Της Παρασκευής Θεοδωρίδου,
Βρισκόμαστε λίγο καιρό μετά το τέλος της Μικρασιατικής Καταστροφής. Η Ελλάδα ήταν εξουθενωμένη από την ήττα της στον πόλεμο και η Τουρκία πανηγυρικά εδραίωσε την κυριαρχία της στις περιοχές που πήρε από την Ελλάδα. Στα τέλη του φθινοπώρου του 1922 ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις που στο τέλος θα οδηγούσαν στη Συνθήκη της Λωζάνης, η οποία θα αποτελέσει κομβικό σημείο για τις δύο χώρες. Οι μακρόσυρτες συζητήσεις έλαβαν χώρα στην ουδέτερη Ελβετία και συγκεκριμένα, στην πόλη της Λωζάνης. Οι χώρες που συμμετείχαν ήταν η Ελλάδα, η Τουρκία, οι Μεγάλες Δυνάμεις, η Ιταλία, η Γιουγκοσλαβία, η Ρουμανία, η Βουλγαρία, η Πορτογαλία και η Ιαπωνία. Βέβαια, από τις διαπραγματεύσεις δεν έλειπαν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και η Σοβιετική Ένωση, οι οποίες κλήθηκαν να συμμετάσχουν στις συζητήσεις για το θέμα των Στενών.
Πριν προχωρήσουμε στην περαιτέρω ανάλυση των γεγονότων, κρίνεται απαραίτητο να αναφέρουμε την πολιτική εικόνα των κρατών που πρωταγωνιστούν στις διπλωματικές συνομιλίες που έλαβαν χώρα. Πιο συγκεκριμένα, στη Μεγάλη Βρετανία την πρωθυπουργία ανέλαβε πλέον ο Arthur Bonar Law, ως διάδοχος του Lloyd George. Στη Γαλλία πρόεδρος έγινε ο Raymond Poincare, ενώ την Ιταλία την κυβερνούσε ο Benito Mussolini. Η Ελλάδα, ύστερα από την ήττα της, βρισκόταν σε διεθνή διπλωματική απομόνωση και κλήθηκε να έρθει αντιμέτωπη με την απώλεια της Ανατολικής Θράκης, έπειτα από την υπογραφή της Συνθήκης των Μουδανιών. Τη χώρα και τα συμφέροντά της εκπροσωπούσε ο φιλελεύθερος Ελευθέριος Βενιζέλος, ενώ την Τουρκία εκπροσωπούσε ο τότε Υπουργός Εξωτερικών Ισμέτ Ινονού. Οι διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν επίσημα στις 8 Νοεμβρίου του 1922, με τον Βενιζέλο να υπενθυμίζει στους παρευρισκόμενους εκπροσώπους τις βιαιοπραγίες και τα ανθρωποκυνηγητά στα οποία προέβη η Τουρκία εν καιρώ ειρήνης, πριν ξεκινήσει ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Τόνισε δε, πως η Ελλάδα πλέον δεν ακολουθούσε το όραμα της επέκτασής της στη Μικρά Ασία, αντιθέτως, απώτερος στόχος της ήταν η εξασφάλιση προστασίας στους αμιγώς ελληνικούς πληθυσμούς της Τουρκίας.
Στην αντίπερα όχθη, ο Ισμέτ Ινονού στο βήμα του επισήμανε τα πρώτα αιτήματα της Τουρκίας. Η χώρα επιθυμούσε διακαώς την ανασύσταση των συνόρων του Έβρου, καθώς και τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος στη Δυτική Θράκη. Στο τελευταίο αίτημα, ο Βενιζέλος προχώρησε στην αντεπίθεση, με το επιχείρημα ότι η Τουρκία δεν είχε κανένα δικαίωμα επί της περιοχής. Η Δυτική Θράκη, αρχικά, είχε παραχωρηθεί από τη Βουλγαρία μέσω της Συνθήκης του Νεϊγύ στις Μεγάλες Δυνάμεις, οι οποίες, με τη σειρά τους, την παραχώρησαν στην Ελλάδα με τη Συνθήκη των Σεβρών. Έτσι, στις 12 Νοεμβρίου οι Μεγάλες Δυνάμεις, ειδικότερα ο λόρδος Curzon, συμφώνησαν με τον Βενιζέλο για το ζήτημα της Δυτικής Θράκης, η οποία, τελικά, παρέμεινε εντός της ελληνικής κυριαρχίας. Επιπλέον, οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν αναλάβει τη διευθέτηση της εξόδου της Βουλγαρίας στο Αιγαίο. Πιθανή λύση στο ζήτημα θα μπορούσε να αποτελέσει η αποστρατικοποίηση των συνόρων του Έβρου. Ο Πρωθυπουργός της Βουλγαρίας Stambuliski φάνηκε να είναι αδιάλλακτος προς κάθε λύση που θα είχε ως βάση την ελληνική επικυριαρχία, αλλά ούτε ήταν δεκτικός προς την πρόταση των Συμμάχων για παραχώρηση ενός διαδρόμου εξόδου προς την Αλεξανδρούπολη.
Ένα άλλο σημαντικό θέμα που τέθηκε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων ήταν τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου. Ειδικότερα, ας θυμηθούμε ότι τα Δωδεκάνησα, πλην της Ρόδου, παραχωρήθηκαν από την Ιταλία στην Ελλάδα, ύστερα από την υπογραφή της ιταλο-ελληνικής συμφωνίας το 1919. Ωστόσο, η Συνθήκη που θέσπιζε την ελληνική κυριαρχία στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και γενικότερα όσες συνθήκες είχαν υπογραφεί σχετικά με τα δικαιώματα της χώρας σε αυτά τα νησιά δεν επικυρώθηκαν ποτέ. Μάλιστα, ο Mussolini, μετά την ήττα της Ελλάδας στο Μικρασιατικό μέτωπο, προέβη στην «καταγγελία» της Δωδεκανησιακής Συνθήκης. Ήταν, επίσης, κάθετος ως προς την έναρξη νέων συζητήσεων γύρω από το ζήτημα, κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων.
Σχετικά με τα νησιά Ίμβρο και Τένεδο, ο λόρδος Curzon υποστήριξε πως δεν ανήκαν στην Τουρκία, καθώς δεν παρουσίαζε κανένα νομικό καθεστώς επί των περιοχών. Ο Ισμέτ Ινονού, από την άλλη, πίστευε στη δική του εκδοχή των πραγμάτων, δηλαδή τα νησιά ανήκαν στην Τουρκία και, μάλιστα, με τη σύμφωνη γνώμη των Μεγάλων Δυνάμεων. Ο Βενιζέλος ισχυρίστηκε πως η Τουρκία δεν είχε δικαίωμα να ζητάει την ενσωμάτωση περιοχών στις οποίες ως επί το πλείστον κατοικούσε ελληνικός πληθυσμός. Νέα προσθήκη στις διεκδικήσεις της χώρας ήταν η Σαμοθράκη. Οι Μεγάλες Δυνάμεις αρνήθηκαν την ενσωμάτωση της Σαμοθράκης στην Τουρκία, ενώ, τελικά, επέτρεψαν την επιστροφή της Ίμβρου και Τενέδου στην Τουρκία, με τον όρο της δημιουργίας τοπικής αυτοδιοίκησης. Θεώρησαν πως με αυτήν την κίνηση θα διευκολυνόταν περισσότερο η διευθέτηση του νέου καθεστώτος των Στενών.
Η περαιτέρω συζήτηση για τα παραπάνω νησιά είχε αναβληθεί και η Τουρκία έφερε στο προσκήνιο νέες προτάσεις και αιτήματα γύρω από τα νησιά του Αιγαίου. Με σκοπό να εξασφαλίσει την αποδυνάμωση της ελληνικής κυριαρχίας στα νησιά, πρότεινε την αποστρατικοποίηση της Μυτιλήνης, Σάμου, Χίου και Ικαρίας. Σε συνδυασμό με την αποστρατικοποίηση, επιθυμούσε και την εγκαθίδρυση καθεστώτος αυτονομίας, ούτως ώστε να ενισχυθεί η ουδετερότητα των περιοχών. Παρά τις συνεχείς πιέσεις του Ισμέτ προς τη Συνδιάσκεψη, η τελευταία αρνήθηκε τις προτάσεις της Τουρκίας. Τελικά, ο Ισμέτ συμβιβάστηκε με την αποδοχή ορισμένων μόνο μέτρων αποστρατικοποίησης, προερχόμενα από την Πολιτική Επιτροπή της Συνδιάσκεψης, τα οποία, βέβαια, ενέκρινε και η ελληνική πολιτεία.
Το πιο κρίσιμο θέμα των διαπραγματεύσεων ήταν εκείνο της ανταλλαγής των πληθυσμών. Οι συζητήσεις ξεκίνησαν με την ανταλλαγή των αιχμαλώτων ως την πρώτη φάση της διαδικασίας. Ο Επίτροπος της Κοινωνίας των Εθνών Fridtjof Nansen, ύστερα από επίσκεψή του στην Αθήνα και Κωνσταντινούπολη, παρουσίασε στη Συνδιάσκεψη μία έκθεση, στην οποία, μεταξύ άλλων, έκανε γνωστή την αναγκαιότητα της ανταλλαγής των πληθυσμών, τόσο εξαιτίας πολιτικής αναγκαιότητας όσο και ψυχολογικής για τους ίδιους τους πρόσφυγες. Μάλιστα, δεν παρέβλεψε να αναφέρει ότι και οι δύο χώρες συμφωνούσαν στην εφαρμογή αυτού του σχεδίου πριν ακόμη λάβουν χώρα οι διαπραγματεύσεις. Αυτό, όμως, που δε διευκρίνισε ο Nansen ήταν εάν αυτή η ανταλλαγή θα είχε εθελοντικό ή υποχρεωτικό χαρακτήρα. Τελικά, το σχέδιο ξεκίνησε να εφαρμόζεται με την περάτωση της ανταλλαγής των αιχμαλώτων, με πρωτοβουλία ειδικής επιτροπής της Συνδιάσκεψης.
Αργότερα, θα αποφασιστεί πως η ανταλλαγή θα έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα, ενώ Ελλάδα και Τουρκία συμφώνησαν να εξαιρεθούν οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης και οι Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης από την ανταλλαγή. Ωστόσο, είχε παρουσιαστεί ένα εμπόδιο στις συνολικές διαπραγματεύσεις. Συγκεκριμένα, η Τουρκία απέβλεπε στην άμεση απομάκρυνση του Οικουμενικού Πατριαρχείου από την Κωνσταντινούπολη. Ο λόρδος Curzon επέκτεινε τις διαπραγματεύσεις ειδικά για αυτό το ζήτημα, που, όμως, οδηγούσαν σε αδιέξοδο. Ο Βενιζέλος, με τη σειρά του, πρότεινε στον Ισμέτ τη διατήρηση του Πατριαρχείου, αλλά με τον όρο ότι αυτό θα περιοριστεί σε αυστηρά θρησκευτικά πλαίσια. Την πρόταση αυτή την έκανε δεκτή, όταν ο Curzon την έθιξε στις συζητήσεις του με τον Ισμέτ στις 27 Δεκεμβρίου. Από τότε και έπειτα ξεκίνησαν επισήμως οι διαδικασίες για την υπογραφή της Συνδιάσκεψης της Λωζάνης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Παπαρρηγόπουλος, Κωνσταντίνος (2010), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Αθήνα: National Geographic Society
- Στούκας, Μιχάλης (2019), Συνθήκη της Λωζάνης: Το παρασκήνιο που οδήγησε στην υπογραφή της-Η στρατιά του Έβρου, protothema.gr. Διαθέσιμο εδώ