Του Γιουλιάν Πραπανίκου,
Οι έννοιες οικογένεια, γάμος και συγγένεια αποτελούν θεμελιώδεις έννοιες του οικογενειακού δικαίου. Μολονότι εντάσσονται στον πυρήνα του προαναφερθέντος κλάδου δικαίου, δεν περιέχεται στον Αστικό Κώδικα (ΑΚ) ο ορισμός αυτών των λέξεων.
Όσον αφορά τον «γάμο», αυτός ορίζεται ως η διαρκής κοινωνία βίου μεταξύ δύο προσώπων διαφορετικού φύλου, οι οποίοι εκδηλώνουν από κοινού την επιθυμία τους να συμπορευτούν στη ζωή τους. Ο γάμος αποτελεί μια συμφωνία των μελλονύμφων και μια άκρως τυπική δικαιοπραξία που ρυθμίζεται στο Άρθρο 1367 ΑΚ. Στην ιστορική του διαδρομή, η αντίληψη για την έννοια αυτή διαμορφώθηκε μέσα από τη θεωρία του φυσικού δίκαιου, η οποία ήταν κυρίαρχη κατά τον 17ο και 18ο αιώνα και αποτελούσε μια πρωτοπορία της εποχής εκείνης, όπου επικρατούσε η εκκλησιαστική εξουσία στα θέματα του γάμου και της λύσης αυτού. Με τη θεωρία αυτή, γίνεται αντιληπτό ότι ο γάμος αποτελεί θεσμό, προϋπάρχει στη φύση και στηρίζεται στην αγάπη και την κατανόηση. Ωστόσο, αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν τα στερεότυπα μεταξύ των φύλων, τα οποία θα αρχίσουν να αμφισβητούνται με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη και στην Ελλάδα μετά τη Μεταπολίτευση (1974). Με τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου το 1983 καθιερώνεται ο γάμος μεταξύ ισότιμων συζύγων.
Προκειμένου να συναφθεί ένας έγκυρος γάμος, λόγω του αυστηρού χαρακτήρα του οικογενειακού δικαίου, καλούνται να συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις που αναφέρονται στον νόμο. Οι προϋποθέσεις αυτές διακρίνονται σε θετικές και αρνητικές (κωλύματα). Ειδικότερα, ως προς τις θετικές, αρχικά το ελληνικό δίκαιο επιβάλλει τη διαφορά του φύλου μεταξύ των μελλόνυμφων. Το φύλο προσδιορίζεται κατά τη γέννηση του προσώπου με βάση τα βιολογικά του χαρακτηριστικά. Βέβαια, υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του καταχωρημένου φύλου, αν υπάρχει ασυμφωνία με την ταυτότητα φύλου ορισμένου προσώπου (Ν. 4491/2017). Κρίσιμη είναι η διαφορά αυτή μεταξύ των συζύγων κατά τη σύναψη του γάμου. Σε περίπτωση που δεν τηρηθεί η παραπάνω προϋπόθεση, τότε ο γάμος δεν αποκτά νομική υπόσταση, θεωρείται, δηλαδή, ανυπόστατος.
Επίσης, πλην της διαφοράς φύλου, σημαντικό στοιχείο αποτελεί και η νομική ηλικία που ρυθμίζεται στο Άρθρο 1350 παρ. 2 ΑΚ. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, οι μελλόνυμφοι υποχρεούνται να έχουν συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας τους. Παρόλα αυτά, επιτρέπεται η σύναψη γάμου μεταξύ ανηλίκων, ύστερα από την άδεια δικαστηρίου για σπουδαίο λόγο. Οι λόγοι αυτοί δεν αναφέρονται ρητά στον νόμο και η σπουδαιότητά τους εναπόκειται στην κρίση του δικαστηρίου. Σε περίπτωση που οι μελλόνυμφοι είναι ανήλικοι και δεν έχουν λάβει την προβλεπόμενη άδεια, ο γάμος θεωρείται άκυρος (άρ. 1372 ΑΚ). Ωστόσο, αναπτύσσει όλα τα έννομα αποτελέσματά του μέχρι την ακύρωσή του με αμετάκλητη δικαστική απόφαση (ΑΚ 1376, 1381) και η ακυρότητα μπορεί να θεραπευθεί εάν δοθεί εκ των υστέρων άδεια του δικαστηρίου ή ο σύζυγος, αφού συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του, αναγνωρίσει τον γάμο (ΑΚ 1373 παρ.2).
Τρίτη θετική προϋπόθεση σύναψης έγκυρου γάμου είναι η δικαιοπρακτική ικανότητα. Σύμφωνα με την ΑΚ 1351 δεν μπορούν να τελέσουν γάμο: α) τα πλήρως ανίκανα πρόσωπα για δικαιοπραξία, δηλαδή όσοι δεν έχουν συμπληρώσει το 10ο έτος της ηλικίας τους και όσοι βρίσκονται σε πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση (ΑΚ 128), β) πρόσωπα παροδικά ανίκανα για δικαιοπραξία (ΑΚ131) και γ) πρόσωπα που βρίσκονται σε μερική στερητική δικαστική συμπαράσταση και τους έχει απαγορευθεί ειδικά η τέλεση γάμου (ΑΚ129 περ.2). Όμως, δίνεται η δυνατότητα να συνάψουν γάμο πρόσωπα τελούντα σε επικουρική δικαστική συμπαράσταση –πλήρη ή μερική– ύστερα από συναίνεση του δικαστικού τους συμπαραστάτη (ΑΚ 1352). Σε περίπτωση που ο τελευταίος αρνείται να συναινέσει, το δικαστήριο μπορεί να παράσχει την άδεια, εφόσον το επιβάλλει το συμφέρον του συμπαραστατούμενου. Εάν τελεστεί γάμος από πρόσωπο που δεν έχει δικαιοπρακτική ικανότητα, τότε ο γάμος θεωρείται άκυρος (ΑΚ1372), αναπτύσσει, όμως, όλα τα αποτελέσματά του μέχρι την ακύρωσή του με αμετάκλητη δικαστική απόφαση (ΑΚ1376,1381). Η ακυρότητα μπορεί να θεραπευθεί εάν στην περίπτωση του άρθρου 1351ΑΚ ο σύζυγος, αφού γίνει ικανός για δικαιοπραξία, αναγνωρίσει τον γάμο και εάν στην περίπτωση του άρθρου 1352ΑΚ ο δικαστικός συμπαραστάτης, ο σύζυγος ή ο σύζυγος, αφού γίνει ικανός, εγκρίνει τον γάμο (ΑΚ1373 περ. 3,4).
Όσον αφορά τις αρνητικές προϋποθέσεις, κώλυμα σύναψης γάμου αποτελεί η ύπαρξη γάμου ή συμφώνου συμβίωσης. Το οικογενειακό δίκαιο ακολουθεί την αρχή της μονογαμίας. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, δεν επιτρέπεται η τέλεση νέου γάμου πριν από την ακύρωση με αμετάκλητη δικαστική απόφαση του ήδη υφιστάμενου ή τη λύση του με διαζύγιο. Σε περίπτωση που συναφθεί δεύτερος γάμος πριν από τη λύση του προηγούμενου, θεωρείται κατά την ΑΚ 1372 άκυρος, ωστόσο αναπτύσσει τα έννομα αποτελέσματα που απορρέουν από αυτόν μέχρι να ακυρωθεί αμετάκλητα.
Ακόμη, η συγγένεια είναι ένα πρόσθετο στοιχείο που γεννά εμπόδια στην τέλεση γάμου. Ειδικότερα, απαγορεύεται ο γάμος μεταξύ συγγενών εξ αίματος σε ευθεία γραμμή απεριόριστα και σε πλάγια γραμμή ως και τον τέταρτο βαθμό (ΑΚ 1356). Η συγγένεια εξ αγχιστείας, δηλαδή ο δεσμός που έχει ο ένας σύζυγος με τους συγγενείς εξ αίματος του άλλου συζύγου στην ίδια γραμμή και στον ίδιο βαθμό (ΑΚ 1462), εμποδίζει τον γάμο σε ευθεία γραμμή απεριόριστα και σε πλάγια γραμμή ως και τον τρίτο βαθμό (ΑΚ1357). Η συγγένεια εξ αγχιστείας συνεχίζει να υφίσταται και μετά τη λύση του γάμου. Σε περίπτωση όπου τελεσθεί γάμος ενώ συντρέχουν τα κωλύματα των ΑΚ 1356,1357 τότε αυτός θεωρείται άκυρος και δεν θεραπεύεται.
Τέλος, η ΑΚ 1360 αναφέρει την ύπαρξη κωλύματος λόγω υιοθεσίας. Δεν επιτρέπεται η σύναψη γάμου αυτού που υιοθέτησε και των κατιόντων του με αυτόν που υιοθετήθηκε και των κατιόντων του που προέκυψαν μετά την υιοθεσία. Το ανήλικο θετό τέκνο εντάσσεται πλήρως στην οικογένεια του θετού γονέα και εφαρμόζεται η ΑΚ 1356. Το κώλυμα διατηρείται και μετά τη λύση της υιοθεσίας. Εάν παρόλα αυτά συναφθεί γάμος, τότε είναι άκυρος, δεν προβλέπεται θεραπεία αυτού και η υιοθεσία λύνεται αυτοδικαίως και αναδρομικά.
Πέραν των προαναφερθέντων προϋποθέσεων, προκειμένου να τελεσθεί έγκυρος γάμος, δέον είναι να τηρηθεί και ο συστατικός τύπος αυτού, δηλαδή να υπάρχει συμφωνία μεταξύ των μελλονύμφων και να ακολουθηθεί ο προβλεπόμενος τύπος γάμου. Όσον αφορά τη βούληση, αυτή οφείλει να είναι ελεύθερη, δηλαδή να προκύπτει με λογικούς υπολογισμούς των δύο συζύγων και να αναφέρεται στην τέλεση γάμου (ΑΚ 1350 παρ. 1). Σε περίπτωση που δεν συντρέχουν αυτά τα δύο στοιχεία, τότε ο τελευταίος θεωρείται άκυρος(ΑΚ 1372), ωστόσο μπορεί να θεραπευθεί κατά την ΑΚ 1373 παρ. 1. Επίσης, η ΑΚ 1350 παρ. 1 ορίζει ότι οι σχετικές δηλώσεις γίνονται αυτοπροσώπως και χωρίς αίρεση ή προθεσμία.
Όσον αφορά τους τύπους γάμου, αυτοί είναι ο πολιτικός και ο θρησκευτικός. Η μη τήρηση κανενός από τους προβλεπόμενους τύπους δεν γεννά νομική υπόσταση για τον γάμο. Ο πολιτικός γάμος ρυθμίζεται στην ΑΚ 1367 παρ. 2 και σύμφωνα με αυτή, η δήλωση γίνεται δημόσια κατά πανηγυρικό τρόπο ενώπιον δύο μαρτύρων, προς τον δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας ή τον νόμιμο αναπληρωτή τους. Ο θρησκευτικός γάμος αναφέρεται στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρο. Η δήλωση της βούλησης των μελλονύμφων γίνεται ενώπιον του θρησκευτικού λειτουργού γνώστη θρησκείας και όχι δόγματος, αυτή θα πρέπει να είναι η θρησκεία ενός τουλάχιστον από τους συζύγους και η ιερολογία οφείλει να ακολουθεί τους κανόνες του εκάστοτε θρησκεύματος. Πάντως, ανεξάρτητα από τον τύπο γάμου οι μελλόνυμφοι καλούνται να λάβουν άδεια γάμου και να τον γνωστοποιήσουν.
Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι η έννοια του γάμου εντάσσεται στον πυρήνα του οικογενειακού δικαίου. Το τελευταίο μεριμνά για την ουσιαστική ρύθμιση και για την ομαλή λειτουργία του έγγαμου βίου των συζύγων. Ενδιαφέρεται για τις σχέσεις των ατόμων τόσο μέσα σε αυτόν όσο και μετά τη λύση του.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Αθηνά Κοτζάμπαση, Εγχειρίδιο Οικογενειακού Δικαίου, Β’ Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2022
- Θανάσης Κ. Παπαχρίστου, Οικογενειακό Δίκαιο, Έκδοση: Π.Ν. Σάκκουλας, 2014