Του Εμμανουήλ Νικόλαου Ματθαιάκη,
Σύμφωνα με τη θεωρία της πολύπλοκης αλληλεξάρτησης των J. Nye και R. Kohane, o προσδιορισμός της ισχύος είναι μία δύσκολη συνθήκη, σε σύγκριση με παλαιότερα. Η δυσκολία αυτή προκύπτει από τη δυσκολία μετάφρασης, σε όρους ισχύος, πλεονεκτημάτων που έχουν αποκτηθεί από έναν συγκεκριμένο τομέα και η αξιοποίησή τους συνδυαστικά με έναν άλλο. Για παράδειγμα, η ολοένα και αυξανόμενη ανάπτυξη της τεχνολογίας διαμορφώνει έναν χαρακτήρα, όπου μετά από ένα σημείο δύσκολα μπορεί να μετατραπεί και να διαμορφωθεί, ώστε να υπάρξει αξιοποίησή της σε έναν συγκεκριμένο τομέα, όπως στην άμυνα ή την οικονομία.
Απεναντίας, αυτό το οποίο χαρακτηρίζει αυτή την εποχή είναι η αλληλεξάρτηση που διέπει τα κράτη. Συγκεκριμένα, η θεωρία αυτή προωθήθηκε επιτυχημένα ύστερα από το πέρας του Ψυχρού Πολέμου, όταν το ανατολικό μπλοκ κατέρρευσε και, ουσιαστικά, τα κράτη τη σκληρή ισχύ που απέκτησαν, προσπάθησαν να την επωφεληθούν διαφορετικά.
Έτσι, η αλληλεξάρτηση προκύπτει από τη ροή των διεθνών συναλλαγών, χρημάτων, παραγωγικών συντελεστών, ανθρώπινου δυναμικού, αλλά και πληροφοριών. Επομένως, το αφήγημα της αλληλεξάρτησης είναι σημαντικό να τονιστεί πως χτίστηκε πάνω στη σκέψη πως στον σύγχρονο κόσμο, η σκληρή ισχύ ήταν πλέον περιττή, έως και άχρηστη. Αντίθετα, η θεωρία του Ρεαλισμού προτάσσει πως η αυξανόμενη αλληλεξάρτηση εγκυμονεί κινδύνους και δημιουργεί αδυναμίες και προσπάθειες ελέγχου από το ένα κράτος στο άλλο. Η αλληλεξάρτηση της Γερμανίας από το ρωσικό φυσικό αέριο και το έργο του Nord Stream I, μιας εκ των ηγετικών δυνάμεων της Γηραιάς Ηπείρου, έφερε σε άβολη και δύσκολη θέση την Ε.Ε., όπου η τελευταία θα κληθεί να δώσει μια μάχη για παροχή ενέργειας στα κράτη μέλη από τρίτα κράτη.
Ανώτατοι αξιωματούχοι της Γερμανίας αποδείχθηκαν αδιάβαστοι και κυρίως κοντόφθαλμοι. Από ό,τι φαίνεται μπέρδεψαν δυο όμοιες, αλλά σε καμία περίπτωση ταυτόσημες έννοιες, τη διασύνδεση και την αλληλεξάρτηση. Οι πολιτικές της Γερμανίας χαρακτηρίζονται από τη δεύτερη. Υπάρχει διασύνδεση όσον αφορά τη μεταφορά φυσικού αερίου από τη Ρωσία στη Γερμανία, αλλά υπάρχει και επικίνδυνα υψηλή αλληλεξάρτηση, όταν η παροχή αυτή είναι αποκλειστική ευθύνη των Ρώσων, ενός κράτους που δείχνει να συμπορεύεται με όποια αντι-δυτική δύναμη βρεθεί στον δρόμο της και κυρίως με την Κίνα.
Είναι απόλυτα λογικό μια χώρα σε ένα σύστημα ανταγωνιστικό και αυτοβοήθειας να επιστρατεύσει κάθε μέσο και μέθοδο, για να διεκδικήσει τα εθνικά της συμφέροντα. Επομένως, σε μια σχέση αλληλεξάρτησης, το κράτος το οποίο εξαρτάται, ωθείται στην εξάρτηση όλο και περισσότερο, ώστε η επιλογή απαλλαγής από αυτήν να καταλήξει περισσότερο κοστοβόρα, άρα η εξάρτηση να καταστεί αναπόφευκτη. Η απειλή της διακοπής των εμπορικών τους σχέσεων εντάσσεται στη διπλωματική φαρέτρα των κρατών που επιχειρούν τέτοια σχέδια και αποτελεί σημαντικό όπλο πίεσης.
Οι υπέρμαχοι της θεωρίας της αλληλεξάρτησης διατείνονται πως ένα σύστημα που διακρίνεται από αυτήν χαρακτηρίζεται για τη σταθερότητα του. Αυτό είναι και το κύριο επιχείρημα, πως η σταθερότητα που προκύπτει είναι προς το συμφέρον όλων των κρατών να διατηρήσουν (δυνάμεις status quo). Χωρίς, βέβαια, να σημαίνει πως απαλείφονται οι διαμάχες. Παραμένει ως γεγονός το ότι οι δρώντες θα προσπαθήσουν να επωφεληθούν όσο το δυνατόν περισσότερο από αυτή τη συνθήκη, όπου ο νικητής θα είναι ο λιγότερο εξαρτημένος. Υπάρχει, όμως, το εξής ζήτημα: Ο Putin δεν έδειξε ποτέ πως προκρίνει τη σταθερότητα. Το 2008 εισέβαλε στη Γεωργία, το 2014 στην Κριμαία και σήμερα στην Ουκρανία, με τις γνωστές αφορμές που όλοι οι αυταρχικοί ηγέτες δείχνουν να χρησιμοποιούν. Επομένως, το επιχείρημα αυτό είναι αδύνατο να χρησιμοποιηθεί.
Η ισχύς στο διεθνές σύστημα είναι προσδιοριστικός παράγοντας της επιβίωσης ενός κράτους. Η κατανόησή της, επειδή ακριβώς δεν μετριέται μόνο στρατιωτικά, αποτελεί ρευστό ζήτημα. Γι’ αυτό, στο πλαίσιο της εξάρτησης, ερευνάται η ευαισθησία και η ευπάθεια ενός δρώντα. Όσον αφορά την ευαισθησία αποτελεί το ισοζύγιο συναλλαγών ενός κράτους. Δηλαδή, το ποσοστό των εισαγωγών και το πόσο αυτό δυνητικά μπορεί να επηρεάσει τη πολιτική του κράτους. Η ευπάθεια εξαρτάται από τη δυνατότητα του δρώντα να επανακαθορίσει τις πηγές του και την ικανότητα ανάληψης του σχετικού οικονομικού κόστους. Η ευπάθεια, δηλαδή, αποτελεί μέρος της στρατηγικής ενός κράτους, ενώ η ευαισθησία εντάσσεται περισσότερο στο “situational awareness”.
Στην περίπτωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η προσπάθεια των κρατών μελών να απεμπλακούν από το ρωσικό φυσικό αέριο φαίνεται να είναι αρκετά κοστοβόρα, πολιτικά και οικονομικά. Η Γερμανία, ακόμη και την ώρα που οι Ουκρανοί «σύμμαχοι» μάχονται στα χαρακώματα, συνέχιζε να στηρίζει το έργο του Nord Stream I, με την επακόλουθη κατακραυγή από τα υπόλοιπα κράτη μέλη και το ρίσκο να διαβρωθεί η ενότητα της Ένωσης. Παράλληλα, άλλο παράδειγμα αποτελεί η κυβέρνηση Mario Draghi στην Ιταλία που, τελικά, ανετράπη, στην προσπάθειά της για εύρεση εναλλακτικής στο ζήτημα της εισαγωγής ενέργειας.
Το γεγονός αυτό είναι αξιοσημείωτο, αν σκεφτεί κανείς πως η Ιταλία είναι από τις πιο ισχυρές της Ένωσης. Αν αποσυρθεί από την κοινή πολιτική της απεμπλοκής, τότε το μόνο σίγουρο είναι πως και άλλες χώρες θα ακολουθήσουν. Η ενότητα της Γηραιάς Ηπείρου τίθεται υπό αμφισβήτηση, όταν υφίσταται τις οικονομικές και πολιτικές συνέπειες της άνευ όρων στήριξης της Ουκρανίας. Ως εκ τούτου, ακόμη και το μακρόπνοο σχέδιο περί Πράσινης Ενέργειας μοιάζει διακριτικά να εξαφανίζεται, καθώς τα κράτη μέλη συγκεντρώνουν τους πόρους και τη προσοχή τους για τη κάλυψη βραχυπρόθεσμων αναγκών ενέργειας.
Συμπερασματικά, αυτό που έφερε την Ένωση σε αυτό το επίπεδο είναι η κοντόφθαλμη και εγωιστική πολιτική εκ μέρους λίγων κρατών. Πανάκεια, λοιπόν, αποτελεί η πολιτική που θα ακολουθηθεί από όλους για όλους. Ένα σχέδιο από το οποίο θα απορρέουν οφέλη για όλα τα κράτη μέλη. Οι δύσκολες στιγμές είναι εκείνες όπου η ενότητα χρειάζεται περισσότερο. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα κληθεί και ήδη αντιμετωπίζει μια τεράστια κρίση, ως συνέπεια της υπεράσπισης της Ουκρανίας.
Βραχυπρόθεσμα, προκειμένου να αποκοπεί από τα ενεργειακά δεσμά της Ρωσίας, θα δυσκολευτεί αρκετά. Οι εναλλακτικές πηγές ενέργειας που υπάρχουν είναι αρκετά κοστοβόρες, με απότοκο την προσαρμογή των προϋπολογισμών και την απόρριψη πολιτικών, ώστε να ικανοποιηθούν οι αναδυόμενες αυτές ανάγκες. Μακροπρόθεσμα, αν καταφέρει και διατηρήσει την ενότητα και τη συνοχή της, δεδομένο είναι πως θα βγει δυνατότερη και ισχυρότερη.
Σε αυτό το σημείο, η Ε.Ε. θα κληθεί να κάνει μια επιλογή, ανάμεσα στη στήριξη του αζέρικου φυσικού αερίου, με τα παράγωγα τα οποία διαφαίνονται από τη στήριξη του Αζερμπαϊτζάν στον Putin, ή την επιλογή του East Med, που προωθείται από δυνάμεις status quo, που στηρίζουν το διεθνές δίκαιο και μέσω αυτού διευθετούν κάθε ζήτημα που προκύπτει. Η εναλλακτική του τελευταίου πλάνου μοιάζει ιδανική, καθώς δύο εκ των συμμετεχόντων αποτελούν μέλη της Ένωσης, επομένως δεν υπάρχει ζήτημα ευαισθησίας. Η στήριξη τέτοιων σχεδίων αποτελούσε πολύ σημαντική εναλλακτική, τώρα αποτελεί μονόδρομο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Europe Needs a Grand Bargain on Energy, Foreign Affairs, διαθέσιμο εδώ
- Canada waives Russia sanctions to ease Germany’s gas shortage, Financial Times, διαθέσιμο εδώ
- Power and Interdependence, R.Kohane, J. (2011), Αθήνα, εκδόσεις: Pearson Education.
- Can Russia Divide Europe? Foreign Affairs, διαθέσιμο εδώ