Του Δημήτρη Βασιλειάδη,
Στο προηγούμενο άρθρο αναφερθήκαμε στην άφιξη των γερμανικών δυνάμεων στη Βόρεια Αφρική, υπό την καθοδήγηση του Erwin Rommel. Όπως έχει λεχθεί και εκεί, επρόκειτο για μία σημαντική στιγμή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς δημιουργήθηκε ένα νέο μέτωπο, ο νικητής του οποίου θα εξασφάλιζε απρόσκοπτη πρόσβαση σε πλήθος πρώτων υλών. Επίσης, ο έλεγχος της Βόρειας Αφρικής έκρινε σε μεγάλο βαθμό τον έλεγχο της Μεσογείου. Όπως είναι λογικό, ο έλεγχος μιας τόσο μεγάλης περιοχής δεν θα μπορούσε να αφήσει ασυγκίνητους τους ηγέτες των 2 αντίπαλων στρατοπέδων.
Ωστόσο, η μετατροπή των συγκρούσεων στη Βόρεια Αφρική σε ένα βασικό μέτωπο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη σύμμαχο της Γερμανίας, την Ιταλία. Η τελευταία επιθυμούσε τη δημιουργία μιας νέας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η εκπλήρωση του εγχειρήματος αυτού προϋπέθετε και την κατοχή σημαντικών εδαφών στην αφρικανική ήπειρο. Η Ιταλία, διαθέτοντας, σε θεωρητικό τουλάχιστον επίπεδο, έναν από τους πιο οργανωμένους και σύγχρονα εξοπλισμένους στρατούς στον κόσμο, ανέμενε ότι θα κατάφερνε να ξεπεράσει τα εμπόδια που θα έβρισκε στον δρόμο προς την κυριαρχία επί αφρικανικού εδάφους.
Ωστόσο, οι φιλοδοξίες της φασιστικής Ιταλίας έρχονταν σε σύγκρουση με τα βρετανικά συμφέροντα. Μία βρετανική δύναμη της τάξης των 36 χιλιάδων ανδρών βρισκόταν σταθμευμένη στη «Χώρα των Φαραώ», προκειμένου κυρίως να φυλάσσει τη, στρατηγικής σημασίας, διώρυγα του Σουέζ. Από την άλλη πλευρά, η Ιταλία διατηρούσε δυνάμεις στη Λιβύη, μία περιοχή την οποία απέσπασε από τους Οθωμανούς κατά τη διάρκεια του Ιταλοτουρκικού Πολέμου. Λίγο πριν την έναρξη των συγκρούσεων, ο ιταλικός στρατός που βρισκόταν στη Λιβύη ανερχόταν σε 215 χιλιάδες άνδρες, αριθμός πολλαπλάσιος των βρετανικών δυνάμεων.
Με την έκρηξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η ισχύς που διέθετε η Ιταλία σε θεωρητικό επίπεδο δεν αποδεικνύεται στην πράξη. Συγκεκριμένα, η εισβολή της Γερμανίας στη Γαλλία, τον Μάιο του 1940, και η απρόσμενα γρήγορη προέλασή των ναζιστικών δυνάμεων, οδηγεί την Ιταλία να εμπλακεί και αυτή, με τη σειρά της, στις συγκρούσεις που διεξάγονταν επί γαλλικού εδάφους. Όμως, παρά το γεγονός ότι οι στρατιωτικές αδυναμίες της Γαλλίας ήταν πλέον έκδηλες, η Ιταλία δεν καταφέρνει να σημειώσει αποτελέσματα ανάλογα με αυτά της συμμάχου της. Αρκείται στην κατάληψη μιας περιορισμένης έκτασης της νότιας Γαλλίας, με τον φόρο αίματος που «πλήρωσε» για αυτήν να είναι μεγάλος.
Με τις ιταλικές στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Νότια Γαλλία να έχουν ουσιαστικά αποτύχει, το φασιστικό στρατόπεδο έψαχνε αγωνιωδώς να σχεδιάσει μία επιχείρηση, η οποία θα έστελνε ένα μήνυμα προς όλες τις κατευθύνσεις σχετικά με τις ικανότητες του ιταλικού στρατού. Οι συνεχόμενες επιτυχίες των γερμανικών δυνάμεων υποβάθμιζαν ακόμα περισσότερο τα ιταλικά στρατεύματα στα μάτια εχθρών και συμμάχων, κάνοντας επιτακτικότερη την ανάγκη για την επίτευξη μιας μεγάλης νίκης.
Η περιοχή της Αιγύπτου με τις ελάχιστες αντίπαλες δυνάμεις που βρίσκονταν εκεί έμοιαζε ο ιδανικός στόχος. Έτσι, σε σύντομο χρονικό διάστημα, μετά τα γεγονότα στη Γαλλία, αποφασίστηκε η στρατιωτική εμπλοκή στην Αφρική, με την αποστολή στρατιωτικών δυνάμεων στην Αίγυπτο. Η επιχείρηση αναβλήθηκε 3 φορές λόγω διάφορων προβλημάτων. Όσο η αναβλητικότητα κυριαρχούσε στο ιταλικό στρατόπεδο, η αντίπαλη πλευρά επιδιδόταν σε στοχευμένες επιθέσεις εναντίον των ιταλικών δυνάμεων, με κορυφαία ίσως στιγμή την κατάληψη του Fort Capuzzo. Τελικά, ως ημερομηνία έναρξης των επιθετικών ενεργειών ορίστηκε η 9η Σεπτεμβρίου του 1940. Στόχος ήταν η σύνδεση των ιταλικών εδαφών στην ανατολική Αφρική με τη Λιβύη.
Η έναρξη της επιχείρησης συνοδεύτηκε με πλήθος προβλημάτων. Το ιταλικό επιτελείο ήλπιζε σε μία ταχύτατη προέλαση προς την Αίγυπτο, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσαμε να πούμε ότι συνέβη σε καμία περίπτωση. Συγκεκριμένα, επιπλοκές στον ανεφοδιασμό των στρατευμάτων, προβλήματα που προέκυψαν στις μηχανοκίνητες μονάδες λόγω της υπερθέρμανσης των κινητήρων και ο αποπροσανατολισμός των δυνάμεων κατά τη διέλευσή τους από την έρημο επιβράδυνε σημαντικά την ταχύτητα των επιτιθέμενων. Το αποτέλεσμα ήταν οι ιταλικές δυνάμεις να εισέλθουν στην Αίγυπτο μόλις στις 13 Σεπτεμβρίου.
Η άνωθεν καθυστέρηση οδήγησε στην αναθεώρηση των στόχων της επιχείρησης. Ως νέος στόχος ορίστηκε η κατάληψη της θέσης Mersa Matruh, όπου είχε συγκεντρωθεί ένα μεγάλο ποσοστό των αμυνόμενων. Οι βρετανικές δυνάμεις υποχωρούσαν συντεταγμένα προς τη θέση όπου βρίσκονταν και οι υπόλοιπες δυνάμεις. Ταυτόχρονα, επιθέσεις της βρετανικής αεροπορίας, αλλά και του πολεμικού στόλου, στα ιταλικά μετόπισθεν δημιουργούσαν προβλήματα στους επιτιθέμενους. Στις 16 Σεπτεμβρίου, οι Ιταλοί εισέρχονται στην πόλη Sidi Barrani. Η πόλη αυτή υπήρξε και η τελευταία επιτυχία των Ιταλών κατά τη διάρκεια της επίθεσης. Η επιχείρησή τους θα μπορούσε να θεωρηθεί ανεπιτυχής, καθώς έμειναν δεκάδες χιλιόμετρα μακριά από τον αναθεωρημένο στόχο τους.
Θεωρώντας αδύνατη την τροφοδοσία του στρατού σε περίπτωση περαιτέρω διείσδυσης στην αιγυπτιακή ενδοχώρα, οι ιταλικές δυνάμεις σταμάτησαν την προέλασή τους στην πόλη Sidi Barrani και ξεκίνησαν την κατασκευή αμυντικών έργων, καθώς και έργων που θα διευκόλυναν την τροφοδοσία του στρατού. Έτσι, για άλλη μία φορά ο ιταλικός στρατός έκανε έκδηλες τις αδυναμίες του. Είναι ενδεικτικό ότι οι απώλειες των Ιταλών κυμαίνονταν μεταξύ 530 και 2 χιλιάδων ανδρών, ενώ οι αντίστοιχες βρετανικές μεταξύ 40 και 50 στρατιωτών. Ωστόσο, παρά την επιτυχή και άριστα οργανωμένη υποχώρηση, οι βρετανικές δυνάμεις δεν είχαν πει ακόμα την τελευταία τους λέξη. Λίγες εβδομάδες αργότερα οι ρόλοι θα άλλαζαν, με τους αμυνόμενους να βγαίνουν στην αντεπίθεση και να διαλύουν τις ιταλικές δυνάμεις.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Bauer, Eddy (2000), The History of World War II, New York: Galahad Books
- Carver, Michael (2002), Dilemmas of the Desert War: The Libyan Campaign 1940–1942, London: Batsford Books