Της Άννας – Μαρίας Τοκμακίδου,
Η επιβολή της θανατικής ποινής είναι ένα θέμα που έρχεται κατά τακτά χρονικά διαστήματα στο επίκεντρο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος και προκαλεί έντονες αντιδράσεις και συγκρούσεις μεταξύ εκείνων που υποστηρίζουν την επαναφορά της και εκείνων που είναι φανατικοί πολέμιοι της. Εγείρει προβληματισμούς και ερωτήματα ως προς την αποτελεσματικότητά της, το κατά πόσο είναι δίκαιη, κατά πόσο ικανοποιεί το περί δικαίου αίσθημα, καθώς και το κατά πόσο μπορεί να αποτελεί απάντηση στο έγκλημα, στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής κοινωνίας.
Πρόκειται για τη βαρύτερη ποινή που μπορεί να επιβληθεί στον δράστη μιας εγκληματικής πράξης και συνίσταται η αφαίρεση της ζωής του. Αποτελεί θεσμό που εμφανίστηκε από τα αρχαιότατα χρόνια και στη μακρόχρονη πορεία του σημάδεψε το Δίκαιο όλων των ιστορικά γνωστών κοινωνιών. Η σκληρότητα της θανατικής ποινής είναι εμφανής. Όπως τα βασανιστήρια, έτσι και η θανατική εκτέλεση αποτελεί τη μέγιστη φυσική και ηθική βλάβη που μπορεί να υποστεί ένα άτομο από την πολιτεία. Σκοπός της ποινής δεν είναι η εκδίκηση, αλλά ο σωφρονισμός αυτού που διέπραξε το αδίκημα και ο παραδειγματισμός των άλλων. Επομένως, ο σκοπός της ποινής είναι η γενική πρόληψη του κακού, δηλαδή να αποτρέψει πολλούς άλλους από το να θελήσουν να αδικήσουν.
Στην Ιστορία της ανθρωπότητας από την αρχαία έως τη νεότερη εποχή, παρατηρείται μια κοινωνική αντίδραση απέναντι στο έγκλημα, με αποδέκτες κυρίως τους κοινωνικο-οικονομικά ασθενέστερους δράστες, ακόμη και στις περιπτώσεις που τα διαπραχθέντα εγκλήματα ήταν μικρής σημασίας. Η χρήση της θανατικής ποινής ήταν ευρέως γνωστή σε πολλούς λαούς της προϊστορικής περιόδου. Κατά την ομηρική εποχή, οι συγγενείς του φονευθέντος ήταν υποχρεωμένοι να σκοτώσουν τον δολοφόνο. Ο φόνος αυτός θεωρούνταν τιμητική πράξη για τον συγγενή του θύματος. Ακόμη, ο κώδικας του βασιλιά της Βαβυλώνας Hammurabi περιέχει πολλές διατάξεις που επιβάλλουν τη θανατική ποινή, ακόμη και για «ελαφρά» αδικήματα. Στην αρχαία Αθήνα, η απόφαση για την τιμωρία του φόνου άνηκε στους συγγενείς. Στην ουσία, η θανατική ποινή επιβαλλόταν από την ιδιωτική θέληση και πρωτοβουλία. Η νομοθεσία του Δράκοντα προέβλεπε τη θανατική ποινή ως τιμωρία ακόμη και σε περιπτώσεις ελαφρότατων εγκλημάτων, όπως κλοπή και δωροδοκία. Η εκτέλεση της θανατικής ποινής στην Αθήνα γινόταν υπό την επιμέλεια των 11 αρχόντων και σε καμία περίπτωση δε στόχευε στην επίδειξη και στον εντυπωσιασμό, όπως συνέβαινε σε άλλες «βαρβαρικές» πόλεις.
Λίγα χρόνια μετά την ίδρυση και εδραίωση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η επιβολή της θανατικής ποινής ήταν ιδιαίτερα συχνή. Κάθε εξουσιαστής είχε το δικαίωμα της επιβολής του θανάτου, ακόμα και για απλά αδικήματα σε όλα τα πρόσωπα που βρίσκονταν υπό την εξουσία του. Κατά τον Μεσαίωνα, στη Δύση τα εγκλήματα που τιμωρούνταν με την ποινή του θανάτου ήταν: ο φόνος, η ληστεία, ο εμπρησμός, η κλοπή, η μαγεία, ο βιασμός, η μοιχεία, η διγαμία, και πλήθος άλλων. Οι τρόποι θανάτωσης ήταν: ο απαγχονισμός, ο αποκεφαλισμός, η διχοτόμηση, η ταφή ζώντος του καταδίκου, γ καύση στην πυρά, ο λιθοβολισμός.
Η αμφισβήτηση της θανατικής ποινής ως θεσμός είναι φαινόμενο των νεότερων χρόνων και παρατηρείται κυρίως κατά τον 18° αιώνα, υπό την επίδραση του κινήματος των Διαφωτιστών. Σπουδαιότερη ήταν η συμβολή του C. Beccaria, ο οποίος ήδη από τον 18ο αιώνα είχε υποστηρίξει ότι εκείνο που συμβάλλει στην αποτροπή μιας εγκληματικής πράξης δεν είναι η βαρύτητα της ποινής, αλλά η βεβαιότητα της επιβολής της. Κατά τον 19ο αιώνα, σημειώνεται εκ νέου μια τάση επανεισαγωγής της θανατικής ποινής στην Ευρώπη, με σημαντικότερο παράδειγμα την περίπτωση της Αγγλίας, όπου οι εκτελέσεις δι’ απαγχονισμού αποτελούσαν δημόσιο θέαμα μέχρι και το 1868. Ουσιαστικά, η συζήτηση περί κατάργησης της θανατικής ποινής επανήλθε στο επίκεντρο της διεθνούς σκηνής μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, με την ανάδυση των ανθρωπιστικών ιδεωδών και θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Σ’ όλες σχεδόν τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, η θανατική ποινή έχει σήμερα καταργηθεί. Σε ορισμένες χώρες, η πλήρης κατάργηση της θανατικής ποινής συντελέστηκε πάντως αρκετά πρόσφατα (στην Ολλανδία το 1982, στην Ελβετία το 1992, στο Βέλγιο το 1996). Άλλοτε πάλι, η κατάργηση κατοχυρώθηκε απευθείας με συνταγματική διάταξη (Ιταλία 1947, Ισπανία 1978), ενώ σε άλλες περιπτώσεις αντίστροφα, η κατάργηση έγινε χωρίς ρητή διάταξη νόμου, απλώς με τη μη εκτέλεση θανατικών ποινών για μακρό χρονικό διάστημα (στην Κύπρο από το 1969, στην Ελλάδα από το 1972). Πέρα, όμως, από τον δυτικό ευρωπαϊκό χώρο, η θανατική ποινή εξακολουθεί και σήμερα να κυριαρχεί στον υπόλοιπο κόσμο.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα διεθνή όργανα για τα ανθρώπινα δικαιώματα είτε δεν ανέφεραν τη θανατική ποινή είτε την επέτρεπαν ως μια προσεκτικά διατυπωμένη εξαίρεση στο δικαίωμα στη ζωή. Το Διεθνές Δίκαιο περιόρισε τη χρήση της θανατικής ποινής μόνο στα πιο σοβαρά εγκλήματα, εξαιρώντας ορισμένες κατηγορίες ατόμων από την εκτέλεση, συμπεριλαμβανομένων των ανηλίκων, των εγκύων γυναικών και των ηλικιωμένων. Το άρθρο 6 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα ορίζει σαφώς ότι κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα στη ζωή που προστατεύεται από τον νόμο και κανείς δε μπορεί αυθαίρετα να αφαιρεί ανθρώπινη ζωή. Όσον αφορά τις χώρες στις οποίες δεν έχει καταργηθεί η θανατική ποινή, η τελευταία μπορεί να επιβληθεί μόνο για τα πιο σοβαρά εγκλήματα, σύμφωνα με τον νόμο που ίσχυε κατά τη στιγμή της διάπραξης του εγκλήματος και ποτέ αντίθετα με τις διατάξεις του Συμφώνου.
Επίσης, απαραίτητη προϋπόθεση για την επιβολή και εκτέλεση της θανατικής ποινής αποτελεί η ύπαρξη οριστικής απόφασης αρμοδίου δικαστηρίου. Ακόμη, προβλέπεται ότι οποιοσδήποτε καταδικάζεται σε θάνατο έχει το δικαίωμα να ζητήσει χάρη ή να μετατρέψει την ποινή, ενώ η ποινή του θανάτου δε μπορεί να επιβληθεί για εγκλήματα που διαπράττονται από άτομα κάτω των 18 ετών ή να εκτελεστεί σε εγκύους. Η θανατική ποινή έχει ήδη καταργηθεί και στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο, με την υπογραφή από τα περισσότερα κράτη της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), σύμφωνα με το άρθρο 2, της οποίας προστατεύεται το δικαίωμα στη ζωή, ενώ με το πρωτόκολλο 6 απαγορεύεται ρητά η επιβολή της θανατικής ποινής. Συγκεκριμένα, το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 6 ΕΣΔΑ ορίζει: «Η ποινή του θανάτου καταργείται. Κανείς δε μπορεί να καταδικασθεί σε τέτοια ποινή, ούτε να εκτελεσθεί», ενώ με το άρθρο 2 διευκρινίζονται τα προβλεπόμενα σχετικά με την επιβολή θανατικής ποινής εν καιρώ πολέμου ως εξής: «Ένα Κράτος μπορεί να προβλέψει στη νομοθεσία του την ποινή του θανάτου για πράξεις που διαπράττονται σε καιρό πολέμου ή επικείμενου κινδύνου πολέμου. Η ποινή αυτή δε θα επιβάλλεται παρά μόνο στις περιπτώσεις που προβλέπει η νομοθεσία και σύμφωνα με τις διατάξεις της. Το Κράτος αυτό θα γνωστοποιεί στο Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης τις σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας του». Τέλος, το Πρωτόκολλο 13 καταργεί τη θανατική ποινή σε όλες τις περιστάσεις, αναιρώντας ακόμη και την εξαίρεση που προβλεπόταν μέχρι πρότινος από το πρωτόκολλο 6 για τη θανατική ποινή εν καιρώ πολέμου.
Η εφαρμογή της θανατικής ποινής αποτελεί κατάφωρη καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και προσβολή της ανθρώπινης ζωής. Σημαντική αποδεικνύεται η συμβολή του Διεθνούς Δικαίου και των Διεθνών Οργανισμών με την υπογραφή συμβάσεων και πρωτοκόλλων για την απαγόρευση της θανατικής ποινής και την οριοθέτηση των περιπτώσεων εφαρμογής της για τις χώρες στις οποίες συνεχίζει να επιβάλλεται. Παρ’ όλα αυτά, είναι φανερό ότι ο δρόμος προς την καθολική κατάργησή της είναι ακόμη μακρύς και δυσχερής.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Θανατική ποινή, el.wikipedia.org, διαθέσιμο εδώ