14.2 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΩφελιμισμός ή, αλλιώς, «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα»

Ωφελιμισμός ή, αλλιώς, «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα»


Της Θεώνης Παπακωνσταντίνου,

Οι νόμοι και οι κανόνες ανέκαθεν θεσπίζονταν με σκοπό την ομαλότερη και καλύτερη λειτουργία της κοινωνίας. Ας πάρουμε ως παράδειγμα την ποινή σε ισόβια κάθειρξη, η οποία επιβάλλεται σε κάποιον που διαπράττει ανθρωποκτονία εκ δόλου (Π.Κ. 299). Με τον ως άνω τρόπο επιτυγχάνεται ο σωφρονισμός του δράστη, ο παραδειγματισμός των υπολοίπων, ενώ, ταυτόχρονα, ικανοποιείται, σε έναν βαθμό, και το «περί δικαίου αίσθημα». Η διαδικασία αυτή θα μπορούσε ιδανικά να οδηγήσει μακροπρόθεσμα σε μία ειρηνική κοινωνία δίχως ανθρωποκτονίες και άλλου είδους ειδεχθή εγκλήματα.

Όπως παρατηρείται, όμως, μια κατάσταση σαν την παραπάνω είναι αρκετά αβέβαιη αναφορικά με το κατά πόσο θα μπορούσε να καταστεί εφικτή. Άραγε, είναι πιθανό μέσα από την επιβολή της θανατικής ποινής να οδηγηθούμε σε ευνοϊκότερα αποτελέσματα; Μήπως αποβάλλοντας δια παντός τα κακοποιητικά στοιχεία από την κοινωνία, πετυχαίναμε αμεσότερα, με λιγότερο πόνο και δυνάμει θύματα, το ιδεώδες της ειρηνικής κοινωνίας; Ενδεχομένως, ένας ωφελιμιστής να απαντούσε καταφατικά στα εν λόγω ερωτήματα.

«Μια πράξη μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι σύμφωνη με την αρχή της ωφελιμότητας, ή χάριν συντομίας, της ωφέλειας, όταν η τάση της να αυξήσει την ευτυχία της κοινότητας είναι μεγαλύτερη από την τάση της να τη μειώσει». Κατ’ αυτόν τον τρόπο περιγράφει την έννοια του ωφελιμισμού ο Jeremy Bentham[1], ο πρώτος εκφραστής αυτής της κανονιστικής ηθικής θεωρίας. Σε μια προσπάθεια σύνδεσης του ορισμού αυτού με το παράδειγμα της θανατικής ποινής, δε θα ήταν μεμπτό για έναν οπαδό του ωφελιμισμού να χρησιμοποιήσει ακόμα και η Πολιτεία έναν άνθρωπο ως μέσο, αφαιρώντας τη ζωή του, προκειμένου να επιτευχθεί η μεγαλύτερη δυνατή ωφέλεια για το σύνολο.

Πηγή Εικόνας: meer.com

Αναλυτικότερα, ο J. Bentham υποστήριζε ότι ορθό είναι ό,τι μεγιστοποιεί την ωφελιμότητα. Τη δε ωφελιμότητα τη συνδέει με δύο συναισθήματα: την ηδονή και τον πόνο. Πιο συγκεκριμένα, ωφέλιμο είναι οτιδήποτε προκαλεί ηδονή και ευτυχία και ό,τι απομακρύνει τον πόνο και τη στενοχώρια. Τα εν λόγω συναισθήματα λειτουργούν ως κατευθυντήριες γραμμές για τις αποφάσεις που χρειάζεται να λαμβάνει κάθε πολίτης ξεχωριστά, αλλά και η Πολιτεία ως σύνολο. Οι πράξεις κρίνονται σύμφωνα με τα αποτελέσματά τους. Ακόμα και οι κυβερνήσεις, όταν λαμβάνουν τις αποφάσεις τους σχετικά με τους νόμους και την πολιτική που θα ακολουθήσουν, λειτουργούν με γνώμονα τη μεγιστοποίηση της ευδαιμονίας του συνόλου. Στόχος είναι, με άλλα λόγια, τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα, εξ ου και ο ωφελιμισμός συγκαταλέγεται στις συνεπειοκρατικές θεωρίες.

Στον βωμό της πλήρους ευτυχίας, όμως, είναι πιθανό να θυσιάζονται αξίες και αρχές, θεμελιώδεις για την ορθή λειτουργία μιας κοινωνίας. Έχει υποστηριχθεί ότι ο ωφελιμισμός δε φαίνεται να υπολογίζει τα ατομικά δικαιώματα. Στην προσπάθεια επιδίωξης της μέγιστης ηδονής, είναι δυνατό να καταπατούνται δικαιώματα, όπως αυτό της ανθρώπινης αξίας, αφού το άτομο αντιμετωπίζεται ως μέσο ενός ανώτερου σκοπού και όχι ως ανθρώπινη οντότητα με κριτική σκέψη και «θέλω». Επιπλέον, αντιρρήσεις έχουν εκφραστεί και ως προς τον τρόπο που προσμετρούνται ο πόνος και η ηδονή. Τα δύο αυτά συναισθήματα κρίνονται κατά τρόπο αντικειμενικό. Η μέτρησή τους γίνεται σε ενιαία κλίμακα, χωρίς να συνυπολογίζεται το πώς προσδιορίζονται από το κάθε άτομο ξεχωριστά.

Τις παραπάνω αστοχίες του ωφελιμισμού ήρθε να μετριάσει ο συνεχιστής του Bentham, John Stuart Mill[2]. Ο Mill τοποθετεί το άτομο στο κέντρο και τον αντιμετωπίζει ως κυρίαρχο. Ξεκινώντας από τη θεώρηση ότι όλοι οι άνθρωποι πρέπει να είναι ελεύθεροι, εισάγει στη θεωρία του ωφελιμισμού την αρχή της βλάβης, που σημαίνει ότι όλα τα άτομα έχουν την απόλυτη ελευθερία να πράττουν ως θέλουν, αρκεί να μην προκαλούν βλάβη στους άλλους. Η ατομική ελευθερία είναι απαραβίαστη∙ ούτε η ίδια η κυβέρνηση μπορεί να επιβάλει στο άτομο τις απόψεις της πλειοψηφίας. Το μοναδικό όριο στην αυτονομία των ατόμων είναι η βλάβη των υπολοίπων – τη στιγμή, δηλαδή, που το άτομο υπερβεί τα όρια και επιφέρει βλάβη σε κάποιο άλλο πρόσωπο, τότε η κυβέρνηση και ο κάθε φορέας ανώτατης εξουσίας αποκτά τη δυνατότητα να παρέμβει επί αυτού. Θεωρεί ότι μέσα από τον σεβασμό προς το άτομο θα καταστεί δυνατή η μεγαλύτερη δυνατή ωφέλεια μακροπρόθεσμα.

Πηγή Εικόνας: bbc.co.uk

Σε έναν βαθμό, στον σκοπό αυτό συμβάλλει και η δικαιοσύνη, η οποία, σύμφωνα με τον Mill, αποσκοπεί στην ασφάλεια. Ταυτόχρονα, μια κοινωνία που διέπεται από αυτόνομα άτομα χαρακτηρίζεται από διαλλακτικότητα και αμεροληψία, ενώ απομακρύνεται από τον κομφορμισμό και τον κίνδυνο να συμπεριφέρονται τα μέλη της ως μάζα ακολουθώντας τη στάση της πλειοψηφίας∙ μόνο υπό αυτή τη μορφή μπορεί να ευδοκιμήσει.

Όσον αφορά στην ηδονή, διαφωνεί με την ενιαία αντιμετώπισή της από τον Bentham και τη διαιρεί σε ανώτερες και κατώτερες ηδονές. Σε αντίθεση προς τον Bentham που δε λαμβάνει υπόψη του την ηθική τους αξία, ο Mill ενδιαφέρεται για την ποιότητα αυτών, η οποία μπορεί να κριθεί αποκλειστικά και μόνο μέσα από την ωφελιμότητα.

Επιπλέον, παρά το γεγονός ότι συμφωνεί με την κυριαρχία των συναισθημάτων της ηδονής και του πόνου, επισημαίνει ότι κάποιες μορφές ηδονής είναι πιο επιθυμητές και πιο ποιοτικές από άλλες. Το κριτήριο που θέτει για να προσδιορίσει την υπερέχουσα αξία των «ανώτερων ηδονών» είναι η πραγματική επιθυμία επίτευξης αυτών, ανεξάρτητα από οποιοδήποτε αίσθημα υποχρέωσης. Στον αντίλογο ότι πολλές φορές μπορεί τα άτομα να προτιμούν ηδονές πιο εύκολες και ξεκούραστες, παρά αξιόλογες και ποιοτικές (παραδείγματος χάρη, πλειοψηφία ατόμων επιλέγουν να δουν τηλεόραση σπίτι τους αντί να παρακολουθήσουν στο θέατρο μια θεατρική παράσταση), ο Mill απαντά ότι οι ηδονές δε χαρακτηρίζονται ανώτερες για το λόγο ότι τις προτιμάμε, αλλά, τελικά, τις προτιμάμε επειδή ακριβώς αντιλαμβανόμαστε ότι είναι ανώτερες. Θέτει, συνεπώς, ως κριτήριο ένα ηθικό ιδεώδες ανθρώπινης αξιοπρέπειας, το οποίο λειτουργεί ανεξάρτητα από τις προσωπικές μας επιθυμίες.

Αναμενόμενο ήταν, λοιπόν, ακόμα και μέσα από την πιο συγκρατημένη θεώρηση του Mill, να γεννηθούν αντιρρησίες του ωφελιμισμού. Ο σημαντικότερος, βέβαια, «αντιρρησίας» της θεωρίας του ωφελιμισμού θεωρείται ο Immanuel Kant[3], ο οποίος υποστήριζε ότι είναι λάθος να αντιμετωπίζουμε τους ανθρώπους ως εργαλεία για την επίτευξη της ευτυχίας. Ακόμα, αντιπαρέρχεται τη θεωρία περί αυτονομίας του Mill προτού καν τη διατυπώσει (!), καθώς πιστεύει ότι κάποιος δεν είναι πραγματικά ελεύθερος, όταν οι επιλογές του καθορίζονται από τις επιθυμίες του. Οι ορέξεις και οι ορμές μας καθορίζονται από βιολογικούς και κοινωνικούς παράγοντες, πράγμα που σημαίνει ότι λειτουργούμε ετερόνομα, όταν πράττουμε βάσει αυτών. Η αυτονομία μπορεί να επιτευχθεί, όταν δρούμε σύμφωνα με έναν νόμο που θέτουμε στον εαυτό μας.

Πηγή Εικόνας: benthams.substack.com

Επιπλέον, ο Kant δε συμφωνεί με τον ωφελιμισμό, καθώς πιστεύει ότι τα συναισθήματα είναι καταστάσεις μεταβλητές, δηλαδή δε μπορούν να στηριχθούν σε αυτά θεμελιώδεις οικουμενικές αρχές, όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα. Τέλος, θεωρεί ότι μία συνθήκη που γεννά συναισθήματα χαράς και ηδονής δεν καθίσταται αυτομάτως δίκαια.

Κλείνοντας, θα ήταν σκόπιμο να αναλογιστούμε ένα παράδειγμα της καθημερινότητας, προκειμένου να γίνει αντιληπτό τι αποτέλεσμα θα επέφερε η εφαρμογή του ωφελιμισμού στο δικαιϊκό μας σύστημα. Έστω ότι κάποιος διαπράττει το έγκλημα της κλοπής (Π.Κ.374) εις βάρος ενός πολύ πλούσιου ανθρώπου. Σκοπός του είναι να κρατήσει ορισμένα χρήματα για τον ίδιο και την οικογένειά του και τα υπόλοιπα να τα μοιράσει σε άπορες οικογένειες που τα έχουν ανάγκη. Η συγκεκριμένη κατάσταση φαίνεται να προκαλεί θετικές συνέπειες σε περισσότερα άτομα απ’ ό,τι αρνητικές. Το ερώτημα είναι το εξής: Η προαναφερθείσα συνθήκη προσιδιάζει πιο πολύ στον «Ρομπέν των Δασών» ή σε μια κατάσταση ασυδοσίας στην οποία ο καθένας μπορεί «να πάρει τον νόμο στα χέρια του»; Ποιος μπορεί να μετρήσει την ευτυχία και τον πόνο; Ακόμα και να βρεθεί κάποιος που να μπορεί να το κάνει, αρκούν τα εν λόγω συναισθήματα για να καθορίσουν τα σύστημα κανόνων και αξιών ενός κράτους;

[1] Άγγλος φιλόσοφος και νομικός (1748-1832)

[2] Άγγλος φιλόσοφος και πολιτικός οικονομολόγος (1806-1873)

[3] Γερμανός φιλόσοφος και επιστημολόγος (1724-1804)


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Sandel Michael J, Δικαιοσύνη: Τι είναι το σωστό;, Μετάφραση: Κιουπκιολής Αλέξανδρος, Εκδόσεις: Πόλις, Αθήνα, 2011
  • Παπαγεωργίου Κωνσταντίνος, Πόλεμος και δικαιοσύνη: Πολιτική φιλοσοφία για τον κόσμο, Εκδόσεις: Πόλις, Αθήνα, 2008

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Θεώνη Παπακωνσταντίνου
Θεώνη Παπακωνσταντίνου
Γεννήθηκε στην Πάτρα και ζει στην Αθήνα. Είναι 22 ετών και απόφοιτη του Τμήματος Νομικής του ΕΚΠΑ. Ήδη από τα σχολικά της χρόνια την ενδιέφερε η ενασχόληση με την εθελοντική εργασία, γι' αυτό και συνέχισε και κατά τα φοιτητικά της χρόνια συμμετέχοντας σε εθελοντικές ομάδες και οργανώσεις. Τα χόμπι της είναι η ζωγραφική, ο χορός, τα ταξίδια, η παρακολούθηση ταινιών στο σινεμά και το διάβασμα βιβλίων ψυχολογίας και αυτοβελτίωσης. Τώρα εργάζεται ως ασκούμενη δικηγόρος σε μια δικηγορική εταιρεία στην Αθήνα. Γνωρίζει Αγγλικά, Ισπανικά και Γαλλικά.