Της Ελένης Μπαλγκουράνου,
Η έντονη ανάγκη διερεύνησης των οικονομικών θεωριών, με απώτερο στόχο την αναφανδόν εναρμόνισή τους στις εκάστοτε κοινωνικές επιταγές, κατακτά διαρκώς έδαφος, καθώς εντείνονται οι προσπάθειες επίλυσης πολυσχιδών ζητημάτων, τα οποία ταλανίζουν την ανθρωπότητα. Οι θεωρίες αυτές, ανεξαρτήτως προελεύσεως, θέτουν ως βασικό τους γνώμονα τον παράγοντα της σταθερότητας. Ωστόσο, ενυπάρχουν βαρυσήμαντες διαφορές και αναμφισβήτητα όχι αμελητέες, με το πόσο απέχει η θεωρία από την πραγματικότητα. Το θέμα του εν λόγω άρθρου, αφορά την Συμβατική Νομισματική Πολιτική, δηλαδή τις προϋπάρχουσες κατευθυντήριες γραμμές, πριν επέλθει η οικονομία σε ύφεση το 2008, μεταβάλλοντας άρδην τα δεδομένα έως τότε.
Οι απόψεις πολλών οικονομολόγων συγκλίνουν στην ζωτικής σημασίας ανάγκη ύπαρξης ενός φορέα ελέγχου του αχανούς νομισματικού συστήματος. Ο φορέας αυτός είναι η Κεντρική Τράπεζα και ο κύριος λόγος δημιουργίας της ήταν η ανάγκη ελέγχου της προσφοράς του χρήματος στο οικονομικό σύστημα. Οι προκλήσεις, οι οποίες έπρεπε να ξεπεραστούν ήταν ποικίλες, καθώς τα ανακύπτοντα προβλήματα ήταν συνεχή. Συνεπώς, τέθηκαν ορισμένοι στόχοι για την απλοποίηση και συγκεκριμενοποίηση των στόχων της. Οι Κεντρικές Τράπεζες επιδιώκουν δύο βασικούς στόχους: την μακροοικονομική και την χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Εξαιτίας της άμεσης επιρροής τους στην οικονομία, λόγω του ρόλου τους στην προσφορά του χρήματος, δύνανται να αυξάνουν ή να μειώνουν την ποσότητα του νομίσματος. Συνεπώς, όλες οι ενέργειες των Κεντρικών Τραπεζών συνθέτουν το ψηφιδωτό της Νομισματικής Πολιτικής, η οποία στοχεύει στην προσφορά του χρήματος.
Ένα από τα πιο σημαντικά εργαλεία, το οποίο έχουν στη διάθεσή τους οι Κεντρικές Τράπεζες, είναι οι πράξεις ανοιχτής αγοράς (Open Market Operations), δηλαδή η αγοραπωλησία μη χρηματικών περιουσιακών στοιχείων από και προς τον τραπεζικό τομέα από την Κεντρική Τράπεζα. Επιδιώκει να ρυθμίσει την προσφορά του χρήματος, μέσω της αγοραπωλησίας τίτλων δημοσίου, δηλαδή «δημιουργεί χρήμα» μέσω της αγοράς των κρατικών ομολόγων. Ως φυσικό απότοκο της χρήσης αυτού του εργαλείου, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να επηρεάζει τα επιτόκια τόσο μακροπρόθεσμα, όσο βραχυπρόθεσμα, με αποτέλεσμα, να προσαρμόζει ανάλογα το ύψος των αποθεματικών.
Αναλυτικότερα, η αγορά ομολόγων από την Κεντρική Τράπεζα μέσω των πράξεων ανοιχτής αγοράς, αυξάνει τη ρευστότητα, ενισχύοντας την επεκτατική νομισματική πολιτική. Το γεγονός αυτό συντελείται βραχυπρόθεσμα, κάνοντας αισθητή την αύξηση της κίνησης των καταθέσεων επομένως, και της ζήτησης στα αγαθά και στις υπηρεσίες. Αντιθέτως, όταν πωλούνται ομόλογα από το χαρτοφυλάκιο της Κεντρικής Τράπεζας μέσω πράξεων ανοιχτής αγοράς, τα εισπραχθέντα από την πώλησή τους οδηγούν στη μείωση των τραπεζικών λογαριασμών, οδηγώντας στην άσκηση της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής.
Επίσης, οι Κεντρικές Τράπεζες λειτουργούν ως εγγυητές σταθερότητας. Δηλαδή, διατηρούν σταθερό και χαμηλό πληθωρισμό, εμποδίζοντας την έντονη μεταβλητότητα στις τιμές. Οι Κεντρικές Τράπεζες διαθέτουν ένα επιτόκιο στόχο επί των κυβερνητικών κεφαλαίων, το οποίο είναι το σημείο αναφοράς για άλλα επιτόκια, καθώς η μεταβολή του μεταδίδεται σε όλα τα υπόλοιπα. Ουσιαστικά, η αγορά μειώνει τα επιτόκια και αυξάνει την προσφορά του χρήματος και αντίθετα, η πώλησή τους αυξάνει επιτόκια και μειώνει την προσφορά του χρήματος. Τέλος, οι πράξεις ανοιχτής αγοράς διακρίνονται, σε μόνιμες πράξεις ανοιχτής αγοράς, οι οποίες προσαρμόζονται στην αγορά χρήματος και στις προσωρινές πράξεις ανοιχτής οικονομίας, οι οποίες αφορούν την αύξηση και τη μείωση των αποθεματικών.
Το εργαλείο του Discount Rate, αφορά το επιτόκιο, το οποίο πληρώνουν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στην Κεντρική Τράπεζα. Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δανείζονται συνήθως για να εξισορροπήσουν τα υποχρεωτικά διαθέσιμα κάνοντας χρήση του Discount Window (παράθυρο έκπτωσης). Οι επιπτώσεις στις αλλαγές επιτοκίου επηρεάζουν τα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις, τα καταναλωτικά έξοδα και τη ζήτηση για αγαθά. Βαρυσήμαντο ρόλο ενέχουν οι αλλαγές στην εκάστοτε πολιτική, στς οποίες οφείλονται οι καθυστερήσεις στο ύψος των επιτοκίων.
Το τελευταίο εργαλείο της συμβατικής νομισματικής πολιτικής είναι τα reserve requirements (ποσοστό υποχρεωτικών διαθεσίμων), σύμφωνα με το οποίο οι τράπεζες οφείλουν να διαθέτουν ένα καθορισμένο ποσό των καταθέσεων του παθητικού τους, που θα είναι διαθέσιμο για ανάληψη σε περίπτωση έλλειψης ρευστότητας. Στην αντίθετη περίπτωση, ελλοχεύουν κυρώσεις. Βασικός παράγοντας ύπαρξης του ποσοστού υποχρεωτικών διαθεσίμων είναι η εξασφάλιση της ρευστότητας και να αποφευχθούν τυχούσες φυγές καταθετών σε περιόδους κρίσεων (bank runs). Υπό κανονικές συνθήκες, θα πρέπει να μπορούν οι αναλήψεις (εκροές) να γίνονται έως 15 ημέρες, χωρίς νέες καταθέσεις ή εισροές.
Η μεταβολή του ποσοστού υποχρεωτικών διαθεσίμων πραγματοποιείται σπάνια από τις Κεντρικές Τράπεζες, καθώς οι επιπτώσεις της στην αυξομείωση της προσφοράς χρήματος είναι σημαντική. Η χρήση του συγκεκριμένου εργαλείου γίνεται όταν η Κεντρική Τράπεζα επιθυμεί να σηματοδοτήσει μία διακριτή και μακροπρόθεσμη μεταβολή της κατεύθυνσης και του βαθμού άσκησης νομισματικής πολιτικής στις αγορές. Ειδικότερα, μία αύξηση του ποσοστού υποχρεωτικών διαθεσίμων προκαλεί μείωση στον πολλαπλασιαστή χρήματος, και άρα μειώνεται η προσφορά χρήματος (μπαίνουμε σε περιοριστική νομισματική πολιτική). Με τη μείωση του ποσοστού συμβαίνει το αντίθετο (μπαίνουμε σε επεκτατική νομισματικής πολιτικής). Επομένως, η χρήση του εργαλείου reserve requirements καθορίζει την πορεία των τιμών σε βάθος χρόνου.
Εν κατακλείδι, η Συμβατική Νομισματική Πολιτική ενέχει ορισμένα πλεονεκτήματα, αλλά και μειονεκτήματα. Ξεκινώντας με τα πλεονεκτήματα, παρέχεται η δυνατότητα στην Κεντρική Τράπεζα με τις αγοραπωλησίες μη χρηματικών περιουσιακών στοιχείων από και προς τον τραπεζικό τομέα, ανεξαρτήτως χρόνου και ποσού, με αποτέλεσμα να ρυθμίζεται άμεσα η ρευστότητα. Έντονη, επίσης, παρουσιάζεται η επιρροή στην προσφορά του χρήματος, χωρίς να προκαλούνται εμφανείς και απότομες αλλαγές σε ευρεία κλίμακα. Η χρήση των υποχρεωτικών διαθεσίμων είναι αρκετά σημαντική για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών συνολικά.
Στον αντίποδα, η εδραίωση μίας αλλαγής στο οικονομικό στερέωμα, τω όντι απαιτεί χρόνο για την εναρμόνιση των τραπεζών με αυτή, καθώς δεν συντελείται με γοργούς ρυθμούς. Η χρήση της νομισματικής πολιτικής οφείλει να γίνεται με ειδικούς χειρισμούς, καθώς ελλοχεύει ο κίνδυνος κλονισμού της εμπιστοσύνης της Κεντρικής Τράπεζας, το οποίο μεταφράζεται ως αποχή-μείωση των επενδύσεων και πιθανών δημιουργίας οικονομικής ύφεσης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Οικονομική, Gregory N. Mankiw, Mark P. Taylor, 4η έκδοση, Εκδόσεις Τζιόλα, 2018
- Μακροοικονομική Θεωρία, Richard Lipsey, Alec Crystal, 13η έκδοση, Εκδόσεις Τζιόλα, 2018