Του Θανάση Κουκόπουλου,
Στο β΄ μισό του 14ου αι. ιδρύθηκε στη χερσόνησο της Κριμαίας ένα «πριγκιπάτο» από απογόνους ενός Έλληνα τοπάρχη. Διοικητικό κέντρο του ήταν το κάστρο της Θεοδωρούς ή των Θεοδώρων (Mangoup στην ταταρική γλώσσα). Η θέση ταυτίζεται με την αρχαία πόλη Δόρος των Γότθων της Κριμαίας, γνωστή και ως «κάστρον τῆς Γοτθίας». Βρίσκεται σε απόσταση 20 περίπου χιλιομέτρων ανατολικά της Σεβαστούπολης. Οι ηγεμόνες αυτού του κρατιδίου αποκαλούνται στις πηγές ως «αὐθένται τῆς πόλεως Θεοδωροῦς καὶ τῆς παραθαλασσίας» και στα ιταλικά “Signori de lo Teodoro e domini Gothie”. Ασπάζονταν τις ορθόδοξες χριστιανικές αξίες και την αυτοκρατορική ιδεολογία.
Συνήψαν επιγαμίες με τους Παλαιολόγους της Κωνσταντινούπολης, τους Μεγαλοκομνηνούς της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, αλλά και τους βοεβόδες της Μολδαβίας. Θα αναφερθούν ενδεικτικά κάποια παραδείγματα. Το 1426 η κόρη του Αλεξίου της Θεοδωρούς, Μαρία, αναχώρησε για την Τραπεζούντα, όπου παντρεύτηκε τον αυτοκράτορα Δαυίδ Κομνηνό. Το 1471 ο τελευταίος Έλληνας ηγεμόνας του κράτους, Ισαάκ Παλαιολόγος Γαβράς, αποπειράθηκε να παντρέψει την κόρη του με τον γιο του Ρώσου ηγεμόνα Ιβάν Γ΄.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση της αδελφής ή εξαδέλφης του Ισαάκ, Μαρίας, η οποία στις 14 Σεπτεμβρίου του 1472 νυμφεύθηκε στη Suceava τον βοεβόδα της Μολδαβίας, Στέφανο τον Μέγα (1457-1504). Το γεγονός αυτό εντάσσεται στο πλαίσιο της λεγόμενης «πολιτικής της Μαύρης Θάλασσας», την οποία ακολούθησε ο Στέφανος, προκειμένου να αυξήσει το κύρος και τη δύναμη του κράτους του. Ο γάμος με τη Μαρία τον συνέδεε αυτομάτως με τους αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης και της Τραπεζούντας. Ωστόσο, καθώς συνειδητοποιούσε ότι το πριγκιπάτο δεν συμμορφωνόταν με την πολιτική του, έστειλε τον Αλέξανδρο, έτερο αδελφό του ηγεμόνα των Θεοδώρων, μαζί με έναν Μολδαβό αντιπρόσωπο να τον σκοτώσει. Το 1475 το κάστρο του Mangoup κατελήφθη από τους Οθωμανούς, κατόπιν σκληρής πεντάμηνης πολιορκίας. Ανάμεσα στους τελευταίους υπερασπιστές του συγκαταλέγονταν και 300 Μολδαβοί στρατιώτες.
Από το πριγκιπάτο αυτό μας σώζονται εξαιρετικά αρχιτεκτονικά και καλλιτεχνικά κατάλοιπα. Παρατηρείται εκλεκτικισμός βυζαντινών, ανατολικών και γενουατικών στοιχείων. Ήδη από τον 16ο αι. ένας περιηγητής ονόματι Bronconius κάνει αναφορές για λείψανα σημαντικών κτισμάτων εντός του κάστρου Mangoup. Σήμερα σώζονται σε αρκετά καλό ύψος κατάλοιπα από το ανάκτορο στην ακρόπολη του φρουρίου. Το καλύτερα διατηρημένο μνημείο είναι ένα ορθογώνιο διώροφο κτίριο με ορθογώνια παράθυρα.
Από το παλάτι που οικοδόμησε το 1425 ο ηγεμόνας Αλέξιος σώζεται το δεξιό τμήμα του υπερθύρου με την πεντάστιχη κτητορική επιγραφή, που ανακαλύφθηκε το 1912 από τον R. Loeper. Ο ίδιος συμπλήρωσε και το χαμένο κομμάτι:
[ἐκτίσθη ὁ οἶκος οὗ]τος μετὰ τοῦ παλατ
[ίου καὶ σὺν τῷ εὐ]λογημένῳ κάστρ
[ῳ, ὃ νῦν ὁρᾶται, ὑπὸ] ἡμερῶν κυροῦ Ἀλ
[εξίου αὐθέντου πόλεω]ς Θεοδωροῦς καὶ πα
[ραθαλασσίας μηνὶ Ὀκτ]οβρίῳ ἔτους ϞϡΛΔ΄ (6954=1425)
Ο Bertier Delagarde υποστήριξε ότι η λέξη «πύργος» πρέπει να αντικαταστήσει τη λέξη «οἶκος». Το ίδιο ισχυρίστηκε και ο Alexandar Vasiliev. Η πλάκα διατηρεί, ακόμα, και το μισό μονόγραμμα του Αλεξίου μέσα σε αμυγδαλόσχημο θυρεό, ενώ στο δεξί άκρο παριστάνεται δικέφαλος αετός, επίσης εντός αμυγδαλόσχημου πλαισίου. Αξίζει να αναφερθεί και το έκπαγλο λιθόγλυπτο πλαίσιο ενός παραθύρου με ένα αλυσιδόμορφο μοτίβο, στο οποίο εντοπίζονται επιρροές της ισλαμικής τέχνης.
Πέρα από την πρωτεύουσα μας σώζονται και άλλα κάστρα, γλυπτά σαρκοφάγων και άλλες κτητορικές επιγραφές. Στο φρούριο της Funa στα νότια της χερσονήσου ανακαλύφθηκε η πλάκα μίας ψευδοσαρκοφάγου με πλούσιο διάκοσμο, τμήματα του οποίου αποτελούν ανάγλυφα μετάλλια που περικλείουν ελληνικά μονογράμματα. Σε αυτά συμπεριλαμβάνεται και ένας δικέφαλος αετός με ανοιχτά φτερά, εστεμμένες κεφαλές και κρινάνθεμο ανάμεσά τους.
Στην ιστορική μονή Putna στη Ρουμανία σώζεται το καταπληκτικό επιτάφιο ύφασμα της Μαρίας, συζύγου του Στεφάνου του Μεγάλου. Τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν είναι το μετάξι (διάφορα χρώματα) και χρυσά νήματα. Τις παρυφές του υφάσματος περιτρέχει η εξής επιγραφή: «Αυτό είναι το κάλυμμα του τάφου της δούλης του Θεού, της ευσεβούς και χριστοφιλούς συζύγου του Ιωάννη Στεφάνου, βοεβόδα της χώρας της Μολδαβίας, η οποία αναχώρησε για την αιώνιά [της] κατοικία το έτος 1476, τη 19η του μηνός Δεκεμβρίου, Παρασκευή, την πέμπτη ώρα της ημέρας». Ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι φιλοτεχνήθηκαν μετάλλια με δικέφαλους αετούς, καθώς και το μονόγραμμα των Παλαιολόγων. Σύμφωνα με την παράδοση, η ίδια η Μαρία ήταν κεντήτρια.
Εδώ εικονίζεται κάτω από ένα οξυκόρυφο πεταλόσχημο τόξο. Φοράει στέμμα με δύο ζώνες από μπλε και κόκκινους πολύτιμους λίθους και με έντονα προεξέχοντα φυτόμορφα ακρωτήρια. Από αυτό κρέμονται πρεπενδούλια (=στήλες από πολύτιμους λίθους και μαργαριτάρια) σύμφωνα με τη βυζαντινή αυτοκρατορική παράδοση. Στο ένδυμά της εικονίζονται άνθη ροδιάς μέσα σε ριπιδιόσχημα (=με μορφή βεντάλιας) φύλλα.
Συμπερασματικά, έγινε αντιληπτό από τα παραπάνω πως η αυλαία της ιστορίας του μεσαιωνικού ελληνισμού δεν πέφτει ούτε το 1453, ούτε το 1461 (άλωση της Τραπεζούντας), αλλά το 1475 με την κατάλυση του πριγκιπάτου των Θεοδώρων.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Ανδρούδης, Πασχάλης (2019), Βυζαντινή Γλυπτική και Μικροτεχνία, Θεσσαλονίκη: Εκδ. Μπαρμπουνάκης
- Ανδρούδης, Πασχάλης (2022), Κοσμική Τέχνη και Αρχιτεκτονική στο Βυζάντιο (4ος-15ος αι.), Θεσσαλονίκη: Εκδ. Μπαρμπουνάκη
- Συλλογικό Έργο (2004), Byzantium: Faith and Power (1261-1557), New Haven: Yale University Press
- Συλλογικό Έργο (2020), From Pax Mongolica to Pax Ottomanica: War, Religion and Trade in the Northwestern Black Sea Region (14th-16th Centuries), Leiden: Brill