Της Αιμιλίας Δρακάκη,
Έπειτα από την αποτυχία της Μικρασιατικής εκστρατείας και την ήττα του ελληνικού στρατού, ακολούθησαν οι γνωστές ολέθριες συνέπειες για τον ελληνικό πληθυσμό της περιοχής. Η φυγή και ο ξεριζωμός από την πατρίδα ήταν μονόδρομος. Γη σωτηρίας και ελπίδας αποτελούσε πλέον η Ελλάδα, η οποία στο εσωτερικό της είχε ήδη να αντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες. Από τη μία τα απομεινάρια του εθνικού διχασμού και η έντονη αντιπαλότητα ανάμεσα σε βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς, δεν επέτρεπαν την ύπαρξη σταθερού πολιτικού συστήματος. Από την άλλη, η ήττα και η καταστροφή στη Μικρά Ασία όξυναν ακόμα περισσότερο τις διαφωνίες, και σε συνδυασμό με σοβαρά οικονομικά προβλήματα οδήγησαν σε αγανάκτηση την κοινή γνώμη.
Μέσα σε αυτό το καθόλου ευνοϊκό κλίμα, η ελληνική πολιτεία κλήθηκε να διαχειριστεί τον μεγάλο αριθμό προσφύγων που έφτασε από τα παράλια της Μικράς Ασίας, με στόχο την αποκατάσταση και ενσωμάτωσή τους. Πράγματι, μετά από κάποιο χρόνο οι πρόσφυγες κατάφεραν να αποκατασταθούν, εξασφαλίζοντας αρχικά την επιβίωση, ωστόσο μεγάλη μερίδα του ντόπιου πληθυσμού εξακολουθούσε να τους αντιμετωπίζει με καχυποψία, δυσχεραίνοντας την κοινωνική τους ενσωμάτωση. Αυτό βέβαια δεν εμπόδισε σε καμία περίπτωση τους Μικρασιάτες να συμμετέχουν ενεργά σε πολλούς τομείς της ζωής στην Ελλάδα. Πολλοί από αυτούς διέπρεψαν στις τέχνες, τον πολιτισμό, τη λογοτεχνία, τη μουσική, τις επιχειρήσεις, ενώ από πολύ νωρίς συμμετείχαν ενεργά στην πολιτική ζωή της χώρας.
Πριν ακόμη την εξασφάλιση στέγης και εργασίας, οι πρόσφυγες έλαβαν την ελληνική ιθαγένεια, καθώς και πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Στη συνέχεια εντάχθηκαν στο κόμμα του Βενιζέλου τόσο ως ψηφοφόροι όσο και ως πολιτευτές, βουλευτές και υπουργοί. Ήδη από το διάστημα πριν την καταστροφή, ο βενιζελισμός και η Μεγάλη Ιδέα εξέφραζαν τα αισθήματα της συντριπτικής πλειοψηφίας του αλύτρωτου μικρασιατικού ελληνισμού, οι οποίοι ανυπομονούσαν να ενωθούν με την πατρίδα και να ζουν πλέον ως Έλληνες, σε ελληνικό έδαφος χωρίς κίνδυνο και εχθρότητες. Επομένως, η τοποθέτηση των προσφύγων υπέρ του Βενιζέλου ήταν απόλυτα λογική και αναμενόμενη.
Επίσης, κατά την είσοδό τους στην Ελλάδα μετά την καταστροφή, ο βενιζελισμός έγινε από την πρώτη στιγμή ο μοναδικός φορέας που έδρασε ενεργά και συστηματικά, αναλαμβάνοντας το δύσκολο έργο της αποκατάστασης και ενσωμάτωσης. Χάρη σε αυτές τις προσπάθειες, πάνω από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες απέκτησαν περίθαλψη, στέγαση, καλλιεργήσιμη γη, αποζημιώσεις, και πρόσβαση σε προσφυγικά δάνεια, υπό την αιγίδα της Κοινωνίας των Εθνών (ΚτΕ) και με τη συμβολή της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ) για την αξιοποίησή τους. Τέλος, η άμεση σύνδεση του βασιλιά και της αντιβενιζελικής κυβέρνησης του ‘22 με την Μικρασιατική καταστροφή, υπήρξε προφανώς καταλύτης όσον αφορά την πολιτική τοποθέτηση των προσφύγων. Στις επόμενες εκλογές η ψήφος των προσφύγων εξασφάλισε στον Βενιζέλο την επανεκλογή, ενώ στο δημοψήφισμα του 1924 υποστήριξε και την μετατροπή του πολιτεύματος σε αβασίλευτη δημοκρατία.
Όσον αφορά την εκπροσώπηση και την πολιτική δράση των προσφύγων, αυτή ήταν μάλλον μικρή, ιδιαίτερα κατά τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασής τους. Παρόλο που αποτελούσαν πλέον περίπου το 20 τοις εκατό του συνολικού πληθυσμού της χώρας, οι εκπρόσωποι των προσφύγων λάμβαναν κατά μέσο όρο το 12 τοις εκατό των θέσεων στο κοινοβούλιο. Τα δύο αμιγώς προσφυγικά κόμματα που ιδρύθηκαν ήταν το Κόμμα Αποκατάστασης Προσφύγων το 1924 και το Ριζοσπαστικό Κόμμα το 1926. Από την αρχή της ύπαρξής τους τα κόμματα αυτά αντιμετώπισαν πολλά προβλήματα και έτσι δεν κατάφεραν να εξελιχθούν περαιτέρω σε υπολογίσιμη πολιτική δύναμη. Οι πρόσφυγες παρέμεναν απόλυτα πιστοί στο κόμμα του Βενιζέλου, ακόμα και όταν τα δύο νεοσύστατα κόμματα προσπάθησαν να αναδείξουν τα προβλήματα και τις παραλείψεις της βενιζελικής πολιτικής στο θέμα της αποκατάστασης των προσφύγων. Στα τέλη του 1924 συστάθηκε η ανεξάρτητη προσφυγική ομάδα των πληρεξουσίων. Ο λόγος της δημιουργίας της ήταν η ελλιπής προαγωγή των προσφυγικών συμφερόντων και η επιθυμία των προσφύγων για ομοφωνία των αντιπροσώπων τους χωρίς την ύπαρξη κομματικών διαχωρισμών.
Η υπογραφή της Σύμβασης της Άγκυρας από την Ελλάδα και την Τουρκία το 1930, η οποία ακύρωνε τις διεκδικήσεις των προσφύγων για τις περιουσίες που είχαν εγκαταλείψει, αποτέλεσε σημείο καμπής για την πολιτική συμπεριφορά των προσφύγων. Η ευρεία απογοήτευση από αυτό το αποτέλεσμα οδήγησε σε σημαντική στροφή προς την αριστερά, καθώς και σε γενικότερη «ταξική συσπείρωση». Η περαιτέρω πολιτική στροφή προς τον αντιβενιζελισμό προκλήθηκε επίσης από ανυπόστατες υποσχέσεις για αποζημίωση και αποκατάσταση των χαμένων περιουσιών στην Ανατολή εκ μέρους του Λαϊκού κόμματος. Επίσης, ένα σημαντικό μέρος του προσφυγικού πληθυσμού εντάχθηκε στο Κομουνιστικό Κόμμα (Κ.Κ.Ε.), ωστόσο σε καμία περίπτωση αυτό δεν αποτελούσε την πλειοψηφία, όπως συχνά υποστηρίζεται. Οι πρόσφυγες προέρχονταν κυρίως από την αστική τάξη και επιθυμούσαν να επανέλθουν σε αυτή στη νέα τους πατρίδα. Επομένως, η ψήφος στο Κ.Κ.Ε. σε εκείνη τη φάση ήταν περισσότερο μία δήλωση διαμαρτυρίας παρά ουσιαστική υποστήριξη, γεγονός που όμως δεν εμπόδισε το Κομουνιστικό Κόμμα να ενισχυθεί και να αυξήσει την επιρροή του.
Οι πρόσφυγες αποτέλεσαν για μια δεκαετία και πλέον πηγή ψήφων για τη βενιζελική παράταξη. Η πλήρης παραχώρηση πολιτικών δικαιωμάτων είχε ως βαθύτερο στόχο την ένταξή τους στην κοινωνία ως ισότιμοι Έλληνες πολίτες ανάμεσα σε Έλληνες, κάτι που όμως δεν γνώρισε αποδοχή από τον ντόπιο πληθυσμό. Για πολλά χρόνια ακόμη οι πρόσφυγες εξακολουθούσαν να αντιμετωπίζονται με καχυποψία και εχθρότητα. Ωστόσο, οι ίδιοι δεν παρέμειναν στο περιθώριο, αντιθέτως επέλεξαν να πολιτικοποιηθούν ενεργά, ορισμένες φορές καθοριστικά για το αποτέλεσμα, καθώς ήταν αναμφισβήτητα μία υπολογίσιμη ομάδα με συνείδηση, η οποία πάντα υπερασπιζόταν και διεκδικούσε τα συμφέροντά της.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Συλλογικό Έργο (1978), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΕ΄, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών
- John S. Koliopoulos & Thanos M. Veremis (2009), Modern Greece – A History since 1821, New Jersey: Wiley-Blackwell