Του Γιώργου Κοσματόπουλου,
Το ΠΑΣΟΚ εξακολουθεί να διατηρεί ψηλά στην ατζέντα του το ζήτημα της παρακολούθησης του Προέδρου του, καθώς και της απόπειρας παγίδευσης του κινητού του τηλεφώνου με το κατασκοπευτικό λογισμικό Predator. Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση κάνει το παν για να χαμηλώσει τους τόνους στο συγκεκριμένο θέμα, ενώ διάφοροι μιντιακοί παράγοντες μιλούν για τον κίνδυνο εγκλωβισμού του ΠΑΣΟΚ σε μια μονοθεματική στρατηγική. Τελικά, αυτός ο κίνδυνος είναι υπαρκτός;
Ας τα πάρουμε από την αρχή: Οποιοδήποτε κόμμα θα αξιοποιούσε μια τέτοια συνθήκη, στοχεύοντας στα μέγιστα δυνατά οφέλη. Τούτο για να συμβεί, επιβάλλεται το επίμαχο θέμα να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας για όσο το δυνατόν περισσότερο. Το παράξενο και το παράλογο, επομένως, θα ήταν ο Νίκος Ανδρουλάκης να κάνει την τεράστια χάρη στον Κυριάκο Μητσοτάκη και να σιωπήσει και την επίσης τεράστια χάρη στον Αλέξη Τσίπρα να καρπωθεί μόνος του την όποια κυβερνητική ζημιά προκύψει. Είναι, επίσης, λογικό κι αναμενόμενο, το ζήτημα που βρίσκεται στην πρώτη γραμμή να επισκιάζει ως έναν βαθμό τα υπόλοιπα. Η θέση προτεραιοτήτων δεν καθιστά κάποιον μονοθεματικό.
Αφετέρου, ευλόγως θα μπορούσε κάποιος να αντιτείνει ότι σύμφωνα με τις έρευνες που δημοσιοποιήθηκαν λίαν προσφάτως, η συντριπτική πλειοψηφία της κοινής γνώμης δε φαίνεται να ενδιαφέρεται τόσο για την παρακολούθηση του Νίκου Ανδρουλάκη όσο για την οικονομική κατάσταση που διαρκώς χειροτερεύει. Αυτό έχει εξήγηση: Αφενός, σε μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας έχει εμπεδωθεί η αντίληψη ότι λίγο-πολύ όλες οι κυβερνήσεις αυτά κάνουν. Κατά συνέπεια, είναι δύσκολο να αγκαλιάσει ως θύμα ένα πρόσωπο που ηγείται ενός συστημικού και επί χρόνια κυβερνητικού κομματικού φορέα.
Ακόμα, είναι γεγονός ότι η επίκληση της παραβίασης της συνταγματικής τάξης δεν έχει μεγάλη τύχη. Απ’ τη μια, η έλλειψη πολιτειακής παιδείας των Ελλήνων είναι γεγονός. Αν συνδυαστεί και με τη χαλάρωση των δημοκρατικών αντανακλαστικών σε περιόδους οικονομικών κρίσεων και τη γενικότερη απαξίωση του πολιτικού συστήματος στη συνείδηση σημαντικότατης μερίδας του ελληνικού λαού, τότε η εξαγωγή του πορίσματος δεν είναι δύσκολη. Κακά τα ψέματα, ο μέσος πολίτης που δεν έχει να πληρώσει το ρεύμα, που δυσκολεύεται να αγοράσει τρόφιμα και που περιμένει να ξεπαγιάσει τον χειμώνα, ουδεμία διάθεση έχει να παρακολουθήσει μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου από καθηγητές πανεπιστημίου που αντιπαρατίθενται για την έννοια της προστασίας των επικοινωνιών των βουλευτών και για την επίκληση του απορρήτου εκ μέρους των υπηρεσιακών παραγόντων της ΕΥΠ. Ούτε, όμως, αυτές οι παραδοχές καθιστούν την ουσία της πολιτικής στρατηγικής ανάδειξης του ζητήματος των υποκλοπών σε αιχμή του αντιπολιτευτικού δόρατος του ΠΑΣΟΚ μονοθεματική.
Το όποιο ζήτημα πιθανόν να βρίσκεται στην επικοινωνία. Ο Πρόεδρος του Κινήματος πρόσφατα παρουσίασε στη ΔΕΘ δέσμη προτάσεων για όλα τα φλέγοντα ζητήματα. Ουδέποτε έγινε λόγος για τις πολιτικές προτάσεις που παράγει το ΠΑΣΟΚ από τη στιγμή που ξέσπασε η υπόθεση Ανδρουλάκη. Από την άλλη όμως, αυτές δεν αναδεικνύονται στο έπακρον, μιας και η πρόσβαση στα ΜΜΕ είναι περιορισμένη και εντός αυτών των ορίων, μοιραία το βάρος πέφτει στο ζήτημα των υποκλοπών. Ακόμα και στον χώρο του διαδικτύου, που οι δυνατότητες απευθείας επικοινωνίας με τον πολίτη είναι πολύ μεγαλύτερες, η πλειοψηφία των στελεχών του σπανίως συνδυάζει την ανάδειξη του ζητήματος της παρακολούθησης του Ανδρουλάκη με την προβολή των θετικών προτάσεων του κόμματος σε μια πλειάδα θεμάτων. Πρέπει, επομένως, να βρεθεί ισορροπία.
Τη στιγμή που ο Μητσοτάκης μοιράζει χρήμα και θέτει ξεκάθαρα διλήμματα ενόψει εκλογών, το ΠΑΣΟΚ πρέπει να εντείνει την προβολή των δικών του θέσεων επί της οικονομίας, της εξωτερικής πολιτικής και άλλων πεδίων. Χωρίς να παραμερίζει το ζήτημα των υποκλοπών, χωρίς να αφήνει τον ΣΥΡΙΖΑ να το καπηλευτεί, αλλά και χωρίς να το αφήνει να λειτουργεί αποπνικτικά για το ίδιο. Τη στιγμή, μάλιστα, που εκ των πραγμάτων οι γέφυρες κυβερνητικών συνεργασιών έχουν κοπεί εκατέρωθεν, το ΠΑΣΟΚ θα χρειαστεί ένα τσουνάμι πρωτογενούς παραγωγής θετικών πολιτικών προτάσεων για να πείσει ότι παραμένει φορέας εξουσίας, στον οποίο ο ψηφοφόρος πρέπει να επενδύσει.
Ουδείς δύναται να γνωρίζει πού θα καταλήξει η υπόθεση των υποκλοπών. Ένας δημοκράτης οφείλει καταρχάς να επιζητεί τη διαλεύκανση της υπόθεσης και την προαγωγή της διαφάνειας σε συνδυασμό με την προάσπιση της αποτελεσματικότητας των μυστικών υπηρεσιών. Από εκεί και πέρα, οι πολιτικοί δε θα πρέπει να λησμονούν ότι δε φτάνει να ενδιαφέρονται για το καλό του λαού, αλλά και να κάνουν τον λαό να το αντιλαμβάνεται όπως πρέπει.