Του Γιώργου Δρακόπουλου,
Στην Ελλάδα η ιστορία των λογιστικών σχεδίων είναι σχετικά πρόσφατη. Η κατάστρωση του Ελληνικού Ενιαίου Γενικού Λογιστικού Σχεδίου (Ε.Γ.Λ.Σ.) ξεκίνησε μετά το 1950 και ολοκληρώθηκε και εφαρμόσθηκε υποχρεωτικά μόλις το 1991. Το σχέδιο αυτό είχε ευρεία εφαρμογή σε όλους τους τύπους οικονομικών μονάδων, όπως για παράδειγμα εμπορικές επιχειρήσεις, βιομηχανίες, εταιρείες παροχής υπηρεσιών κ.α.
Ωστόσο, το Ελληνικό Ενιαίο Γενικό Λογιστικό Σχέδιο (Ε.Γ.Λ.Σ.) στο σύνολό του δεν μπορούσε να εφαρμοσθεί σε ειδικές περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα αυτές των τραπεζών. Οι τραπεζικές επιχειρήσεις θεωρούνται ιδιαίτερες, αφού είναι οι μοναδικές που επιτρέπονται να δέχονται καταθέσεις από το κοινό και να χορηγούν δάνεια προς αυτό, με αποτέλεσμα, όπως είναι λογικό, οι οικονομικές τους καταστάσεις απαιτείται να είναι διαφορετικές από τις άλλες επιχειρήσεις. Για παράδειγμα, τα αποθέματα για τις τράπεζες έχουν σχεδόν μηδενική σημασία, σε σχέση με τις εμπορικές και βιομηχανικές επιχειρήσεις, στις οποίες ασκούν σημαντική επίδραση.
Έτσι, λοιπόν, έπρεπε να δημιουργηθεί ένα διαφορετικό λογιστικό σχέδιο, το οποίο να είναι προσαρμοσμένο στις τραπεζικές υπηρεσίες. Η ένωση ελληνικών τραπεζών εργάσθηκε από τα τέλη της δεκαετίας του ‘70, με σκοπό να συνταχθεί το πρώτο ενιαίο λογιστικό σχέδιο τραπεζών τον Δεκέμβριο του 1986. Το σχέδιο αυτό υποβλήθηκε με τον χρόνο σε πολλές απαραίτητες αναδιαρθρώσεις, οι οποίες αποσκοπούσαν στην καλύτερη εφαρμογή του. Τελικά, καθιερώθηκε με το Π.Δ. 384/1992 και ξεκίνησε η υποχρεωτική εφαρμογή του από το 1994, ενώ μέχρι και πρόσφατα προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα που προκύπτουν, έπειτα από την υποχρεωτική εφαρμογή των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων (Δ.Λ.Π.) το 2004.
Βασικές αρχές του ενιαίου λογιστικού σχεδίου των τραπεζών
Τρείς είναι οι βασικές αρχές που στηρίχθηκε το κλαδικό λογιστικό σχέδιο τραπεζών και ακολουθούνται στην ανάπτυξη του Ε.Γ.Λ.Σ., καθώς ο κύριος στόχος είναι η απλούστευση της λογιστικής εργασίας και η τυποποίηση των στοιχείων και των πληροφοριών που παρέχουν, έτσι ώστε να πραγματοποιηθεί ομοιομορφία στην κατάρτιση των οικονομικών καταστάσεων και να δοθεί η δυνατότητα λήψης ορθών επιχειρηματικών αποφάσεων (decision making) μετά την περαιτέρω ανάλυση και επεξεργασία αυτών.
(α) Η αρχή της αυτονομίας
Η αρχή αυτή μας δείχνει τον διαχωρισμό των λογιστικών λογαριασμών σε τρία μέρη (ανεξάρτητα μεταξύ τους), μεταξύ των οποίων απαγορεύεται η οποιουδήποτε είδους συναλλαγή – επικοινωνία:
- Στο πρώτο μέρος αναφέρονται οι λογαριασμοί της χρηματοοικονομικής λογιστικής με ομάδες λογαριασμών 1 έως και 8 και με τους λογαριασμούς του μέρους αυτού συντάσσονται οι οικονομικές καταστάσεις μιας επιχείρησης.
- Στο δεύτερο μέρος περιλαμβάνεται η αυτόνομη ομάδα 9, η οποία φέρει πληροφορίες για τα άτομα που θα κληθούν να πάρουν αποφάσεις διοικητικής φύσεως για την εταιρεία. Η ομάδα τροφοδοτείται με πρωτογενή δεδομένα που περιέχονται στους λογαριασμούς των ομάδων των αποθεμάτων (Λογ.2), των εξόδων (Λογ.6) και των εσόδων (Λογ.7), που περιέχουν το αποτέλεσμα της τακτικής εκμετάλλευσης.
- Το τρίτο μέρος έχει να κάνει με την αυτόνομη ομάδα 0, που φέρει πληροφορίες για λογαριασμούς τάξεως, δηλαδή λογαριασμούς εκτός ισολογισμού όπως είναι για παράδειγμα, οι υποχρεώσεις ή οι απαιτήσεις από αμφοτεροβαρείς συμβάσεις και οι λογαριασμοί εγγυήσεων και εμπράγματων ασφαλειών.
(β) Η αρχή της κατά είδος συγκέντρωσης των αποθεμάτων, εξόδων και εσόδων
Η αρχή αυτή υποδεικνύει ότι για τη σύνταξη των οικονομικών καταστάσεων από τη χρηματοοικονομική λογιστική, τα δεδομένα και οι πληροφορίες που θα χρησιμοποιηθούν θα πρέπει να είναι κατά είδος (για παράδειγμα ενοίκια, έξοδα, αμοιβές προσωπικού, έσοδα από προμήθειες, έσοδα από τόκους κ.λπ.).
Αν και δίνεται η δυνατότητα σε λογαριασμούς χρηματοοικονομικής λογιστικής να εξελίσσονται κατά προορισμό, η συλλογή τους στο τέλος γίνεται κατά είδος. Με αυτόν τον τρόπο γίνεται η απαραίτητη επεξεργασία των πληροφοριών, οι οποίες χρειάζονται για να συνταχθούν οι οικονομικές καταστάσεις.
(γ) Η αρχή της κατάρτισης του λογαριασμού της γενικής εκμετάλλευσης (Λογ. 80) με λογιστικές εγγραφές
Ο λογαριασμός της γενικής εκμετάλλευσης αποσκοπεί στον προσδιορισμό των καθαρών τακτικών και οργανικών αποτελεσμάτων, τα οποία πραγματοποιούνται μέσα στη χρήση από την εκμετάλλευση των διάφορων δραστηριοτήτων της τράπεζας και αποτελεί αναγκαίο και αναπόσπαστο συμπλήρωμα του ισολογισμού.
Η κατάρτισή του πραγματοποιείται έπειτα από μεταφορά σε αυτόν της αξίας των αποθεμάτων, των οργανικών εξόδων και των οργανικών εσόδων κατ’ είδος, έτσι ώστε από την ανάλυσή του να προκύπτει η συνολική κίνηση των λογαριασμών κυκλοφορίας ή εκμεταλλεύσεως της οικονομικής μονάδας. Οι πληροφορίες που παρέχει είναι πολύ χρήσιμες για τις λογιστικές επαληθεύσεις και τον διοικητικό έλεγχο, απαραίτητες ενέργειες για τη σωστή λειτουργία της επιχείρησης. Συμπεριλήφθηκε στο λογιστικό πληροφοριακό σύστημα κάθε τράπεζας και η κατάρτισή του δε γίνεται με λογιστικές εγγραφές, ώστε να επιτρέπονται οι παραπάνω ενέργειες από τη διοίκηση.
Τέλος, το σχέδιο των λογαριασμών γίνεται με την ομαδοποίησή τους βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων και με την κωδικοποίησή τους, η οποία πραγματοποιείται με την επιλογή ενός συστήματος (συνδυασμός δεκαδικού με εκατονταδικού).
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ειδικές κλαδικές λογιστικές, Διακομιχάλης Μιχάλης, Μανδήλας Αθανάσιος, Κελέτζης Σίμος, Εκδόσεις Αθ. Σταμούλης
- Λογιστικό σχέδιο, taxheaven.gr, διαθέσιμο εδώ