Της Μαρίας Ιορδανίδου,
Αναμφισβήτητα, η οθωμανική αυτοκρατορία υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες και ισχυρότερες αυτοκρατορίες στην παγκόσμια ιστορία. Κατείχε εδάφη από τη μέση Ανατολή και τη βόρεια Αφρική μέχρι και ένα μέρος της Ανατολικής Ευρώπης. «Κυρίαρχοι των τριών ηπείρων», όπως αυτοαποκαλούνταν οι σουλτάνοι της. Η αυτοκρατορία κατάφερε να αναδειχθεί σε έναν από τους πιο σημαντικούς ανταγωνιστές των τότε ισχυρών δυτικοευρωπαϊκών βασιλείων.
Η οθωμανική αυτοκρατορία ήταν ένα ισλαμικό κατά βάση κράτος, αλλά παράλληλα και πολυεθνικό, το οποίο ιδρύθηκε από τον Οσμάν Α΄ το 1299. Από αυτόν έλαβε και το όνομά της (Ο όρος «Οθωμανοί» αρχικά σήμαινε τους οπαδούς του Οσμάν). Οι Οθωμανοί, όπως και οι πρόγονοί τους, οι Σελτζούκοι, έλκουν την καταγωγή τους από τουρκομανικά φύλα, που κυριάρχησαν στη Μικρά Ασία και γενικότερα στην Εγγύς Ανατολή. Είναι προτιμότερο να αποφεύγουμε τον όρο «τουρκική αυτοκρατορία», για να μπορούμε να διαχωρίσουμε τους Οθωμανούς από τη σύγχρονη Τουρκία. Οι κάτοικοί της αυτοαποκαλούνταν μουσουλμάνοι ή απλώς Οθωμανοί, λαός δηλαδή του Οσμάν. Η λέξη «Τούρκος», ειδικότερα, για πολλές μουσουλμανικές περιοχές σήμαινε τον «απαίδευτο» Μικρασιάτη και είχε υποτιμητική χροιά.
Όπως όλες οι μεγάλες αυτοκρατορίες, έτσι και η οθωμανική βασιζόταν στη θρησκευτική και όχι στην εθνοτική ενότητα. Οι υπήκοοί της διακρίνονταν μεταξύ πιστών (μουσουλμάνοι) και άπιστων (ζιμμήδες). Η βασική τους διαφορά ήταν πως οι μουσουλμάνοι αναγνωρίζονταν ως ανώτεροι των ζιμμήδων (Χριστιανοί και Εβραίοι). Γι’ αυτό ακριβώς οι μουσουλμάνοι ραγιάδες (οι φορολογούμενοι) πλήρωναν λιγότερους φόρους από ό,τι οι αλλόθρησκοι ραγιάδες. Πολλοί ασπάζονταν το Ισλάμ για να αποφύγουν την υψηλή φορολογία.
Υπήρχε όμως και η κατηγορία των «ασκέρι», οι οποίοι αποτελούσαν κυρίως το διοικητικό και στρατιωτικό σώμα της αυτοκρατορίας και απαλλάσσονταν από τη φορολογία. Ασκέρι στην τουρκική σημαίνει «στρατιώτης», λέξη αραβοπερσικής προέλευσης. Το στρατιωτικό σύστημα της οθωμανικής αυτοκρατορίας ήταν αρκετά πολύπτυχο και μέχρι τον 17ο αιώνα σημαντικά προηγμένο σε σχέση με τις εκάστοτε ευρωπαϊκές στρατιωτικές δυνάμεις. Οι σπαχήδες (ιππείς) και οι Γενίτσαροι συγκροτούσαν τη βάση αυτού του συστήματος.
Οι Γενίτσαροι ίσως και να αποτελούν το πιο εντυπωσιακό και, ταυτόχρονα, το πιο απάνθρωπο κομμάτι της οθωμανικής ιστορίας. Πάνω τους στηρίχτηκε όλος ο θεσμός του παιδομαζώματος (devşirme), της συστηματικής δηλαδή αρπαγής νεαρών αγοριών, με μοναδικό στόχο τη δημιουργία ενός έμπιστου στρατού για τον σουλτάνο. Τα παιδιά αυτά προέρχονταν από χριστιανικές οικογένειες σλαβικής κυρίως καταγωγής, τα οποία εξισλαμίζονταν και ανατρέφονταν με αποκλειστικό στόχο να εισέλθουν στις διοικητικές και κρατικές υπηρεσίες του σουλτάνου. Τα περισσότερα, βέβαια, κατέληγαν στο ίδιο το σώμα των Γενίτσαρων, των «νέων στρατιωτών» όπως σημαίνει η ίδια η λέξη. Το παιδομάζωμα ως σύστημα καταργήθηκε οριστικά τον 17ο αιώνα και έπαψε να διεξάγεται τον 18ο.
Είναι υψίστης σημασίας το γεγονός πως τους απαγορεύονταν οποιαδήποτε οικογενειακή δέσμευση (μέχρι τον 16ο αιώνα) ή άσκηση άλλης εργασίας. Με αυτόν τον τρόπο κατέληξαν να γίνουν οι πιο φανατικοί και πιστοί υπηρέτες του «Πατισάχ» (ο αυτοκρατορικός τίτλος του Σουλτάνου). Βέβαια, ακόμα και ο πιο πιστός καμιά φορά δαγκώνει το χέρι που τον ταΐζει. Και μετά δεν χάνει μόνο το αξίωμά του, αλλά και το κεφάλι του.
Όταν δημιουργείς ένα επικίνδυνα ικανό στρατιωτικό σώμα για την αντιμετώπιση των εχθρών σου, είναι πιθανό κάποτε να απειλήσει και εσένα τον ίδιο. Σε διάφορες ιστορικές περιόδους οι γενίτσαροι έχουν προσπαθήσει να εξεγερθούν εναντίον της αυτοκρατορίας, απαιτώντας περισσότερη εξουσία και προνόμια. Ο αυξανόμενος με το πέρασμα των χρόνων αριθμός τους δυσκόλεψε τη χρηστή διοίκηση του σώματος, οδηγώντας τους σταδιακά στο ναδίρ τους. Είχαν αρχίσει να χάνουν τη φήμη τους ως πειθαρχημένων στρατιωτών και να αποκτούν αυτή των διεφθαρμένων αλαζόνων. Υπήρχαν και περιπτώσεις που διέπρατταν το απόλυτο έγκλημα: να εκθρονίσουν και να δολοφονήσουν τον ίδιο τον Σουλτάνο και τον Βεζίρη του. Χαρακτηριστική ήταν η εκτέλεση του Σουλτάνου Σελίμ Γ΄ το 1808, κατά τη διάρκεια μίας αμφιλεγόμενης περιόδου μεταρρυθμίσεων, που απειλούσαν τους Γενίτσαρους.
Ήταν η αρχή του λεγόμενου «Τανζιμάτ», της προσπάθειας της αυτοκρατορίας να προσαρμοστεί σε κάποια ευρωπαϊκά πρότυπα ή, όπως το ονομάζουν κάποιοι, να «εκσυγχρονιστεί». Ο Σουλτάνος Σελίμ Γ΄, λάτρης και μελετητής του δυτικού πολιτισμού, επέβαλε κάποιες μεταρρυθμίσεις, οι οποίες έμμεσα μείωναν την επιρροή και τη δύναμη του μεγάλου Βεζίρη και των πασάδων του. Θεωρούσε πως η αυτοκρατορία θα παρακμάσει, αν δεν «δυτικοποιηθεί». Η αργή και σταδιακή, όμως, πτώση της είχε ήδη ξεκινήσει και δεν θα προλάβαινε να την σταματήσει.
Φυσικά, ούτε οι γενίτσαροι γλύτωσαν από αυτό το κύμα μεταρρυθμίσεων. Στόχος του Σελίμ ήταν να γκρεμίσει το παλαιό, «εκφυλισμένο» πλέον καθεστώς μιλιταριστικής εξουσίας των Γενίτσαρων, οι οποίοι αρνούνταν να εκσυγχρονιστούν και πάνω στα ερείπια να σχηματιστεί ένας νέος, ευρωπαϊκής μορφής στρατός (Nizam-I Cedid=«Νέα Τάξη»). Ίδρυσε τις πρώτες στρατιωτικές σχολές και ενίσχυσε τη μιλιταριστική πειθαρχία. Στιγματισμένος, όμως, από την ήττα της αυτοκρατορίας στον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1787-1792 και από τη μεγάλη δυσαρέσκεια που προκάλεσαν οι μεταρρυθμίσεις του, δολοφονήθηκε πριν προλάβει να ολοκληρώσει το σχέδιό του.
Τα ηνία έρχεται να αναλάβει ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β΄ «ο μεταρρυθμιστής», συνεχίζοντας το έργο του Σελίμ και καταργώντας οριστικά το μακρόχρονο τάγμα των Γενίτσαρων. Αλλά και το δικό του μονοπάτι θα είναι αρκετά δύσβατο. Η βασιλεία του συμπίπτει με την ήττα της αυτοκρατορίας στον ακόλουθο ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1806-1812, αλλά και με την ελληνική και σερβική ανεξαρτησία. Η επιτυχημένη ελληνική εξέγερση, μάλιστα, ήταν το τελειωτικό χτύπημα για την τύχη των γενίτσαρων, καθώς έκανε πιο εμφανή την ανικανότητά τους να καταστείλουν την επανάσταση.
Το πλήρωμα του χρόνου φτάνει επιτέλους στο 1826, όταν ο Μαχμούτ διατάζει την ωμή και βίαιη διάλυση του σώματος, σφάζοντάς τους στην κυριολεξία και καταστρέφοντας το στρατόπεδό τους στην Κωνσταντινούπολη. Ο στόχος του εξαρχής δεν ήταν να τους εκσυγχρονίσει, όπως σκόπευε ο Σελίμ. Ήθελε να τους εξαλείψει ολοκληρωτικά και να τους αντικαταστήσει κατά το πρότυπο των αιγυπτιακών στρατευμάτων του Ιμπραήμ Πασά μετά τη νικητήρια ανάδειξή του στην άλωση του Μεσολογγίου. Το συμβάν αυτό έμεινε στην ιστορία με την ονομασία «Βακάι-Χαϊριγιέ», που σημαίνει «ευνοϊκό γεγονός». Για μήνες οι σπαχήδες και το σύγχρονο πυροβολικό κυνηγούσαν τους διάσπαρτους Γενίτσαρους, για να τους φυλακίσουν ή να τους σκοτώσουν.
Παρόλο το μεταρρυθμιστικό του έργο, ούτε ο Μαχμούτ κατάφερε να γλυτώσει την αυτοκρατορία από την παρακμή της. Είχε ήδη αρχίσει να χάνει σημαντικά εδάφη και να υποχρεούται σε συμβιβαστικά σύμφωνα και συνθηκολογήσεις. Ειδικότερα, μετά την απώλεια των γενίτσαρων δύσκολα μπόρεσε να ορθοποδήσει στρατιωτικά. Είχε μπει πλέον στην τελική ευθεία, προς το τέλος που επιφύλασσε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος για όλες τις μεγάλες αυτοκρατορίες και κανείς δεν μπορούσε να αλλάξει αυτήν την κατεύθυνση. Αυτό που μένει στο τέλος είναι η μνήμη μιας τεράστιας πολύχρονης αυτοκρατορίας, η οποία ανέπτυξε έναν ιδιαίτερο πολιτισμό. Ήταν μία αυτοκρατορία, όπως όλες οι άλλες, η οποία αφού ολοκλήρωσε τον κύκλο της διαλύθηκε, δίνοντας ζωή στο σύγχρονο κράτος της Τουρκίας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Fhw.gr, Τανζιμάτ. Διαθέσιμο εδώ
- Greekworldhistory.blogspot.com, Οι Οθωμανοί Γενίτσαροι. Διαθέσιμο εδώ
- Maxmag.gr, Οι Οθωμανοί και το παιδομάζωμα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Διαθέσιμο εδώ
- Mixanitouxronou.gr, Γιατί ο σουλτάνος Μαχμούτ Β’ έσφαξε χιλιάδες…του στρατιωτικού παρακράτους. Διαθέσιμο εδώ
- Κολοβός, Ηλίας & Παναχί, Σχαριάτ Μοχαμάντ (2021), Η οργή του Σουλτάνου: Αυτόγραφα διατάγματα του Μαχμούτ Β΄ το 1821, Αθήνα: Εκδ. ΕΑΠ