμφισβητούνται ως κάτι κοινωνικά, πολιτικά και ιδεολογικά κατασκευασμένο. Βέβαια, οι κάτοικοι της χώρας της Βόρειας Μακεδονίας και της Βόρειας (κυρίως) Ελλάδας νοηματοδοτούν διαφορετικά τη λέξη. Οι κάτοικοι της Βόρειας Μακεδονίας θεωρούν τη «Μακεδονία» ως ένα αρχαίο βασίλειο, ως μια ευρύτερη περιοχή που εκτείνεται στη Βόρεια Ελλάδα, τη Σερβία και τη Βουλγαρία και ως χώρα, τη σημερινή Βόρεια Μακεδονία.
Οι Έλληνες, από την άλλη, αναφέρονταν στη γειτονική χώρα μέχρι πολύ πρόσφατα, ως FYROM και Γιουγκοσλαβία, αλλά όχι ως Μακεδονία, και τη γλώσσα ως σλάβικα. Μακεδονία ονομάζουν το γεωγραφικό συγκρότημα στο βόρειο τμήμα της χώρας. Σε ένα γενικότερο πλαίσιο, ο όρος «Μακεδονία» είναι πολύ αμφιλεγόμενος, το ζήτημα που μας απασχολεί πολυδιάστατο και θέλει ιδιαίτερη προσοχή στον τρόπο που το προσεγγίζουμε.
Ένα άλλο σημείο που αξίζει να σταθούμε είναι οι μειονότητες, οι οποίες μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν είτε στην πλευρά της Ελλάδας είτε της γειτονικής μας χώρας, οι οποίοι αυτοαποκαλούνταν «Μακεδόνες» και η γλώσσα που μιλούσαν «Μακεδονικά». Στην Ελλάδα είναι συχνότεροι οι όροι «ντόπιοι» και «ντόπιοι Μακεδόνες» (με ελληνική εθνική συνείδηση όπως προαναφέρθηκε) και το ιδίωμα που μιλούν χαρακτηρίζεται από τους ίδιους τους ομιλητές ως «ντόπια», «εντόπικα», «Μακεδονικά», «μακεδονίτικα», “Makedonski”, “nash” (= «τα δικά μας – η δική μας γλώσσα»), αποφεύγοντας, έτσι, λέξεις με εθνικούς υπαινιγμούς. Ο πιο επιστημονικά ορθός όρος, βέβαια, για να χαρακτηρίσουμε αυτές τις ομάδες χωρίς να εμπεριέχεται κάποια φόρτιση, είναι «Σλαβόφωνοι».
Συνοψίζοντας, η σλαβικής προέλευσης διάλεκτος που μιλιέται στο βορειοδυτικό τμήμα της Ελλάδας (περιοχές συνόρων) για πάρα πολλές γενιές από κατοίκους 3 διαφορετικών Βαλκανικών κρατών –Ελλάδα, Βουλγαρία, Βόρεια Μακεδονία– κυριαρχεί επίσης και στις μουσικές παραδόσεις των ομάδων αυτών. Τέλος, η δίγλωσση, αστική τάξη που δημιουργήθηκε σταδιακά στις πόλεις που προαναφέραμε στα τέλη 19ου αι. – αρχές 20ου αι., μιλά μέχρι σήμερα αυτό το ιδίωμα ως δεύτερη γλώσσα, καθιστώντας τους ομιλητές δίγλωσσους.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Γούναρης, Βασίλης (1994), «Οι Σλαβόφωνοι της Μακεδονίας. Η πορεία ενσωμάτωσης στο ελληνικό εθνικό κράτος, 1870-1940», Μακεδονικά, τεύχος 29, Θεσσαλονίκη: Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών
- Cowan, Jane (2000), Macedonia: The Politics of Identity and Difference, London: Pluto Press
- Ηλιάδου Τάχου, Σοφία (2019), Οι Σλαβόφωνοι Έλληνες της Φλώρινας και η συμβολή τους στη θρησκεία, την οικονομία και την κοινωνία της περιοχής, neaflorina.gr. Διαθέσιμο εδώ